Τη νύχτα του σεισμού είχα πάει στη Ζάκυνθο να δω τη μάνα μου. Πλησιάζει τα 80, είναι μόνη.
Δεν πρέπει να είχε περάσει πολλή ώρα, αφότου έκλεισα το φως, θα ήταν 1, που ένα δυνατό κούνημα με τρανταξε. Εκ των υστέρων, έμαθα ότι ήταν 5,1 Ρίχτερ.
Κανείς δεν έδωσε σημασία. Είμαστε μαθημένοι όλοι στο νησί. Αμέτηρητοι σεισμοί. Και η μνήμη του ’53― μεγάλωσα με αφηγήσεις θαμένων σε ερείπια, πυρκαγιά, χάσματα, αντίσκηνα.
Και μετά, ήρθε ο κύριος.
Πάντα με το σεισμό, περιμένεις να δεις. Θα εξελιχθεί ή θα ξεθυμάνει; Είναι ποντίκι που βρυχάται ή θα μάς καταπιεί;
Στην αρχή υπήρχε ένα τράνταγμα -ως εδώ καλά. Μετά το κρεββάτι άρχισε να πηγαίνει σα βάρκα- το πράγμα σοβάρεψε. Τέλος, άρχισε ο χαλασμός. Κάτι ανεξέλεγκτο, αναντίστοιχο με όσους σεισμούς θυμάμαι τα τελευταία χρόνια, ξεθεμελιωτικό - που επιτάθηκε από τη διακοπή του ηλεκτρικού, ένα εκκωφαντικό τρίξιμο που έβγαινε δεν ξέρω από τι (σαν ξύλα που σπάνε) και γυαλικά που πέφτανε και σπάγανε στο σκοτάδι.
Σηκώθηκα αλαφιασμένος να πάω στο δωμάτιο της μάνας μου. Να την προστατεύσω, χωρίς να ξέρω πώς. Είχε σηκωθεί αλαλιασμένη και φώναζε «Ω! παιδάκι μου!». Προσπάθησα να την αγκαλιάσω αλλά ένα νέο, βίαιο κούνημα με έριξε στον τοίχο.
Έχω ζήσει πολλούς σεισμούς και είμαι πάντα ψύχραιμος. Στο σεισμό του ’81 στην Αθήνα ήμουν μέσα στο κινηματογράφο Studio («Το τελευταίο δείπνο» του Γκουτιέρεζ Αλέα) και ήμουν αυτός (αργότερα απόρησα με τον εαυτό μου) που όταν σηκώθηκε το πλήθος αλλόφρον να τρέχει κλωτσοπατιναδόν στην έξοδο, τους φώναζα «Μη τρέχετε, μη φοβάστε, θα περάσει» (!!). Στο σεισμό του ’99, ο Πολιτάκης επιτήδεια και σβέλτα πήγε να χωθεί κάτω από το γραφείο μου, ενώ εγώ τον παρακολουθούσα ειρωνικά, υπεράνω.
Ποτέ δεν ένιωσα το αίσθημα το προχθεσινό: ότι αυτό είναι, τετέλεσται, ιδού, ανοίγει σαν κραμπί το ταβάνι και αποχαιρετάμε τα εγκόσμια.
Φοβήθηκα πολύ- σκορσάρισα, όπως λέμε στο νησί μου.
Με το φως του κινητού ντυθήκαμε όπως-όπως. Πηδώντας πάνω απ΄τα γυαλιά βγήκα στο μπαλκόνι, αρχικά. Στο απόλυτο σκοτάδι και κάτω από το δυνατό φως του γεμάτου φεγγαριού (σαν πανσέληνος), άνθρωποι έβγαιναν δίχως φωνές, με τον ύπνο ακόμη πάνω τους, έμπαιναν βουβά στα αμάξια τους κι έφευγαν.
Κατεβήκαμε στο δρόμο. Μιλήσαμε με γείτονες. Είδα δυο που είχα να συναντήσω χρόνια. Έντρομοι και συγκρατημένοι. Έλεγε ο καθένας τι έπαθε. Τι έσπασε. Τι άραγε πρόκειται να γίνει.
Μπήκα στο κινητό να δω πληροφορίες, νομίζοντας ότι ο σεισμός έγινε 5 λεπτά πριν, ενώ είχαν περάσει 40. Από τον τρόμο, είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Ανεβήκαμε πάλι, ανάψαμε κεριά, και κάτσαμε στην κουζίνα, μετρώντας αλλεπάλληλους μετασεισμούς. Κοιμηθήκαμε με τα ρούχα και τα παπούτσια, εξαντλημένοι.
Ίσως η νύχτα, ίσως το γεγονός ότι το επίκεντρο ήταν εκεί, επέτειναν την φρίκη του σεισμού αυτού. Ήταν πάντως, ο χειρότερος που έχω ζήσει.
Την άλλη μέρα, στο σπίτι δεν βρήκα ούτε μια ρωγμή. Ούτε τα διπλανά είχαν. Τα παλιά παθήματα έχουν μάθει τους ζακυνθινούς να κάνουν τα κτίρια τούρμπο. Όλο μπετόν.
Στο λιμάνι, ένα χάσμα βαθύ. Όλοι στο πλοίο περιέγραφαν σκηνές. «Κουνήθηκες τζόγια μου;» το γύρισαν τελικά στη πλάκα.
Θα περάσει, πέρασε κι αυτό…
σχόλια