Η 26η Απριλίου του 1986 έχει χαραχτεί στη μνήμη όλων. Στον Πυρηνικό Σταθμό Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ της Σοβιετικής Ένωσης ο τέταρτος αντιδραστήρας εκρήγνυται, με αποτέλεσμα να εκλυθεί τεράστια ποσότητα ραδιενεργής ουσίας σε όλη την περιοχή.
Μέσα στις επόμενες μέρες σήμανε συναγερμός σε όλο τον κόσμο, με τις Αρχές να απαγορεύουν στους πολίτες να καταναλώνουν φρούτα και λαχανικά, λόγω μόλυνσης του εδάφους. Μπορεί η Ελλάδα να βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, ωστόσο οι προειδοποιήσεις δεν άργησαν να φτάσουν κι εδώ.
Στη χώρα μας, μόνο εκείνη τη χρονιά, σύμφωνα με την Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, 2.500 κυήσεις διακόπηκαν – οι γυναίκες, φοβούμενες πως τα παιδιά που θα έρχονταν στον κόσμο θα είχαν επηρεαστεί από την πυρηνική ακτινοβολία, προχώρησαν σε έκτρωση.
Μία από τις εγκυμονούσες κατά τη διάρκεια του πυρηνικού ατυχήματος ήταν και η μητέρα του Βαγγέλη Χατζή, η οποία αποφάσισε να κρατήσει το παιδί. Το μωρό γεννήθηκε, αλλά μόλις τρεις μετά διαγνώστηκε με κακοήθη όγκο.
Ο Βαγγέλης έχει καταφέρει να γίνει, παρά την αναπηρία του, ένας από τους καλύτερους μποξέρ της χώρας, ενώ, ταυτόχρονα, αποτελεί τον μικρότερο σε ηλικία προπονητή της ομάδας μποξ της ΑΕΚ.
Όπως τους ενημέρωσαν οι γιατροί, το καρκίνωμα κατά πάσα πιθανότητα οφειλόταν στην ακτινοβολία που δέχτηκε το έμβρυο όσο βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του, μάλλον μέσω φαγητού που μολύνθηκε από τη βροχή. Πρόκειται για ένα από τα χιλιάδες θύματα του Τσερνόμπιλ παγκοσμίως.
Κρίθηκε αναγκαία η εγχείρηση για την αφαίρεση του όγκου. Για να αποσοβηθεί κίνδυνος να χάσει τη ζωή του, οι γιατροί έπρεπε να του κόψουν το μισό δεξί του χέρι. Όλα πήγαν καλά τελικά.
Σήμερα, 32 χρόνια μετά, ο Βαγγέλης έχει καταφέρει να γίνει, παρά την αναπηρία του, ένας από τους καλύτερους μποξέρ της χώρας, ενώ, ταυτόχρονα, αποτελεί τον μικρότερο σε ηλικία προπονητή της ομάδας μποξ της ΑΕΚ.
Τον συναντήσαμε στο Golden Corner στην Καλλιθέα, εκεί όπου περνάει αρκετές ώρες κάθε μέρα υπό το βλέμμα του προπονητή του Νίκου Γιδάκου. Οι προπονήσεις είναι εντατικές, καθώς αυτή την περίοδο προσπαθεί να επανέλθει μετά από έναν πολύ σοβαρό τραυματισμό που τον άφησε ουσιαστικά εκτός δράσης για περίπου 3 χρόνια.
Η βιοψία έδειξε τραυματισμό στον υπερακάνθιο τένοντα στον αριστερό του ώμο. Ο λόγος; Υπέρχρηση. «Ό,τι κάνεις εσύ με τα δύο χέρια, εγώ πρέπει να το κάνω με το ένα. Δέκα χρόνια με προπονήσεις 6 ώρες καθημερινά. Δεν άντεξε» εξηγεί ο ίδιος.
Ο Βαγγέλης Χατζής αποτελεί τον έναν και μοναδικό μονόχειρα μποξέρ παγκοσμίως και τον τρίτο στα μαχητικά σπορ, με τους άλλους δύο να αγωνίζονται στο Mai Tai και στο MMA. Όλα αυτά τα χρόνια, λοιπόν, έχει μάθει να αγωνίζεται κόντρα σε αρτιμελείς. «Εμένα δεν μου φαίνεται διαφορετικό, γιατί πάντα έκανα προπονήσεις έτσι, πάντα αγωνιζόμουν μαζί τους. Δεν είδα καμιά αλλαγή».
Ένα από τα τελευταία του «θύματα» είναι ο Βόσνιος Mirko Zdralo. Μπορεί οι Βαλκάνιοι να είναι σκληροί, κατά τον ίδιο, όμως, κι εμείς «δεν πάμε πίσω».
Ο Βαγγέλης ήδη από την αρχή της καριέρας του έμαθε να ζει σε σκληρά περιβάλλοντα. Τα πρώτα του βήματα στο μποξ τα έκανε στο Νότιγχαμ, «μάνα» πολλών παγκόσμιων πρωταθλητών, αλλά και μία από τις πιο σκληρές πόλεις της Βρετανίας, με την εγκληματικότητα να σπάει ρεκόρ.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τα τελευταία στοιχεία της Βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το κυρίως βιομηχανικό Νότιγχαμ είναι η πιο φτωχή πόλη στη χώρα, με το μέσο εισόδημα των κατοίκων της να ανέρχεται στα 12.649 ευρώ, 5.000 ευρώ λιγότερα από τον μέσο εθνικό όρο.
Από την Ελλάδα έφυγε σε ηλικία μόλις 21 ετών εξαιτίας προσωπικών προβλημάτων. Όσο δούλευε εκεί, άρχισε να μπαίνει στα γυμναστήρια. Σε μια του επίσκεψη τον προσέγγισε ο Τόνι και τον προέτρεψε να ξεκινήσει το μποξ. Το δοκίμασε και του άρεσε. Ο Τόνι θα έγινε ο πρώτος του προπονητής.
Μικρός στην Ελλάδα, όντας ένα «όχι και τόσο ήρεμο παιδί», είχε ασχοληθεί με την πάλη και την κολύμβηση – κανένα από τα δύο αθλήματα δεν τον κέρδισαν.
Η κατάσταση που αντιμετώπισε δεν ήταν ιδιαίτερα φιλική. «Εκεί είναι κάπως γκετοποιημένα τα πράγματα. Οι Άγγλοι με τους Άγγλους, οι μαύροι με τους μαύρους και οι ξένοι με τους ξένους. Υπήρχε ανταγωνισμός μέσα στην προπόνηση και στο γυμναστήριο. Εκεί μέσα ήταν "ο θάνατός μου, η ζωή σου"» εξηγεί ο Βαγγέλης. «Βέβαια, αυτό αποδείχτηκε καλύτερο, γιατί σε θωρακίζει γενικότερα και όταν μπορείς και ανταποκρίνεσαι σε τέτοιου είδους απαιτήσεις και συνθήκες, όλα τα άλλα σου φαίνονται πολύ πιο εύκολα».
Κατά τη διάρκεια της προπόνησης, μιλάει στον προπονητή του μόνο στον πληθυντικό, αν και φαίνονται συνομήλικοι. «Μεγάλωσα στα Λιόσια. Όταν ήμασταν μικροί, μιλούσαμε στους μεγαλύτερούς μας πάντα στον πληθυντικό, ακόμη και στην πλατεία όπου καθόμασταν. Σήμερα τα νέα παιδιά δεν το έχουν αυτό. Θέλω να μάθω στα παιδιά μου να σέβονται και μετά όλα τα άλλα» σημειώνει.
Από την πρώτη στιγμή της επιστροφής του από την Αγγλία άρχισε να προπονεί νέους, και όχι μόνο αθλητές μποξ. Μπορεί το επίπεδο εδώ να μην ίδιο με εκείνο στο μεγάλο νησί, ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, τα πράγματα πηγαίνουν όλο και καλύτερα.
Για τον ίδιο η μαγεία του παιχνιδιού δεν κρύβεται μόνο στα λακτίσματα και στο ξύλο. «Είμαι πολύ χαρούμενος γιατί όλοι οι αθλητές μου είναι καλά παιδιά. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει περισσότερο. Το άθλημα τους βοηθάει να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι. Τι να το κάνω αν έχω έναν παγκόσμιο πρωταθλητή που είναι παλιόπαιδο! Δεν είναι αυτή η ουσία, αλλά το αθλητικό πνεύμα, ο σεβασμός στον αντίπαλο».
Η κύρια πηγή εσόδων του είναι η προπονητική, καθώς διδάσκει μποξ σε περισσότερα από 10 παιδιά, μεταξύ των οποίων και ένα 14χρονο κορίτσι, το οποίο «κάνει για 10 αγόρια».
«Άλλο το να είσαι παίκτης και άλλο προπονητής. Όταν είσαι μποξέρ ξέρεις τον εαυτό σου, επικεντρώνεσαι περισσότερο σ' εσένα, όταν, όμως, παίρνεις τον ρόλο του προπονητή πρέπει να διαχειρίζεσαι την ψυχολογία των παιδιών, να βλέπεις τις ανάγκες τους, οι οποίες είναι συνήθως διαφορετικές».
Δεν σταματάει, όμως, να αγωνίζεται, όταν το ματς ανταποκρίνεται στα στάνταρ του. Η ζωή στο μποξ είναι δύσκολη, καθώς στήριξη από το κράτος δεν υπάρχει, ενώ τα μόνα έσοδα έρχονται μόνο από χορηγούς.
Έχει πολύ λίγο ελεύθερο χρόνο κι αυτόν θέλει να τον περνάει μαγειρεύοντας –ξέρει να κάνει τα πάντα– και ακούγοντας μουσική, από reggae μέχρι Στράτο Διονυσίου και Στέλιο Καζαντζίδη.
«Με ό,τι ασχολείται ο άνθρωπος καλό είναι. Με την τέχνη, το θέατρο, τη ζωγραφική, τον αθλητισμό. Εμένα η μοίρα μου το είχε να ασχοληθώ με το μποξ. Αν δεν πάω στο γυμναστήριο, αν δεν δω τα παιδιά μου, νιώθω ένα κενό μέσα μου. Νιώθω πως κάτι δεν πάει καλά».
Η κόρνα της προπόνησης χτυπά. Πρέπει να μπει στο τερέν για προθέρμανση. Η κουβέντα διακόπτεται. Εμείς φεύγουμε, εκείνος όμως έχει να περάσει πολλές ακόμα ώρες στο γυμναστήριο.
σχόλια