Μόλις προχθές είδα τη Δουνκέρκη, μια καθαρόαιμη κινηματογραφική κατασκευή, όπου ο Κρίστοφερ Νόλαν ερμήνευσε σε μεγαλειώδη κλίμακα, και σε φιλμ βεβαίως, το πνεύμα μιας κρίσιμης μάχης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μιας ήττας που μετατράπηκε σε απρόσμενα θετική ανατροπή της ψυχολογίας. Με διάρκεια λιγότερη των δύο ωρών, το πολεμικό δράμα είναι το πρώτο αριστούργημα του 2017. Σφιχτό και συναρπαστικό, δεν έχασε ούτε στιγμή το ανθρώπινο focus, και δεν έσταξε ούτε ένα εφέ - από τον Νόλαν της δημιουργικής φαντασίας, των μουτρωμένων Batmen και του λαβυρινθώδους Inception, που αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα ιστορικό, κρίσιμο γεγονός, πάντα με γνώμονα τον χρόνο, αλλά με ουσία και ρεαλισμό.
Τρεις ημέρες μετά από την compact εμπειρία σε IMAX οθόνη και 65 μιλιμέτρ, αποφάσισα να δω, επιτέλους, ένα ολόκληρο επεισόδιο του Game of Thrones, το πρώτο της καινούριας σεζόν, της 7ης. Φυσικά, έκανα λάθος. Δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτε, απλά μπήκα στη διαδικασία ενός μικρού τεστ: πόσο μπορώ να παρασυρθώ από μια σειρά που φανατίζει εκατομμύρια, χωρίς να χρειαστεί να γνωρίζω την πλοκή εκ των προτέρων, να έχω φροντίσει να πληροφορηθώ χαρακτήρες, καταστάσεις και παραμέτρους, δίχως να ξοδέψω ατελείωτες ώρες για να πιάσω το νήμα από την αρχή. Το Game of Thrones δεν μου έκανε τη χάρη, δεν δούλεψε για έναν τουρίστα σαν και μένα. Το επεισόδιο, όπως μπορούν να βεβαιώσουν όσοι δεν έχουν χάσει δευτερόλεπτο, δεν είχε δράση, γιατί δεν είχε καν πρόθεση να κινηθεί γρήγορα ή ευδιάκριτα έμπροσθεν. Έμοιαζε με γέφυρα, που μετά από μια συντομότατη περίληψη κάποιων σκηνών από την 6η και μόνο σεζόν, έδειξε μια δολοφονία εκδικητική και μυστηριώδη, αφού η δράστης αποκαλύφθηκε με μια μάσκα που ταίριαζε περισσότερο σε μεταμφίεση του Ίθαν Χαντ από τις Επικίνδυνες Αποστολές, και συνέχισε με εντυπωσιακής κλίμακας σεκάνς άψογης σκηνογραφίας και πολύ διάλογο. Άλλωστε, ο σκηνοθέτης, ο Καναδός Τζέρεμι Ποντέσουα, δεν είναι καθαρόαιμος filmmaker περιπέτειας, αλλά μάλλον ακαδημαϊκού ύφους αφηγητής δωματίου, που ξεμπλέκει χαρακτήρες, έχοντας χτίσει φήμη σε αγέλαστα, μικρά δράματα. Πριν καν εμφανιστεί το βαρύ πυροβολικό, η Καλίσι με τους δράκους της, νόμιζα πως είδα έναν σωσία του Εντ Σίραν, μέχρι που διάβασα, λίγα λεπτά μετά το φινάλε, πως όντως ήταν αυτός, ακολουθώντας το παράδειγμα συναδέλφων του σε cameo με κάποιο νόημα ύπαρξης για τους φαν.
Πάνω που η τηλεόραση δίνει ραντεβού με την Ιστορία, η τέχνη που επιστρατεύει, μέσω των ταλέντων που εμπλέκονται στη δημιουργία των σειρών, πέφτει θύμα ληστείας εξαιτίας των μηχανισμών αφήγησης που λειτουργούν ως προκαθορισμένοι κανόνες.
Εννοείται πως δε μπορώ να αποθεώσω ή να απορρίψω κανένα σίριαλ από ένα και μόνο επεισόδιο, αλλά έτρεφα μια μικρή ελπίδα πως θα αγκιστρωνόμουν από ένα χτυπητό στοιχείο, θα πιανόμουν από κάτι που θα μου κινούσε το ενδιαφέρον, εκτός από την περιέργεια να δω τι είναι αυτό που μονοπωλεί το zeitgeist της ποπ κουλτούρας. Στις κινηματογραφικές σειρές των τελευταίων χρόνων, από τις μεταφορές κόμικ μέχρι τα young adult έπη, όπως τους Αγώνες Πείνας, το Twilight και την Τριλογία της Απόκλισης, καλό ήταν να έχεις παρακολουθήσει το κόλπο από την αρχή, αλλά δεν ήταν απαραίτητο. Δεν χρειάζεται να έχεις δει όλους του Batmen ή τους Spidermen για να μπεις στο νόημα ή να καταλάβεις τι γίνεται στον έκτο τόμο ενός σινε-βιβλίου που δεν τελειώνει ποτέ. Δοκιμάστε να δείτε έναν Χάρι Πότερ, όποιον προτιμάτε, και θα διαπιστώσετε πως δεν έχετε βρεθεί απρόσκλητος στο πάρτι, ακόμη κι αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ταινίες ακολουθούν την ενηλικίωση του μικρού μάγου, εντελώς γραμμικά. Η «σιριαλοποίηση» στο σινεμά τουλάχιστον σέβεται την αυτοτέλεια του μέσου, ακόμη κι αν προσαρμόστηκε στις επιταγές του τεχνητού σασπένς. Σίγουρα τα δύο μέρη του φινάλε του Χόμπιτ είναι ένα καταφανές άρμεγμα, ένα εμπορικό τερτίπι που απαντά ευθέως στη μονοκοπανιά κατανάλωση των επεισοδίων και κλείνει το μάτι στον εθισμό: αφού ξέρουμε πως θα το δεις, γιατί να μην παρατείνουμε την αγωνία σου, νευριασμένε θεατή;
Αντίθετα, η τηλεόραση ποτέ δεν επιδίωξε να βασανίσει τους πελάτες της και με την πρόσφατη συνήθεια της αυτόματης προσφοράς όλης της σεζόν σε αρκετές περιπτώσεις (από το House of Cards μέχρι το Man in the High Castle, που παρακολουθώ ανελλιπώς γιατί με ενδιαφέρει το θέμα, ο Φίλιπ Ντικ και οι πιθανότητες των high concepts, αν και ομολογώ πως αρχίζει και σ' αυτό να με εκνευρίζει το τέντωμα) τους δίνει αμέσως αυτό που περιμένουν με ανυπομονησία, για να το γλεντήσουν με ένα ωραίο binge, ολονύχτιο ή Σαββατοκύριακο. Με τον τίτλο «Μήπως τα cliffhangers καταστρέφουν τη χρυσή εποχή της τηλεόρασης;», η Ελίσα Μπέισιστ αναλύει στους New York Times το κακό που προξενούν οι περίφημες τεχνητές κορυφώσεις, συνήθως στο τέλος του επεισοδίου κάθε σεζόν, στην αναμφισβήτητη άνθιση, τη δημιουργική πολυφωνία και τη θεματική ποικιλία που δικαιωματικά πολλαπλασίασε το κοινό μπροστά στους δέκτες και τράβηξε πολλούς σινεφίλ στην τηλεοπτική μυθοπλασία.
Ακόμη και σειρές που ξεχωρίζουν και βραβεύονται, όπως το Stranger Things και το Handmaid's Tail, δεν ξεφεύγουν από τον πειρασμό. Άλλες το κάνουν με γούστο και τακτ και μερικές, όπως το Arrow, το τολμούν αυθαίρετα, με ένα θορυβώδες μπαμ που δεν δημιουργεί πρόσθετες, γόνιμες ερωτήσεις, αλλά οδηγεί σε ένα δικαιολογημένο «δεν το πιστεύω», και άντε βρες μετά τι έγινε. Πάνω, δηλαδή, που η τηλεόραση δίνει ραντεβού με την Ιστορία, η τέχνη που επιστρατεύει, μέσω των ταλέντων που εμπλέκονται στη δημιουργία των σειρών, πέφτει θύμα ληστείας εξαιτίας των μηχανισμών αφήγησης που λειτουργούν ως προκαθορισμένοι κανόνες. Πρόκειται για τέχνη που βγαίνει με αλγόριθμο, όπως επισημαίνει η Μπέισιστ, ένας συνδυασμός φαντασίας με ανάλυση στοιχείων από τα καλωδιακά δίκτυα που παράγουν σαν τρελά και που εγγυώνται την καταβύθιση στην εμμονή, την παράταση της εξάρτησης και την ευφορία, όπως το καταλαβαίνω εγώ. Οι σειρές σε πιάνουν από τον λαιμό και αισθάνεσαι πως αν δε μάθεις γρήγορα πώς θα εξελιχθεί η πλοκή, θα πάθεις κατάθλιψη.
Προσωπικά, όσο κι αν μου αρέσει αυτό που είδα, προτιμώ να το νοσταλγήσω, παρά να το βαρεθώ. Ή, να αποτελεί μέρος των καλύτερων μου αναμνήσεων, όπως το Blade Runner, ώσπου ξαφνικά, 35 χρόνια αργότερα, να πληροφορηθώ πως έρχεται η συνέχεια, για να ξεκινήσει ένας διάλογος ανάμεσα στο πρωτότυπο και το sequel, τη μακρινή αίσθηση του παλιού με το θράσος του καινούριου και, γιατί όχι, η αναμέτρηση με την πιθανή απομάγευση και την αναπόφευκτη σκληρή κρίση που πάντα και ανθρώπινα συνοδεύει τις μεγάλες προσδοκίες.
Σε εβδομαδιαίο τέμπο, μετά από μεγάλες διακοπές, το Game of Thrones έρχεται να καλύψει το κενό του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών με αγριότερη ψυχή, πιο ανοιχτό ορίζοντα, πιο πολύπλοκες συνδέσεις των πρωταγωνιστών με τα ένστικτά τους και κυρίως, σε μια γλώσσα λιγότερο κωδικοποιημένη, προσβάσιμη... τηλεοπτική. Είναι, όπως το αντιλαμβάνομαι, ο κρίκος ανάμεσα στην άνεση της πολυθρόνας και τον μεγαλειώδη, larger than life, μύθο, που κάποτε τροφοδοτούσε μόνο το σινεμά. Και σίγουρα, αν κάποιος ξυπνούσε μετά από 40 χρόνια και έβλεπε αυτό το θέαμα, μετά τη Δυναστεία, τους Αγγέλους του Τσάρλι, το Πλοίο της Αγάπης, ή ακόμη και το Μάνιξ, θα έτριβε τα μάτια του από δυσπιστία και σοκ, με την καλή έννοια. Επίσης, ακόμη και το πιο βαρετό του πέρασμα κρύβει μεγαλύτερη φροντίδα και ταλέντο από την πλειοψηφία των λαϊκών κωμωδιών και κλισεδιάρικων δραμάτων που θα προβληθούν αυτό το καλοκαίρι στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ωστόσο, η οικονομία χρόνου και δράσης φαίνεται πως δεν είναι το προτεραιότητα στην περίπτωσή του. Σε καμία εφαρμογή αφήγησης το περιττό άπλωμα δεν προσθέτει, όσο ντοπάρισμα κι αν δεχθεί. Μάλλον αφαιρεί, επειδή από ένα σημείο κι έπειτα χειραγωγεί. Απλώς δεν θέλω να βρεθώ μετέωρος, σε έναν αφηγηματικό γκρεμό που είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο πως θα έρθει στο τέλος και αυτής της, μάλλον όχι τελικής, σεζόν, χωρίς να ξέρω πως στην άκρη του θα υπάρχει μια απάντηση που δεν θα προσβάλει τις καλές μου προθέσεις. Όπως δηλαδή συνέβη στο Lost.
To τρέιλερ του 2ου επεισοδίου της 7ης σεζόν του GOT
σχόλια