Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Μπενίτο Μουσολίνι ετοιμαζόταν να εγκαινιάσει την Παγκόσμια Έκθεση (World's Fair) του 1942 και ταυτόχρονα επέβλεπε την κατασκευή μια νέας γειτονιάς, της Esposizione Universale Roma, στα νότια της πόλης, προκειμένου να αναδείξει το ανανεωμένο αυτοκρατορικό μεγαλείο της Ιταλίας. Το επίκεντρο της περιοχής ήταν το Palazzo della Civiltà Italiana, ένα κομψό, ορθογώνιο κτίριο με καμάρες στην πρόσοψη και νεοκλασικά αγάλματα να πλαισιώνουν τη βάση του.
Τελικά, η έκθεση ματαιώθηκε λόγω του πολέμου, αλλά το Palazzo, γνωστό ως «Τετράγωνο Κολοσσαίο», βρίσκεται ακόμη στη Ρώμη, έχοντας χαραγμένη στο εξωτερικό του μια φράση από την ομιλία του Μουσολίνι το 1935, όπου ανακοίνωνε την εισβολή στην Αιθιοπία. Σε αυτήν περιγράφει τους Ιταλούς ως «λαό ποιητών, καλλιτεχνών, ηρώων, αγίων, στοχαστών, επιστημόνων, πρωτοπόρων και μεταναστών».
Η εισβολή και η αιματηρή κατοχή που ακολούθησε θα οδηγούσε αργότερα σε κατηγορίες εγκλημάτων πολέμου εναντίον της ιταλικής κυβέρνησης. Το κτίριο, με άλλα λόγια, αποτελεί κατάλοιπο μιας φρικιαστικής φασιστικής επίθεσης. Ωστόσο αντί να σνομπάρεται, στην Ιταλία τιμάται ως σύμβολο μοντερνισμού. Το 2004, το κράτος το αναγνώρισε ως χώρο «πολιτιστικού ενδιαφέροντος». Το 2010, ολοκληρώθηκε μια μερική αποκατάσταση και πέντε χρόνια αργότερα ο οίκος μόδας Fendi μετακόμισε εκεί την παγκόσμια έδρα του.
Η Ιταλία, το πρώτο φασιστικό κράτος, έχει μακρά ιστορία με δεξιά κόμματα- με την εκλογή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το 1994, η χώρα έγινε επίσης η πρώτη που έφερε στην εξουσία ένα νεοφασιστικό κόμμα, ως μέρος του κεντροδεξιού συνασπισμού του Μπερλουσκόνι. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί για να εξηγήσει την άνεση των Ιταλών με τα φασιστικά σύμβολα. Η Ιταλία, ήταν, εξάλλου, σπίτι της μεγαλύτερης αντιφασιστικής αντίστασης της Δυτικής Ευρώπης και του πιο ισχυρού μεταπολεμικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μέχρι το 2008, οι κεντροαριστεροί συνασπισμοί διατήρησαν την κληρονομιά, ξεπερνώντας συχνά το 40% των ψήφων στις εκλογές. Γιατί λοιπόν, παρόλο που οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί σε μια αμφιλεγόμενη διαδικασία καθαίρεσης μνημείων από το συμμαχικό παρελθόν τους και η Γαλλία έχει καταργήσει όλους τους δρόμους που είχαν το όνομα του συνεργάτη των Ναζί Marshall Pétain, η Ιταλία έχει επιτρέψει να επιβιώνουν τα μνημεία του φασισμού;
Ο ένας λόγος είναι ο τεράστιος αριθμός κειμηλίων. Όταν ο Μουσολίνι ήρθε στην εξουσία, το 1922, ηγείτο ενός νέου κινήματος σε μια χώρα με μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά και γνώριζε ότι χρειαζόταν ένα πλήθος από σημεία αναφοράς για να αποτυπώσει τη φασιστική ιδεολογία.
Δημόσια έργα, όπως το αθλητικό συγκρότημα Foro Mussolini στη Ρώμη, προορίζονταν να ανταγωνιστούν εκείνα των Medici και Βατικανού, ενώ η μορφή του «Il Duce», όπως ήταν γνωστός ο Μουσολίνι, δέσποζε σε όλη την Ιταλία Ιταλούς με τη μορφή αγαλμάτων, φωτογραφιών σε γραφεία, αφισών σε στάσεις τραμ, ακόμη και εκτυπώσεων σε μαγιό. Ήταν εύκολο να καταλάβεις, όπως έκανε ο Italo Calvino, ότι ο φασισμός είχε αποικίσει τους δημόσιους χώρους της Ιταλίας. «Πέρασα τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής μου κοιτάζοντας συνεχώς το πρόσωπο του Μουσολίνι», είχε σχολιάσει ο συγγραφέας.
Στη Γερμανία, ο νόμος που θεσπίστηκε το 1949 και απαγόρευε τους χιτλερικούς χαιρετισμούς και άλλα δημόσια τελετουργικά, διευκόλυνε την καταστολή των συμβόλων του Τρίτου Ράιχ. Ωστόσο η Ιταλία δεν μπήκε ποτέ σε ανάλογη διαδικασία «αναμόρφωσης». Η απαλλαγή της Ιταλίας από τα χιλιάδες φασιστικά μνημεία θα ήταν ανέφικτη και πολιτικά άστοχη για τις συμμαχικές δυνάμεις που είχαν ως προτεραιότητα τη σταθεροποίηση της ασταθούς χώρας και τον περιορισμό της εξουσίας του αναπτυσσόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετά τον πόλεμο, διετάχθη να καταστραφούν μόνο τα πιο εμφανή και «αντιαισθητικά» μνημεία και στολίδια, όπως οι προτομές του Μουσολίνι- τα υπόλοιπα μπορούσαν να μεταφερθούν σε μουσεία ή απλά να καλυφθούν με πανί και κόντρα πλακέ. Αυτό όμως δημιούργησε νομικό προηγούμενο. Ο νόμος του Mario Scelba το 1953 σχεδιάστηκε για να εμποδίσει την ανασύσταση του φασιστικού κόμματος και ήταν απόλυτα ασαφής για ο,τιδήποτε άλλο. Το κυρίαρχο χριστιανοδημοκρατικό μπλοκ, το οποίο περιλάμβανε πολλούς πρώην φασίστες, δεν θεώρησε ως πρόβλημα τα απομεινάρια του συγκεκριμένου καθεστώτος, οπότε δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή μια πιο δυναμική πολιτική.
Αυτό σημαίνει πως, όταν ο Μπερλουσκόνι έφερε στην εξουσία το δεξιό Italian Social Movement, η αποκατάσταση του φασισμού ενισχύθηκε από ένα ήδη υπάρχον δίκτυο χώρων και μνημείων. Το σημαντικότερο ήταν το Predappio, ο τόπος γέννησης του Μουσολίνι, όπου βρίσκεται ο τάφος του και τα καταστήματα πωλούν φασιστικά και ναζιστικά μπλουζάκια και άλλα σχετικά προϊόντα. Ο νόμος Mancino, που ψηφίστηκε το 1993, προσπάθησε να αντιμετωπίσει το αναζωπυρωμένο δικαίωμα επιβάλλοντας κυρώσεις για τη διάδοση του «φυλετικού και εθνοτικού μίσους», αλλά επιβλήθηκε άνισα. Μέρη όπως το Predappio κατακλύζονταν από κόσμο και οι συντηρητικοί όλων των πολιτικών κομμάτων δημιούργησαν συμμαχίες για να διασώσουν τα φασιστικά μνημεία, που όλο και περισσότερο θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιταλίας.
Το Foro Mussolini, όπως και το «Square Colosseum», τυγχάνουν μεγάλου θαυμασμού. Το 2014, ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός Matteo Renzi ανακοίνωσε την προσφορά της Ρώμης για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 από το εσωτερικό του συγκροτήματος, το οποίο σήμερα είναι γνωστό ως το Foro Italico. Στεκόταν μπροστά από το έργο «The Apotheosis of Fascism», έναν πίνακα που καλύφθηκε από τους συμμάχους το 1944 επειδή απεικονίζει τον «Il Duce» ως θεό. Θα ήταν αδύνατον να φανταστεί κανείς την Άνγκελα Μέρκελ να στέκεται μπροστά σε έναν πίνακα του Χίτλερ σε μια παρόμοια περίσταση.
Τα τελευταία χρόνια έγιναν κάποιες προσπάθειες να σταματήσουν οι σχέσεις της Ιταλίας με τα φασιστικά σύμβολα. Το 2012 ο Ettore Viri, ο δεξιός δήμαρχος της Affile, ενέκρινε ένα μνημείο για τον στρατηγό Rodolfo Graziani, συνεργάτη των Ναζί και κατηγορούμενο για εγκλήματα πολέμου, σε ένα πάρκο που χτίστηκε με κονδύλια εγκεκριμένα από την κεντροαριστερή περιφερειακή κυβέρνηση. Μετά από μια δημόσια κατακραυγή, η κυβέρνηση διέκοψε τα κεφάλαια. Πρόσφατα, ο Viri κατηγορήθηκε για φασισμό, αλλά το μνημείο παραμένει στη θέση του.
Στο Predappio, ένα νέο μουσείο του φασισμού βρίσκεται υπό κατασκευή. Κάποιοι θεωρούν το μουσείο, το οποίο βασίζεται στο Documentation Center for the History of National Socialism του Μονάχου, ως μια πολύ αναγκαία άσκηση στη δημόσια εκπαίδευση. Άλλοι φοβούνται πως η θέση του στην πατρίδα του Μουσολίνι σημαίνει ότι θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τη νοσταλγία της δεξιάς. Η Laura Boldrini, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής, ασκεί πιέσεις για την απομάκρυνση των πιο κραυγαλέων φασιστικών κατάλοιπων της Ιταλίας. Η πρότασή της, το 2015, να αφαιρεθεί μια επιγραφή του ονόματος του Μουσολίνι από τον οβελίσκο του Foro Italico πυροδότητε έντονες διαμαρτυρίες πως θα δυσφημούνταν ένα «αριστούργημα».
Η Boldrini χαρακτήρισε την απαγόρευση των ναζιστικών συμβόλων στη Γερμανία παράδειγμα για την Ιταλία, αν αυτό δοκιμάστηκε πολύ πρόσφατα. Στις πρόσφατες εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, το AfD έγινε το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που κέρδισε έδρες στο γερμανικό κοινοβούλιο από το 1945. Η ακροδεξιά στη Γερμανία, χωρίς να μπορεί να επωφεληθεί από φασιστικά μνημεία, αναγκαστικά διοργάνωνε άλλους είδους εκδηλώσεις όπως συναυλίες «δεξιάς ροκ», όπου ακούγονταν συχνά ναζιστικά ναζιστικοί ύμνοι. Εάν το AfD δεν υιοθετήσει μια σκληρή γραμμή ενάντια στα φασιστικά σύμβολα, είναι θέμα χρόνου πριν εμφανιστούν ξανά. Στην Ιταλία, όπου και δεν εξαφανίστηκαν ποτέ, ο κίνδυνος είναι διαφορετικός: εάν τα μνημεία αντιμετωπίζονται απλώς ως «απολιθωμένα» αισθητικά αντικείμενα, τότε η ακροδεξιά μπορεί να εκμεταλλευτεί την άσχημη ιδεολογία ενώ οι υπόλοιποι εξοικειώνονται. Βέβαιο είναι αμφίβολο πως οι υπάλληλοι της Fendi ανησυχούν για τη φασιστική προέλευση του Palazzo della Civiltà Italiana όταν φτάνουν κάθε πρωί στη δουλειά τους. Κι όπως δήλωσε η Rosalia Vittorini, όταν ρωτήθηκε για το πώς μπορεί να αισθάνονται οι Ιταλοί ζώντας ανάμεσα σε κατάλοιπα δικτατορίας: «Γιατί θεωρείτε ότι σκέφτονται κάτι για αυτό;».
Με πληροφορίες από New Yorker
σχόλια