Πριν από περίπου μια επταετία κλήθηκα κι εγώ να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία. Καθότι δεν είχα βύσμα, ξεβράστηκα σ' ένα τελείως ξένο προς εμένα νησί του Αιγαίου στα σύνορα με την Τουρκία. Κατά τη διάρκεια του ΣΠΕΝ (Σχολείο Προκεχωρημένης Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων), όμως, ένιωσα μια έντονη ενόχληση στο μάτι. Και επειδή μάτι είναι και δεν παίζουμε με αυτά τα πράγματα, ζήτησα να δω τον γιατρό του στρατοπέδου. Αυτός με εξέτασε, αλλά επειδή δεν ήταν οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στο ΣΤΕΠ (άλλο ένα από τα περίφημα στρατιωτικά αρκτικόλεξα). Για να μην κουράζω με ανούσιες λεπτομέρειες, πρόκειται εν πολλοίς για τα στρατιωτικά ιατρεία.
Φυσικά, το ΣΤΕΠ ήταν στην άλλη πλευρά του νησιού. Μπήκα λοιπόν σε μια «καναδέζα» και με μετέφεραν μέχρι εκεί. Ο στρατιωτικός γιατρός με εξέτασε σχολαστικά και μου έκανε αρκετές ερωτήσεις, επειδή όμως ούτε εκείνος ήταν οφθαλμίατρος ούτε και υπήρχε γιατρός με τέτοια ειδικότητα στο στρατόπεδο, με έστειλαν, όπως ορίζει ο κανονισμός, στο δημόσιο νοσοκομείο του νησιού.
Φτάσαμε εκεί γύρω στο μεσημέρι με το στρατιωτικό ασθενοφόρο. Τα εξωτερικά ιατρεία λειτουργούσαν μέχρι τις 14:00. Η ώρα ήταν περίπου 14:10. Μπήκα βιαστικά στο οφθαλμιατρείο χωρίς να χτυπήσω και είπα στον εφημερεύοντα γιατρό το πρόβλημά μου. Και τότε άρχισαν όλα. Ο τύπος με τη λευκή ρόμπα και τα γυαλιά μυωπίας που μάλλον βιαζόταν να γυρίσει σπίτι του μου είπε ότι δεν μπορούσε να με εξετάσει γιατί είχα αργήσει. Προσπάθησα να του εξηγήσω την ιδιαιτερότητα της κατάστασής μου, τις συνθήκες, το πόσο δύσκολο ήταν να ξαναπάω την επόμενη μέρα, επισημαίνοντας ξανά και ξανά πως είχα αργήσει μόλις δεκα - δεκαπέντε λεπτά. Ήταν ανένδοτος και όσο διαρκούσε ο διάλογος αυτή του η άρνηση μετατρεπόταν σε ένα είδος εριστικής στάσης που με νευρίαζε ακόμη περισσότερο.
Με τα πολλά και αφού η συζήτηση έμοιαζε να μη βγάζει πουθενά, αποφάσισα, παρά την κούραση και την απόγνωσή μου, να επιστρατεύσω όσα αποθέματα ευγένειας είχα για να ψελλίσω ένα: «Σας παρακαλώ γιατρέ, λίγο να με εξετάσετε». Η απάντησή του; «Τι λίγο, λίγο έγκυος;». Εκείνη τη στιγμή ομολογώ ότι θόλωσα και για λίγο ένιωσα σαν εκείνους τους ανθρώπους που ορκίζονται ότι βίωσαν κάποια μεταθανάτια εμπειρία, βλέποντας τη ζωή τους να περνά μπροστά από τα μάτια τους. Μόνο που αντί για σκηνές από το παρελθόν, εγώ είδα ορισμένα από τα «προσεχώς». Πανάκριβες οφθαλμολογικές μονάδες και τραπέζια οργάνων να εκτοξεύονται προς κάθε κατεύθυνση, τον γιατρό στο πάτωμα, τους δικαστές στο Στρατοδικείο, τη μάνα μου να κλαίει κι εμένα ντυμένο για πάντα στα χακί. Ευτυχώς, δεν έκανα τίποτα απ' όσα φαντάστηκα. Απλώς τον κοίταξα επίμονα μ' ένα βλέμμα που μαρτυρούσε περισσότερο αμηχανία και λιγότερο θυμό (πράγμα για το οποίο μετανιώνω ακόμη και σήμερα) και βγήκα από το ιατρείο χωρίς να πω κουβέντα.
Τελικώς, η ταλαιπωρία μου είχε αίσιο τέλος αφού πριν φύγω από το νοσοκομείο είπα να δοκιμάσω την τύχη μου και στους επάνω ορόφους. Εκεί βρήκα έναν άλλο οφθαλμίατρο, ο οποίος δέχτηκε αμέσως να με εξετάσει παρότι δεν είχε βάρδια στα εξωτερικά ιατρεία και 'γω δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εκεί. Μου είπε ότι δεν είχα κάτι σοβαρό, μου έγραψε μια συνταγή για σταγόνες νομίζω και με αποχαιρέτησε ευγενικά. Δεν του είπα τίποτα για τον συνάδελφό του.
Τι με δίδαξε αυτή η σύντομη και αναίμακτη εμπειρία μου στις συμπληγάδες του Εθνικού Συστήματος Υγείας; Να βασίζομαι στην καλοσύνη των ξένων γιατί κάποιες φορές θα με δικαιώνει και να μην αφήσω ποτέ κανέναν να μου ξαναπεί τη φράση «λίγο έγκυος».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια