Μία σημαντική επένδυση 100 εκατομμυρίων ευρώ, με τεχνολογικά αλλά και θεραπευτικά οφέλη για τους πολίτες «απορρίπτει ανεξήγητα» η ελληνική κυβέρνηση, όπως καταγγέλλει ο καθηγητής Σωματιδιακής Φυσικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του CERN, Ευάγγελος Γαζής.
Αναφερόμενος στην καινοτόμο Μονάδα Ακτινοβολίας Καρκινικών Όγκων, ο κ. Γαζής έκανε λόγο για μία «εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τη Ελλάδα», κάνοντας λόγο για «ανεξήγητη πολιτική απόφαση» της γενικής γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας και του προϊσταμένου της, αναπληρωτή υπουργού, Κώστα Φωτάκη.
Μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, ο καθηγητής κατηγόρησε τους αρμόδιους φορείς πως δεν διεκδίκησαν εξοπλισμό που «προσπαθούσαμε εδώ και πολλά χρόνια να τον αποκτήσουμε». Τώρα, η επένδυση για τη μονάδα που προσφέρει το CERN, διεκδικείται από άλλα βαλκανικά κράτη.
Ο εξοπλισμός αφορά στη θεραπεία του καρκίνου με σωματίδια αντί για ακτινοβολία, που έχει θεραπεύσει περισσότερους από 25.000 ασθενείς σε όλον τον κόσμο.
Όπως εξήγησε ο Ευάγγελος Γαζής, η ίδρυση ενός τέτοιου επιστημονικού κέντρου είχε εγκριθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, με τεχνική μελέτη που υπογράφουν το ΕΜΠ, ο Δημόκριτος και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
«Τεχνολογικά και επιστημονικά έχουμε ευχέρεια να εγκαταστήσουμε και να λειτουργήσουμε το εξ Ευρώπης δώρο που κοστίζει 100 εκατ. ευρώ και θα έχει αποτελέσματα για τον ελληνικό πληθυσμό αλλά και για τα Βαλκανικά και Μεσογειακά κράτη» είπε ο καθηγητής, σημειώνοντας πως η Ελλάδα δήλωσε τελικά «απλώς παρατηρητής στο πρόγραμμα» τον περασμένο Οκτώβριο.
Τι απαντά η Γενική Γραμματεία
Η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) απαντά με σκληρή γλώσσα στον καθηγητή, κάνοντας λόγο για «ανυπόστατους ισχυρισμούς».
«Η Ελλάδα δεν έχει απορρίψει πρόταση του CERN (...) επώνυμοι επιστήμονες ομιλούν δημοσίως από ό,τι φαίνεται αποκλειστικά για προσωπικές τους στρατηγικές».
Το απόγευμα, ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας Κώστας Φωτάκης τόνισε πως η ανάπτυξη ενός κέντρου πρωτονικής θεραπείας στην Ελλάδα είναι «ένα εγχείρημα ανώριμο στην παρούσα φάση».
Κατά την ΓΓΕΤ, η συνολική επένδυση εκτιμάται στα 140-170 εκατομμύρια ευρώ με την αποτελεσματικότητα της μεθόδου να αποτελεί ακόμα αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.