Google maps, Google trips, Foursquare, Skyscanner, Citymapper, Airbnb, Hotels.com, Booking, Uber (και όλα τα σχετικά παράγωγα, ανά χώρα), Trip advisor, Currency: Αυτό είναι ένα top10 εφαρμογών που χρησιμοποιώ όταν αποφασίζω να οργανώσω ένα νέο ταξίδι στο εξωτερικό, καθώς και σε όλη τη διάρκεια διεξαγωγής του.
Ηλικιακά ανήκοντας στη γενιά που ξεκίνησε να ταξιδεύει εκτός Ελλάδας παράλληλα με την ύπαρξη των smartphones και με λογικές τιμές περιαγωγής (ή, ακόμα καλύτερα, ελεύθερης χρήσης δεδομένων, την τελευταία διετία, εντός Ε.Ε.), δεν έχω προλάβει και ούτε μπορώ να φανταστώ καν πώς ήταν ένα ταξίδι πριν από την ψηφιακή εποχή – δεν θυμάμαι καν να έχω χρησιμοποιήσει ποτέ παραδοσιακό, αναδιπλούμενο χάρτη.
Τα τελευταία χρόνια η χρήση των ψηφιακών συσκευών και η έκρηξη των social media υπεραπλούστευσαν τα ταξίδια. Ο καθένας μπορεί να βρεθεί οπουδήποτε, ολομόναχος, με ασφάλεια, έχοντας συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες που θα κάνουν το ταξίδι του να φαντάζει ραμμένο sur mesure, χωρίς να ελλοχεύει καν ο κίνδυνος να χαθεί, να χρειάζεται να περιπλανηθεί, να επικοινωνήσει αναγκαστικά με ντόπιους, επιστρατεύοντας κάθε μέσο, να πέσει θύμα εκμετάλλευσης. Τα καλά κρυμμένα μυστικά του πλανήτη μας ολοένα και μειώνονται, καθώς καθημερινά, άλλος ένας άγνωστος παράδεισος μετατρέπεται σε ακόμη ένα pin point για check-in.
Αυτός ο τύπος με την εκνευριστική φωνή στο voice over και το down under αξάν, που περιφέρεται σε ολόκληρα επεισόδια με ένα ροζ σορτσάκι με ανανάδες, μπορεί να φαντάζει παρανοϊκός, όμως το ντοκιμαντέρ του λειτουργεί ως το καλύτερο αντίδοτο στη θερινή ινσταγκραμική ραστώνη, ακριβώς γιατί η προσέγγισή του στη διαδικασία του ταξιδιού, μέσα από το φαινόμενο του «σκοτεινού τουρισμού», μας πηγαίνει στην επόμενη πίστα.
Βέβαια, η αλήθεια είναι πως το ταξίδι μοιάζει να έχει εξελιχθεί σε μια πιο εκδημοκρατισμένη διαδικασία, καθώς δεν απαιτείται πλέον να έχεις σύμφυτο το στοιχείο της περιπέτειας για να γίνεις ταξιδιώτης σωστός, να γεμίσεις εικόνες, να αφουγκραστείς τους ντόπιους και τις συνήθειές τους.
Ο ύμνος που έγραφε στην «Παραλία» του, πριν από 22 χρόνια, ο Άλεξ Γκάρλαντ για τον διψασμένο backpacker της Generation X, εκείνο το τόσο επικριτικό στις ανέσεις του δυτικού τουρισμού μανιφέστο, είναι εδώ και χρόνια ξεπερασμένο, αρχής γενομένης από τότε που τα νησιά Πι Πι μετατράπηκαν σε μαζικά διασκεδαστήρια.
Το επόμενο βήμα που θα ικανοποιούσε την περιέργεια του millennial εξερευνητή και θα του παρείχε μερικά αυθεντικά thrills έπρεπε να βρεθεί. Ο θεματικός τουρισμός είχε κάνει εδώ και καιρό την εμφάνισή του. Η ακόρεστη διάθεση για προσωποποιημένες εμπειρίες που κουμπώνουν πάνω στην προσωπικότητα και τα ενδιαφέροντα του ταξιδιώτη όμως δεν θα μπορούσε να περιοριστεί σε θεματικά ταξίδια οινογνωσίας, βουδιστικών αναζητήσεων, ιππασίας ή ανθοκομίας.
Όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Φάριερ, ο Νεοζηλανδός δημοσιογράφος, παρουσιαστής και δημιουργός του συναρπαστικού «Dark Tourist» του Netflix (ο οποίος πρόπερσι είχε διχάσει ξανά με το ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους «Tickled» με θέμα το... γαργαλητό!) στην εισαγωγή των 8 επεισοδίων του πρώτου κύκλου: «Πάντα με γοήτευε η παράξενη πλευρά της ζωής. Έτσι αποφάσισα να ερευνήσω τον σκοτεινό τουρισμό, ένα παγκόσμιο φαινόμενο όπου οι άνθρωποι αποφεύγουν τα συνηθισμένα. Γι' αυτό πηγαίνω διακοπές σε εμπόλεμες ζώνες, χώρους καταστροφής και άλλους αντισυμβατικούς προορισμούς. Μ' ενδιαφέρει το παρανοϊκό, το μακάβριο, το αποκρουστικό. Έτσι, ταξιδεύω στον κόσμο, σε αναζήτηση απόλυτων εμπειριών σκοτεινού τουρισμού».
Τον ζήλεψα από την πρώτη στιγμή. Αυτός ο τύπος με την εκνευριστική φωνή στο voice over και το down under αξάν, που περιφέρεται σε ολόκληρα επεισόδια με ένα ροζ σορτσάκι με ανανάδες, μπορεί να φαντάζει παρανοϊκός, όμως το ντοκιμαντέρ του λειτουργεί ως το καλύτερο αντίδοτο στη θερινή ινσταγκραμική ραστώνη, ακριβώς γιατί η προσέγγισή του στη διαδικασία του ταξιδιού, μέσα από το φαινόμενο του «σκοτεινού τουρισμού», μας πηγαίνει στην επόμενη πίστα, την οποία δεν μπορεί να μη θαυμάσει όποιος αγαπά τα ταξίδια.
Φυσικά, το φαινόμενο του «σκοτεινού τουρισμού», που ως ορολογία εισήχθη μόλις το 2000, δεν είναι κάτι καινούριο. Εξ ορισμού περιλαμβάνει ταξιδιωτικές εμπειρίες που συνδέονται με την οδύνη, τον θάνατο, τις καταστροφές. Υπό αυτή την έννοια, σκοτεινός τουρισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί μια επίσκεψη στο Άουσβιτς, στα πεδία σφαγών των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη, στο Ground Zero της Νέας Υόρκης ή σε μια έκθεση αφιερωμένη στη δράση του Τζακ του Αντεροβγάλτη στο Λονδίνο, ακόμα και στο Κολοσσαίο της Ρώμης ή σε μια ταυρομαχία στην Ισπανία.
Εδώ όμως μιλάμε για εμπειρίες ζωντανές, που στην πλειονότητά τους συνδέονται με καταστάσεις πρόσφατες ή τρέχουσες, όπως ένα οδοιπορικό στην απαγορευμένη ραδιενεργή ζώνη της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία, εκεί που τα επίπεδα ραδιενέργειας χτυπάνε πολλαπλά κόκκινα –πολύ πιο πάνω σε σχέση με το Τσέρνομπιλ–, μια γνωριμία με μια νεοσύστατη σέχτα που λατρεύει μια μακάβρια νεκρική θεότητα στο Μεξικό, μια βόλτα στα βήματα του θρυλικού καννίβαλου του Μιλγουόκι που, σαν άλλος ποπ σταρ, έχει πιστές ακολούθους, δεκαετίες μετά τον θάνατό του, ένα ανατριχιαστικό τετ-α-τετ με ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Πάμπλο Εσκομπάρ στην Κολομβία –ένα ανθρώπινο τέρας που έχει δολοφονήσει εκατοντάδες ανθρώπους και μετά από λίγα λεπτά σχεδόν ηρωοποιητικής συνομιλίας με τον Φάριερ φαντάζει συμπαθές, όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο δημοσιογράφος–, ένα κυνήγι πτωμάτων και φαντασμάτων στο δάσος των αυτοκτονιών στην Ιαπωνία και μια αναπαράσταση μιας μάχης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ή των δεινών που περνούν οι πρόσφυγες που αποφασίζουν να διασχίσουν τα αμερικανικά σύνορα.
Τι κι αν ορισμένα σημεία του ντοκιμαντέρ φαίνονται εξόφθαλμα σκηνοθετημένα, όσο κι αν ο Φάριερ αγωνίζεται να αποδείξει τη γνησιότητα της εμπειρίας που περιγράφει; Τι κι αν μεγάλα μέσα του εξωτερικού του την έχουν πέσει, καταλογίζοντάς του από ασέβεια προς τους ξένους πολιτισμούς μέχρι επιφανειακή και επιδερμική αντιμετώπιση των ευαίσθητων θεματικών του;
H επιλογή των ταξιδιών, το storyline και η κινηματογράφηση σε αφήνουν συχνά με το στόμα ανοιχτό να αναρωτιέσαι συνεχώς «πώς τα καταφέρνει – και πόσο τρελός είναι»; Μερικές μοναδικά άβολες στιγμές όπου ο Νεοζηλανδός μοιάζει να τα έχει βρει σκούρα ή να κινδυνεύει πραγματικά (κι ας γνωρίζεις φυσικά, ότι όλο αυτό έχει στηθεί μετά από εξαντλητική μελέτη, scouting και επιλογή χώρων, ανθρώπων και ιστοριών, ότι εν τέλει τίποτε από αυτό το μοντέρνο «Blair Witch Project» δεν είναι τοποθετημένο αυθόρμητα ή στην τύχη) προκαλούν ανατριχίλα, καθώς ταυτόχρονα σκέφτεσαι αν θα ήθελες να βρίσκεσαι εκεί και να βιώνεις αυτές τις απίστευτες καταστάσεις από κοντά.
Παίρνοντας μάλιστα θέση ως προς το «διά ταύτα», μετά το πέρας της κάθε αποστολής (και αφού πρώτα έχει επιτρέψει στους άμεσα εμπλεκόμενους να μιλήσουν ελεύθερα), καταλήγοντας δηλαδή στο αν η συγκίνηση που υποσχόταν το ταξίδι ήταν αυθεντική ή «μούφα», ο Φάριερ καταφέρνει να προσωποποιήσει το πρότζεκτ του στον υπερθετικό βαθμό και να γίνει η φωνή, το πρόσωπο, η έρευνα και η ψυχή του – γι' αυτό και οι όποιες ενστάσεις για τον χειρισμό και την αντιμετώπιση των θεμάτων του στρέφονται όλες πάνω του.
Οφείλω να παραδεχτώ ότι κατανόησα αυτές τις ενστάσεις καλύτερα στο κομμάτι των καθ' ημών, στο 5ο επεισόδιο δηλαδή, όπου ο τύπος επισκέπτεται τα κατεχόμενα της Κύπρου, θέλοντας, μεταξύ άλλων, σώνει και καλά να διεισδύσει στην «πόλη-φάντασμα» της Αμμοχώστου.
Κατευθείαν μου ήρθε στο μυαλό το κατηγορητήριο που είχε σχηματιστεί πρόσφατα εναντίον του ταξιδιωτικού section του Guardian, όταν ο βρετανικός μιντιακός κολοσσός πρότεινε οργανωμένες ξεναγήσεις στα κατεχόμενα και θεματικές τουρ στην «Ελλάδα της κρίσης», με ντόπιους που έχουν χτυπηθεί από αυτή. Ακραίο sensationalism και εκμετάλλευση θεμάτων που πονάνε; Μπορεί.
Πάντως, ο Φάριερ δεν είναι σίγουρα άλλος ένας travel blogger ή YouTuber που θέλει απλώς, γεμάτος ασέβεια, να καννιβαλίσει πάνω σε κουλτούρες, εξωτισμό και ανθρώπινο πόνο. Υπάρχει σοβαρότητα και ευγένεια κάτω από το προσωπείο του Γκούφι που φέρει, γνήσια δημοσιογραφική περιέργεια και ενδελεχής έρευνα στις ιστορίες που παρουσιάζει, οι οποίες, αν μη τι άλλο, ανοίγουν ένα παράθυρο σε γωνιές του κόσμου και καταστάσεις άγνωστες, αλλά σαφώς γοητευτικές.
σχόλια