Είναι δύσκολο να μιλήσεις γι' αυτά αν δεν είσαι φίλαθλος, αν δεν έχεις τον πνευματικό σου, αν δεν ταυτίζεσαι με τη συνηθισμένη μαγική εξίσωση Θεσσαλονίκη, ορθοδοξία, σύμπαν, ΠΑΟΚ κ.ο.κ. Αν απλώς συνυπάρχεις, συμβιώνεις πολιτισμένα και αρκείσαι να καταναλώνεις τις αντιπαθητικές φωνές από το αθλητικό ραδιόφωνο της πόλης που χυμούν πάνω σου κάθε φορά που παίρνεις ταξί.
Είναι άλλωστε σύνθετη και απαιτητική τέχνη η ανοχή και η κατανόηση για διαστάσεις που είναι δημοφιλείς. Οπότε, αν δεν είσαι «μέσα» σε αυτό το κλίμα, δεν πολυμιλάς για να μη χαρακτηριστείς περίεργος και άσχετος με τα θέσμια και τα ήθη της πόλης.
Όμως, κακά τα ψέματα, στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ένα πρόβλημα τυραννίας της πλειοψηφίας. Υπάρχει μια ιδεολογία-Ιβάν Σαββίδη, μια φαντασίωση-Ιβάν Σαββίδη, ένας λαός-Ιβάν Σαββίδη. Όποιος δεν το βλέπει αυτό ή κάνει πως δεν το βλέπει, απλώς κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα. Δεν είναι βέβαια όλη η αλήθεια αυτού του τόπου, μακριά από εμένα η καρικατούρα του. Είναι όμως ένας από τους ορίζοντες της ζωής που μπορεί να επιβάλλεται και στους άλλους, σε αυτούς που δεν τον επιλέγουν.
Αυτό που σκοτεινιάζει τον ουρανό της Θεσσαλονίκης είναι ένας μοναδικός οπαδικός μεσσιανισμός που ενώνεται με τον τοπικισμό του παράπονου και μια διάχυτη ρωσόφιλη δεισιδαιμονία. Αυτό το χαρμάνι μπορεί να το συναντάς σε αστούς, σε προλετάριους και σε λούμπεν. Να εκπέμπεται από το αθλητικό ραδιόφωνο, τον ιερέα στο λεωφορείο, τον καλοντυμένο μεσήλικα που πίνει εσπρέσο λούνγκο στον Τερκενλή.
Πρόκειται για κάτι που ξεπερνάει τα στενά ζητήματα του ποδοσφαίρου. Μιλάμε για έναν σκληρό κοινωνικό κομφορμισμό. Και αναρωτιέμαι τι θα κάνουμε με αυτό το ρωσικό κόμμα; Πώς μπορεί ναν αντιμετωπιστεί και από ποιον αυτή η αυταρχική λαϊκή «θρησκεία» που εμφανίζεται ως κυρίαρχος λόγος της πόλης;
Προφανώς, πάντοτε ο φίλαθλος κόσμος θα έχει τα είδωλά του, τους προέδρους του, τα μίση και τα πάθη του. Θα αισθάνεται, ας πούμε, πως πρέπει να υπερασπιστεί το δικό του αφεντικό έναντι των αντιπάλων. Έτσι λειτουργεί το πράγμα, το άθλημα είναι στην ουσία του πολιτικό: πολιτικό όχι γιατί ο ένας πρόεδρος είναι φιλο-κυβερνητικός και ο άλλος αντικυβερνητικός αλλά γιατί στο κέντρο του αθλήματος είναι ο λυσσαλέος ανταγωνισμός για τη νίκη.
Αν η ουσία της πολιτικής είναι ο ανταγωνισμός για την εξουσία μεταξύ αντίπαλων ομάδων, το ποδόσφαιρο (όπως και όλα τα μαζικά και δημοφιλή σπορ) είναι μια κοντινή παραλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι κάτω από τη θεσμική του επιφάνεια κρύβει ένα βάθος σκοτεινό και επιθετικό. Δεν έχει έτσι νόημα να ορκίζεται κανείς στην ορθολογική του εξημέρωση, αξίζει όμως να επιμείνει ως κράτος στη συντριβή των υποκόσμιων φαινομένων του. Αυτό θα έπρεπε να είναι η δουλειά του κράτους.
Το θέμα όμως που βάζω εδώ είναι η ελευθερία, η ψυχική υγεία και το δικαίωμα σε έναν ουδέτερο δημόσιο χώρο για όσους από εμάς δεν «θρησκεύονται». Πώς συγκατοικούμε με τον φανατικό, τον σφετεριστή του δημόσιου χώρου που νομίζει πως η πόλη, η χώρα και ο κόσμος γυρίζουν γύρω από το πάθος του;
Λυπάμαι που το λέω, αλλά αυτό το πρόβλημα είναι άλυτο. Πολιτικά, εννοώ, άλυτο. Είναι, όπως θα έλεγαν οι καλοί μας μαρξιστές, ζήτημα συσχετισμού δύναμης. Για να το πω αλλιώς, το ρωσικό, εθνικο-λαϊκό, υπερήφανο κόμμα με τον βυζαντινό αετό και τους θαυμαστές του είναι ισχυρό. Στα δημοτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης δεν επιτρέπει την αποστασία και υφίσταται bullying o μαθητής που θα πει κακή κουβέντα. Υπάρχουν γονείς που θεωρούν ότι αυτό το «κόμμα» είναι το αντίπαλο δέος στα ναρκωτικά και στις άλλες εκτροπές του δυτικού τρόπου ζωής. Είναι περίπου οι ίδιοι που δεν θα σοκαριστούν από το περίστροφο του προέδρου, στο κάτω-κάτω έτσι κάνουν οι Μεγάλοι. Ένας κόσμος που στο όνομα της λατρείας του απαιτεί να χορεύει η πόλη και όλοι οι άνθρωποι στους δικούς του, ποντιακούς ρυθμούς.
Με αυτά και με αυτά έχει διαμορφωθεί ένας κοινωνικός συνασπισμός ριζοσπαστικού συντηρητισμού – αν και φυσικά όλοι οι ιδεολογικοί όροι αστοχούν και δεν συλλαμβάνουν το φαινόμενο. Οι πολιτικοί τον φοβούνται, πολλοί αξιωματούχοι και φιλόδοξοι άνθρωποι τον υπολογίζουν σοβαρά. Δεν ξέρω αν συμβαίνει το ίδιο με τους λογοτέχνες, τους καλλιτέχνες, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές. Κανονικά θα έπρεπε να υπενθυμίζουν ότι καμιά επιλογή ζωής και αξία, κανένα «ιδεώδες» δεν μπορεί να ρυθμίζει τη γενική ζωή μιας κοινωνίας. Και φυσικά κανένας στρατός φιλάθλων και οπαδών δεν μπορεί να θεωρεί την «έδρα του» επικράτεια και λάφυρο, πεδίο βολής και χώρο επιβολής.
Από πολλές απόψεις, αυτή η πνιγηρή κατάσταση μοιάζει γραφική και συχνά ανάξια για σοβαρές προσεγγίσεις. Πολλοί προβάλλουν απλώς τη συγκυριακή, πολιτική της χρήση. Ο Ιβάν ο φιλο-τσιπρικός και οι ομάδες της Αθήνας και του Πειραιά, οι αντι-κυβερνητικές.
Έχει φυσικά ενδιαφέρον αυτή η διάσταση, αλλά νομίζω πως δεν είναι η κύρια. Αυτό που σκοτεινιάζει τον ουρανό της Θεσσαλονίκης είναι ένας μοναδικός οπαδικός μεσσιανισμός που ενώνεται με τον τοπικισμό του παράπονου και μια διάχυτη ρωσόφιλη δεισιδαιμονία. Αυτό το χαρμάνι μπορεί να το συναντάς σε αστούς, σε προλετάριους και σε λούμπεν. Να εκπέμπεται από το αθλητικό ραδιόφωνο, τον ιερέα στο λεωφορείο, τον καλοντυμένο μεσήλικα που πίνει εσπρέσο λούνγκο στον Τερκενλή.
Λένε κάποιοι πως έχουν μείνει λίγα πάθη στον λαό για να εκτονώνεται, το τσιγάρο ή η μπάλα, και πως η όποια κριτική τους είναι «ελιτισμός». Δεν υπάρχει όμως μεγαλύτερη περιφρόνηση από αυτήν που κρύβεται πίσω από την κολακεία και την υποκριτικά μεγάθυμη ανεκτικότητα. Όταν ένα δημόσιο πάθος γίνεται ιδεολογία και κατήχηση για τα παιδιά, όταν όχι μόνο καταπίνει αλλά κατά βάθος θαυμάζει τους κύριους Ιβάν, τα χλιαρά λόγια δεν έχουν νόημα. Είναι απλώς υπεκφυγές και δειλία της σκέψης και της κρίσης.
σχόλια