Όλοι απορούν γιατί τόση εκτεταμένη διαφθορά τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός πως ουδέποτε η ελληνική πολιτική ζωή είχε ξεπέσει τόσο πολύ. Το πράγμα είναι περίπλοκο, αλλά ας προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε κάπως συνοπτικά. Γιατί η μεταπολιτευτική πολιτική ηγεσία έχει τόσο μειωμένη πολιτική ηθική; Αυτό είναι το ερώτημα.
Η απάντηση θα πρέπει ασφαλώς να αναζητηθεί στον τομέα της ιδεολογίας. Κάτι άλλαξε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, τόσο στον τρόπο που κανείς γίνεται πολιτικός όσο και στις ιδέες που αυτός ο πολιτικός κουβαλάει μαζί του.
Πρώτα ο τρόπος: είναι γεγονός πως ο πολιτικός σήμερα είναι συνήθως προϊόν ενός κομματικού σωλήνα. Δεν είναι, δηλαδή, ο άνθρωπος που ξεχωρίζει στον κοινωνικό του χώρο ή στην περιφέρειά του, αλλά ο άνθρωπος που εκφράζει τον κομματικό μηχανισμό. Ο παλαιός πολιτικός ήταν συνήθως είτε κάποιος ευπατρίδης της επαρχίας, είτε κάποιος γνωστός επιστήμονας ή λόγιος. Τα πολιτικά κόμματα ήταν τότε συνασπισμοί προσωπικοτήτων και όχι κόμματα «αρχών», όπως τα λένε σήμερα, κατ' ευφημισμόν φυσικά. Ράλλης, Παπαληγούρας, Κανελλόπουλος, Τσάτσος, Μαύρος, Παπανδρέου, Καρτάλης ή Βενιζέλος - όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι κύρους. Επ' ουδενί ένας τέτοιος πολιτικός δεν ήταν δυνατόν να πέσει χαμηλά, να κλέβει και να πλουτίζει προκλητικά. Όλα αυτά ήταν αδιανόητα για την κοινωνική του θέση.
Οι πολιτικοί της περιόδου αυτής, άνθρωποι του κομματικού σωλήνα, με σαφώς αδύνατη εθνική συνείδηση, επέπεσαν πάνω στα πλεονεκτήματα της εξουσίας, χωρίς να έχουν καμία αναστολή, κοινωνικού ή ιδεολογικού τύπου. Και κάπως έτσι, το να πλουτίζεις από την ένταξή σου στην πολιτική και από εισπράκτορας στα τρόλεϊ να γίνεσαι μέσα σε μια νύχτα υπουργός ήταν μοιραίο να σημαίνει ταυτόχρονα και προκλητικό πλουτισμό, βίλες, παρίσια και λιμουζίνες και κότερα, όλα αυτά στο όνομα φυσικά της δημοκρατίας και της ιδεολογίας «ο λαός στην εξουσία».
Αλλά δεν είναι μόνον ο τρόπος ένταξης στην πολιτική που άλλαξε. Είναι και η ιδεολογία που άλλαξε επίσης. Ο αστικός πολιτικός κόσμος πριν την μεταπολίτευση είχε θητεύσει στο κλίμα ενός καθαρού εθνικισμού, στο κλίμα των πατριωτικών παραδόσεων που έδιναν περιεχόμενο τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην εν γένει κοινωνική ζωή. Προείχε πάντα, έστω και στα λόγια, η ιδέα της εξυπηρέτησης ενός σαφώς προσδιορισμένου εθνικού στόχου - η νίκη εναντίον του φασισμού, εναντίον του κομμουνισμού, η πορεία της Ελλάδας προς τη Δύση, ο στόχος της ευημερίας και της ανάπτυξης μιας φτωχής πλην τίμιας Ελλάδας.
Αντίθετα, μετά την πτώση της χούντας -ίσως και εξαιτίας της, καθότι η χούντα απαξίωσε όλο το ιδεολογικό οπλοστάσιο του εθνικιστικού και πατριωτικού λόγου-προείχε όχι η υπεράσπιση κάποιας εθνικής ιδέας, αλλά η λογική του να καταληφθεί το κράτος ενόψει μιας αναδιανομής οικονομικής. Ο κόσμος που είχε χάσει τον Εμφύλιο και είχε αποκλειστεί από τα αξιώματα αναζητούσε μιαν αποκατάσταση άνευ όρων. Έτσι, οι χαμένοι του Εμφυλίου πήραν την εκδίκησή τους, μεταπολιτευτικά.
Αυτή η παλινόρθωση, όμως, έγινε μέσω μιας ιδεολογίας που αποθέωνε οτιδήποτε υλικό μέσω μιας προσήλωσης στη λογική της απόκτησης, η οποία συνδέθηκε με τον στείρο οικονομισμό της εν γένει Αριστεράς.
Έτσι, οι πολιτικοί της περιόδου αυτής, άνθρωποι του κομματικού σωλήνα, με σαφώς αδύνατη εθνική συνείδηση, επέπεσαν πάνω στα πλεονεκτήματα της εξουσίας, χωρίς να έχουν καμία αναστολή, κοινωνικού ή ιδεολογικού τύπου. Και κάπως έτσι, το να πλουτίζεις από την ένταξή σου στην πολιτική και από εισπράκτορας στα τρόλεϊ να γίνεσαι μέσα σε μια νύχτα υπουργός ήταν μοιραίο να σημαίνει ταυτόχρονα και προκλητικό πλουτισμό, βίλες, παρίσια και λιμουζίνες και κότερα, όλα αυτά στο όνομα φυσικά της δημοκρατίας και της ιδεολογίας «ο λαός στην εξουσία».
Η σημερινή κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, επομένως, είναι προϊόν αυτών των δύο παραμέτρων, οι οποίες καθόρισαν τη φύση του πολιτικού προσωπικού της Μεταπολίτευσης.
Χρειαζόμαστε, λένε, μια νέα μεταπολίτευση. Πολύ μετριοπαθής στόχος. Μάλλον χρειαζόμαστε κάτι πολύ περισσότερο: έναν λαό να ξαναπιστέψει στον εαυτό του, να ξαναγίνει υπερήφανος για την εθνική του καταγωγή και να μάθει και πάλι τα προτερήματα της παράδοσής του. Ο Ίων Δραγούμης έλεγε: «Ήθελα πάντα να είμαι ένα καλό δείγμα Έλληνος». Να ένας ουσιαστικός στόχος...
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO το 2010
σχόλια