Στις ευρωπαϊκές εκλογές αποτυπώθηκαν οι διαφορετικοί κοινωνικοί και πολιτισμικοί κόσμοι που έχουν σχηματιστεί τα τελευταία χρόνια. Η παλιά τάξη συρρικνώνεται, οι κληρονομημένες ιστορικές ταυτότητες χάνουν έδαφος. Δεν είναι όμως ένας ο νικητής. Δεν είναι ένα κύμα λαϊκισμού που αμφισβητεί τα οχυρά της θεσμικής δεξιάς και της συμβατικής αριστεράς αλλά πολυποίκιλες δυνάμεις που κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Από τη μια, η διαμαρτυρία των πληβείων και ενός τμήματος της μεσαίας τάξης βρίσκει κανάλια έκφρασης μέσα από μια παρδαλή ριζοσπαστική δεξιά και κάποιες ισχυρές προσωπικότητές της. Από την άλλη, η ανασύνθεση των μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων και καινούργιες αναζητήσεις στρέφονται σε οικολογικούς και φιλελεύθερους σχηματισμούς. Από το ένα μέρος, η προστασία συγκεκριμένων τρόπων ζωής και η επιθετικότητα απέναντι σε ό,τι φαντάζει «διαλυτικό». Από το άλλο, η κλίμακα των φιλελεύθερων αξιών και η υπεράσπιση του φιλόδοξου ευρωπαϊκού σχεδίου, αλλά με αλλαγές στη σύστασή του.
Η Ελλάδα, από αυτή την άποψη, κινείται σε έναν δικό της χρόνο. Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα (που ουσιαστικά έχει διαδεχτεί τον ΣΥΡΙΖΑ κι ας διατηρεί ακόμα την ίδια ονομασία) δανείστηκε πολλά στοιχεία και από τα δύο σύμπαντα. Η καμπάνια του αγκιστρώθηκε στο επιθετικό λαϊκιστικό δίπολο ελίτ ή λαός, λίγοι ή πολλοί, διεφθαρμένοι και καθαροί. Παράλληλα, όμως, αλίευσε και από τις άλλες περιοχές, ανατρέχοντας σε επιμέρους δικαιωματικά και θέματα της ανοιχτής κοινωνίας. Όλα αυτά, ωστόσο, γλίστρησαν κάτω από έναν αρχηγισμό με αιχμή το άμεσο όφελος, τις παροχές και τις διευκολύνσεις.
Αποδοκιμάστηκε έντονα η ιδιότυπη αδηφαγία του ΣΥΡΙΖΑ να μιλά όλες τις γλώσσες και να τσιμπά απ' όλα τα δόγματα. Σε όλη την Ευρώπη, είπαμε, υπάρχουν τάσεις είτε προς την αστική δημοκρατική ανασύνθεση (πράσινες, σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες πολιτικές) είτε προς τον εθνικιστικό ριζοσπαστισμό (Σαλβίνι, Όρμπαν κ.λπ.). Στη δική μας περίπτωση ζήσαμε μια πρωτοφανή προσπάθεια ενσωμάτωσης όλων αυτών στο ίδιο πλαίσιο. Τα σύμβολα της ιστορικής αριστερής ρωμιοσύνης εναλλάχθηκαν με ωμότητα με πολιτικές των δικαιωμάτων, αντινεοφιλελεύθερη θεωρία, λεκτική απανθρωπιά.
Οι ομάδες προσεγγίστηκαν ως ωφελούμενοι κάποιου προγράμματος, που όφειλαν με τη σειρά τους να χρωστούν ευγνωμοσύνη στην εξουσία και στον ίδιο τον δωρητή πρωθυπουργό. Το κοινωνικό κράτος μεταφράστηκε έτσι σε μια σχέση παρόχου και αδύναμου πελάτη ‒ είτε μιλούμε για συνταξιούχους, είτε για τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, είτε για τους μαθητές Λυκείου κ.λπ. Συνθήματα εθνικιστικά (όπως η διαρκής καταγγελία του Μάνφρεντ Βέμπερ και εμμέσως του Μητσοτάκη ως ανθελλήνων) συνυπήρξαν με τον διεθνισμό των Πρεσπών, τα δικαιώματα με τη ρητορική για τις σάπιες ελίτ και τη φυλάκισή τους. Η cultural left συρράφτηκε πρόχειρα με το ήθος Πολάκη και τη συνεχή πια μίμηση των παλαιοπαπανδρεϊκών αξάν στις προεκλογικές ομιλίες του Αλέξη Τσίπρα.
Αυτό τώρα ηττήθηκε. Ηττήθηκε η παρδαλή κατάσταση που μερικοί παρατηρητές ονόμασαν κόμμα εν κινήσει. Κάτι που στην Ευρώπη θα ήταν και Σαλβίνι και Δημοκρατικό Κόμμα και Πράσινοι (πουθενά όμως δεν θα το δούμε να κατεβαίνει ως ενιαία παράταξη), εδώ πήγε να γίνει μια ευέλικτη πολιτική ευκαιριών. Έχουμε, λοιπόν, τη μεγάλη πρόσκρουση στον τοίχο της πραγματικότητας. Είναι, μάλιστα, η κίνηση των πολλών που έφερε αυτή την ήττα. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες οι πολλοί είναι απλώς η εκλογική πλειοψηφία. Και στην απόφαση αυτής της πλειοψηφίας να μην αποδεχτεί τη θέση της στο δίλημμα «πολλοί εναντίον λίγων», «λαός εναντίον ελίτ» κρύβεται, νομίζω, το ξεχωριστό ενδιαφέρον της περασμένης Κυριακής.
Η δική μου αίσθηση είναι ότι αυτό που απορρίφθηκε δεν ήταν κάποια κρούσματα αλαζονείας ή κάποια πρόσωπα και ένα στυλ δημόσιου λόγου. Ούτε ήταν απλώς πλευρές μιας φορολογικής πολιτικής ή άλλων ενοχλητικών πλευρών της κυβερνητικής πολιτικής. Υπήρχαν, μην ξεχνάμε, και πολλές άλλες πλευρές βολικές και πάντως όχι ιδιαίτερα οχληρές. Αποδοκιμάστηκε έντονα η ιδιότυπη αδηφαγία του ΣΥΡΙΖΑ να μιλά όλες τις γλώσσες και να τσιμπά απ' όλα τα δόγματα. Σε όλη την Ευρώπη, είπαμε, υπάρχουν τάσεις είτε προς την αστική δημοκρατική ανασύνθεση (πράσινες, σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες πολιτικές) είτε προς τον εθνικιστικό ριζοσπαστισμό (Σαλβίνι, Όρμπαν κ.λπ.). Στη δική μας περίπτωση ζήσαμε μια πρωτοφανή προσπάθεια ενσωμάτωσης όλων αυτών στο ίδιο πλαίσιο. Τα σύμβολα της ιστορικής αριστερής ρωμιοσύνης εναλλάχθηκαν με ωμότητα με πολιτικές των δικαιωμάτων, αντινεοφιλελεύθερη θεωρία, λεκτική απανθρωπιά.
Οι πολλοί ένιωσαν εν τέλει ότι αυτή η εξουσία που τους εγκωμιάζει και τους δίνει μετ' επιτάσεως δώρα δεν στέκεται κάπου. Κάποιος που θέλει να είναι τόσο πολλά πράγματα την ίδια στιγμή παύει να εμπνέει εμπιστοσύνη. Χαρακτηριστικό ήταν εδώ το σποτάκι με τις προσωπικότητες και τις στιγμές της ελληνικής Ιστορίας όπου εμφανίστηκαν ως γενεαλογικές αναφορές οι πιο αντίθετες στιγμές της αστικής και αντιαστικής Ελλάδας. Και τώρα έρχεται όντως ένας κίνδυνος. Όχι όμως με την αστεία και χοντροκομμένη μορφή που έχει πάρει στα φιλοκυβερνητικά μέσα (παρακράτος, ξερονήσια, Πινοτσέτ κ.λπ.) αλλά ως πρόβλημα προσανατολισμού της πολιτικής στις κοινωνίες της ανασφάλειας. Ο δεξιός κίνδυνος έρχεται από τα κάτω, από μια νέα κοινωνική ζήτηση για υπαρξιακές βεβαιότητες. Δεν είναι ο Άδωνις, ο Βορίδης ή όποιος άλλος εικονογραφεί την κακή δεξιά στη φαντασία των Ελλήνων αριστερών ψηφοφόρων.
Συνθήματα εθνικιστικά (όπως η διαρκής καταγγελία του Μάνφρεντ Βέμπερ και εμμέσως του Μητσοτάκη ως ανθελλήνων) συνυπήρξαν με τον διεθνισμό των Πρεσπών, τα δικαιώματα με τη ρητορική για τις σάπιες ελίτ και τη φυλάκισή τους. Η cultural left συρράφτηκε πρόχειρα με το ήθος Πολάκη και τη συνεχή πια μίμηση των παλαιοπαπανδρεϊκών αξάν στις προεκλογικές ομιλίες του Αλέξη Τσίπρα.
Ξαναπάω, λοιπόν, στα ευρωπαϊκά. Είναι προφανές πως υπάρχουν κυματισμοί και απειλές. Περισσότερο η απειλή των τριβών και της ασυνεννόητης αστάθειας και τελικά της αδρανοποίησης στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Υπάρχουν φαντασμαγορικοί λαϊκισμοί και απεχθείς ρατσισμοί και νεοφασισμοί που μπορούν να δηλητηριάσουν τη ζωή σε μια δημοκρατική χώρα. Πώς κουμπώνει η δική μας περιπέτεια –εν αναμονή των καλοκαιρινών εκλογών πια‒ στη σύνθετη ευρωπαϊκή χορογραφία; Μπορεί να υπάρξουν εναλλακτικές ανάμεσα στην ήττα του «αριστερού λαϊκισμού» και στους Πατούληδες και άλλους Τζιτζικώστες που παρεπιδημούν στην ελληνική συντηρητική παράταξη;
Αυτό, φυσικά, είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί μετά τις εκλογές, και μάλιστα σε κάποιο βάθος χρόνου. Η δική μου απάντηση ίσως να μην ενδιαφέρει άλλωστε. Η μοναδική βεβαιότητα που έχουμε είναι ότι οι πολιτικές και πολιτισμικές μεταλλαγές συνεχίζονται και καμία κανονικότητα δεν θα είναι «όπως πριν». Το «όπως παλιά» ή το «σαν άλλοτε» έχουν χαθεί οριστικά και γι αυτό μάλλον φυτρώνουν παντού τερατώδεις και γραφικές απομιμήσεις τους.
σχόλια