Της Αλεξάνδρας Τζαβέλλα, από την Enet
Δεν είναι ώρα όμως για απολογισμό, αλλά για «κουντάχ χαβίζ». Στη διάλεκτο ουρντού σημαίνει «αντίο». Το ακούς στο αεροδρόμιο από εκατοντάδες Πακιστανούς κάθε εβδομάδα. Την Πέμπτη νωρίς το πρωί, έφυγαν 72 για τη Λαχώρη. Το μεσημέρι άλλοι 28 για Ισλαμαμπάντ, 23 Μπανγκλαντεσιανοί για την Ντάκα και 10 Ιρακινοί. Οι περισσότεροι δεν έχουν ξαναμπεί σε αεροπλάνο... Οι πιο ανυπόμονοι έχουν έρθει στο αεροδρόμιο 5 ώρες νωρίτερα. Εχουν στο πέτο τα διαβατήρια και τα καμαρώνουν σαν παρασημοφορημένοι στρατηγοί. Τα διαβατήρια και το «laissez-passer» είναι τα πρώτα και μοναδικά έγγραφα που τους παραχώρησε η ελληνική πολιτεία όταν αποφάσισαν ότι θα επιστρέψουν στην πρώτη πατρίδα τους. Πρώτη, γιατί -όπως λένε- «η Ελλάδα είναι η δεύτερη πατρίδα». Μέσος όρος ηλικίας τα 25 έτη...
* «Είχα ένα καλό αφεντικό, είχε παντρευτεί μια καλή μανούλα που με αγάπαγε. Στη Σπάρτη είχε μόνο 20 Πακιστανούς. Στη Λακωνία όμως πολλούς. Κάθε μέρα έπαιρνα 25 ευρώ για να μαζεύω τις ελιές, 22 ευρώ για έναν τόνο πορτοκάλια». Οταν ήρθε ο Μοασίν Αλί με τα πόδια από το Πακιστάν, μέσω Ιράν και Τουρκίας, περπατούσε 2 μήνες στο χιόνι. «Τότε ήμουν χαρούμενος»...
Μαρτυρίες
* «Συνέντευξη, παππού», φωνάζουν βλέποντας τον φωτογράφο. Ο φακός ζουμάρει στον γηραιότερο, τον Μοχάμαντ Σαντί. Θεωρείται παππούς στα 42 του! «Πέντε χρόνια εδώ, κάνει κρεμμύδια στο χωριό, στη Θήβα. Τώρα δεν έχει καθόλου δουλειά», μας λέει. Ζούσε σε μια γκαρσονιέρα μαζί με άλλους 5 μετανάστες. Συμπατριώτης του ο Κασίμ. Μόλις 5 μήνες στην Ελλάδα, αλλά μπορεί να συνεννοείται. Δούλευε σε χωριά της Κρήτης, μαζεύοντας ελιές. «Πακιστάν έχει μουστάκι. Κρήτη έχει μουστάκι. Κασίμ αρέσει Ελληνα, αλλά δεν έχει τι να κάνει», λέει. Το «αφεντικό» του τον φώναζε Αλί.
* «Για τα αφεντικά, είμαστε ο Αλί, ο Χασάν, ο Αχμέτ και ο Χουσεΐν», λέει ο Ανσέρ, 27 ετών από το Κασμίρ, και συνεχίζει: «Οχτώ χρόνια δουλεύω, 10 ο αδερφός μου. Εγώ έβγαζα 150 ευρώ την εβδομάδα. Τώρα 70. Αυτός τίποτα, εδώ και 4 χρόνια». Στις αποσκευές των περισσότερων, αμπαλαρισμένες κουβέρτες σε έντονα χρώματα. «Εχει κουβέρτες στο Πακιστάν. Εδώ όμως έχει ποικιλία».
* «Είχα ένα καλό αφεντικό, είχε παντρευτεί μια καλή μανούλα που με αγάπαγε. Στη Σπάρτη είχε μόνο 20 Πακιστανούς. Στη Λακωνία όμως πολλούς. Κάθε μέρα έπαιρνα 25 ευρώ για να μαζεύω τις ελιές, 22 ευρώ για έναν τόνο πορτοκάλια». Οταν ήρθε ο Μοασίν Αλί με τα πόδια από το Πακιστάν, μέσω Ιράν και Τουρκίας, περπατούσε 2 μήνες στο χιόνι. «Τότε ήμουν χαρούμενος»...
* «Τζάιγκα», φωνάζει στα μπενγκάλι ο Αμπντούλ από το Μπανγκλαντές, έπειτα από 7 χρόνια. Σημαίνει «φεύγουμε». Ηρθε από το Μπανγκλαντές, όπως και οι περισσότεροι: «Περπατώντας μέχρι Τουρκία. Από κει, λίγο πόδια, λίγο βάρκα»... Οι φίλοι του τον έβαλαν στη δουλειά. «Τι δουλειά;» τον ρωτάμε και απαριθμεί τα πιο γνωστά bar-restaurants του Κολωνακίου. Εκανε ό,τι έλεγε το «αφεντικό»: «Κουζίνα και κουβαλάς»... Το χειμώνα Κολωνάκι, το καλοκαίρι στη Μύκονο 3 μήνες συνεχόμενα, χωρίς ρεπό, 10 ώρες κάθε μέρα. «Τώρα το αφεντικό δεν πληρώνει. Μου λέει μετά, μετά, μετά. Δεν μου έδωσε 250 ευρώ. Τώρα, εγώ νεύρα. Εφυγα και δεν του μιλάω»...
* Αντίθετα, ο Κουρέμ Σαχζάντ θα στείλει sms στο αφεντικό του, όταν προσγειωθεί. Φεύγει για τη Λαχώρη, έπειτα από 5 χρόνια. «Τον αγαπούσα πολύ. Πολύ καλό αφεντικό. Ελεγαν εσύ, Κουρέμ, είσαι σαν οικογένεια. Αν είχα άδεια παραμονής και βίζα, θα ξαναγύριζα στην Αντίπαρο», λέει κοιτάζοντας στο κινητό τη φωτογραφία της Ούσμα. «Πέθανε η κόρη μας και η γυναίκα μου είναι μόνη. Είπα στο αφεντικό να κάνει χαρτιά για μένα, αλλά λέει ότι ο νόμος είναι σκληρός. Να γυρίσεις, Κουρέμ, για διακοπές, με είπε».
* «Είμαι 10 χρόνια εδώ, μαζί με τη γυναίκα μου. Δουλειά είχα. Λόγω της γυναίκας μου, που δεν είχε χαρτιά, φεύγω. Τα δικά μου λήξανε. Εχω τόσα χρόνια εδώ, με σταματάνε στο δρόμο και χάνω 4 ώρες, μου φωνάζουν μπροστά στα παιδιά». Ο Μοσίντ, Ιρακινός, δούλευε σε μία μεταφορική. «Κακοπληρωμένος», λέει. «Το παιδί έχει γεννηθεί εδώ. Τουλάχιστον στην πατρίδα δεν θα ψοφήσουμε από την πείνα»...
Εφτιαξαν οικογένειες
* Και ο Χάνες είναι οικογενειάρχης. Φεύγει από την Ελλάδα σήμερα, έπειτα από 25 χρόνια. Με δυσκολία διακρίνει κανείς την ξενική προφορά του. Οταν ήρθε, περπατώντας από το Ισλαμαμπάντ, ήταν 16 ετών. Φεύγει στα 41 με δύο παιδιά και τη σύζυγό του, Νάσμα. Παντρεύτηκαν στην Αθήνα. Πριν από λίγες ημέρες ξενοίκιασαν το σπίτι τους στον Βοτανικό και ο Χάνες είπε στο αφεντικό του ότι σταματάει από τη δουλειά. «Θα με φιλοξενήσει ο αδερφός μου στην αρχή. Κάτι θα κάνω με τη δουλειά. Εδώ δούλευα ως μεταφορέας και έπαιρνα 520 ευρώ. Το νοίκι ήταν 300 ευρώ, μου περίσσευαν 220. Τι να πρωτοκάνεις με αυτά; Γάλα να πάρεις; Πάνες; Δεν μπορούσα να μεγαλώσω τα παιδιά μου με αξιοπρέπεια. Σταμάτησα και τον Σατζέμπ από το σχολείο». Η Νάσμα ξαφνικά συννεφιάζει. Ο Σατζέμπ καταλαβαίνει ουρντού, αλλά μιλά ελάχιστα, πήγαινε σε ελληνικό νηπιαγωγείο και το βλέμμα του είναι συνεχώς στις αποσκευές. «Προσέχω το ποδήλατο», λέει. Ο μικρός αδερφός του, Ζαχέμπ, κοιμάται στο καρότσι. «Γεννήθηκαν εδώ και είναι ξένα. Δεν πήρα εγώ υπηκοότητα, θα πάρουν τα παιδάκια;»...
* «Εγώ μάζευα μακαρόνια», λέει ο Ισλάμ. Δούλευε στην κουζίνα αλυσίδας εστιατορίων με ιταλικό μενού. «Ελεγα στο αφεντικό να πληρώσει. Μου λέει: "Αν θέλεις, κάτσε, αν θέλεις, φύγε"... Γυρνούσα χωρίς λεφτά και φοβόμουν κιόλας. Πριν ήτανε καλά εδώ. Είμαι παντρεμένος, πήγα 2-3 φορές να δω τη γυναίκα μου. Πάω τώρα να κάνω παιδιά. Τι να κάνω; Τζάμπα θα πεθάνω εδώ. Δεν έχει χαρτιά, δεν μπορεί να στείλει πατρίδα λεφτά»...
«Αμπκασαφέρ κατσάρ γκουσρέ», λοιπόν, στο εργατικό δυναμικό, στους φίλους, που αυτή η χώρα έχασε χωρίς να αξιοποιήσει. Στα ελληνικά; «Καλό ταξίδι»...
«Χωρίς χαρτιά είναι σαν να μην υπάρχουν»
«Δεν είναι η Χρυσή Αυγή η αιτία που φεύγουν, σε καμία περίπτωση. Αυτοί έχουν ζήσει πόλεμο, σιγά μη φύγουν για τη Χρυσή Αυγή...»
Φορά λινό κοστούμι, ένα νούμερο μεγαλύτερο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Ο Πάνο Ακόν δούλευε στην Αθήνα ως ράφτης.
«Το αφεντικό τώρα δεν πληρώνει. Και φοβάσαι χωρίς χαρτιά. Κλεισμένος στο σπίτι όλη μέρα. Κατάλαβες;». Σε αυτά προστίθεται ο φόβος για τη Χρυσή Αυγή. «Δεν είναι η Χρυσή Αυγή η αιτία που φεύγουν, σε καμία περίπτωση. Αυτοί έχουν ζήσει πόλεμο, σιγά μη φύγουν για τη Χρυσή Αυγή. Οταν η χώρα στην οποία μένεις βυθίζεται επειδή λιώνουν οι πάγοι, τι θα κάνεις; Θα φύγεις και θα πας αλλού», λέει ο Δανιήλ Εσδράς, επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης στην Ελλάδα, ο οποίος αναλαμβάνει την ασφαλή και αξιοπρεπή επιστροφή των μεταναστών στην πατρίδα τους, εφ' όσον οι ίδιοι το επιθυμούν.
«Αυτοί δεν έχουν κανένα χαρτί. Σαν να μην υπάρχουν. Τώρα που τα σύνορα από Πάτρα -Ηγουμενίτσα έχουν κλείσει και δεν υπάρχουν δουλειές, έχουν δεκαπλασιαστεί οι αιτήσεις για επαναπατρισμό. Εχουν τεθεί κάποιες προτεραιότητες από την ελληνική κυβέρνηση, να φεύγουν όσοι είναι από Αφγανιστάν, Πακιστάν, Μπανγκλαντές και Ιράκ. Σε δεύτερο χρόνο, όσοι είναι από αφρικανικές χώρες», συμπληρώνει ο κ. Εσδράς.
Η διαδικασία
Το 75% των χρημάτων για τις μεταφορές καλύπτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Τα υπόλοιπα είναι χρήματα του ελληνικού κράτους, τα οποία προορίζονται για όλες τις επιστροφές, και για τις απελάσεις και για τον εθελοντικό επαναπατρισμό. Χρηματοδοτούμε και μαζεύουμε τις αποδείξεις. Το κόστος του προγράμματος επιστροφών φέτος είναι 10 εκατ. ευρώ», δηλώνει ο κ. Εσδράς. «Από τον Αύγουστο του 2012 μέχρι τον Ιούνιο του 2013 υπολογίζουμε ότι περίπου 9.000 άτομα θα έχουν επαναπατριστεί. Η ζήτηση είναι μεγάλη», συνεχίζει ο ίδιος.
«Αν έχουν άδεια παραμονής στη χώρα, δεν είναι επιλέξιμοι για το πρόγραμμα επιστροφής. Καταγράφουμε το όνομα, τους παίρνουμε φωτογραφία. Αν δεν έχουν έγγραφο, πάνε στην πρεσβεία. Τους δίνουμε το χαρτί, που λέει ότι εγγράφηκαν στο ΔΟΜ. Χρησιμεύει ως προσωρινή ταυτότητα, ώστε αν γίνει έλεγχος, να αφεθούν. Ακολουθούν δακτυλικά αποτυπώματα στην αστυνομία, προκειμένου να αποδειχτεί ότι δεν διώκονται και δεν φυγοδικούν. Αγοράζεται το εισιτήριό τους, γίνεται pre- departure πληροφόρηση. Δεν ξέρουν ότι τρως δωρεάν στο αεροπλάνο. Πριν φύγουν, τους δίνουμε 300 ευρώ. Για να έρθουν, έχουν πληρώσει τα δεκαπλάσια στο διακινητή», μας λέει ο κ. Εσδράς.
Περίπου 12.000 ευρώ κόστισε στον Μουσταφά ο ερχομός πριν από 4 χρόνια. Από αυτά, 3.000 ευρώ πήγαν «σε έναν student Τούρκο, που έμεινα σπίτι του για ένα βράδυ. Και μετά Αθήνα. Δύο χρόνια Ομόνοια, δύο χρόνια Χαλκίδα. Τώρα δεν έχει δουλειά». Ανάμεσα στις φωτογραφίες που θα δείξει στα αδέρφια του, είναι και αυτή που σέρνει ένα καρότσι σουπερμάρκετ γεμάτο σίδερα.
σχόλια