Στο βιβλίο της που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο "Fashionopolis: The Price of Fast Fashion and the Future of Clothes" [Το τίμημα της γρήγορης μόδας και το μέλλον των ρούχων], η συγγραφέας θεμάτων μόδας και στυλ Dana Thomas επιχειρεί και σε μεγάλο βαθμό κατορθώνει να συνδέσει τις γκαρνταρόμπες μας με παγκόσμιες οικονομικές και κλιματικές συνθήκες, τοποθετώντας συγχρόνως την βιόσφαιρα της σύγχρονης μόδας (ειδικά της αποκαλούμενης «γρήγορης μόδας» που εκπροσωπούν οι προσιτές φίρμες με τα αναρίθμητα καταστήματα ανά τον πλανήτη) στο ιστορικό πλαίσιο της βιομηχανίας ένδυσης.
Όπως τονίζεται στο βιβλίο, πάνω από 60 τοις εκατό των υφαντικών ινών είναι πλέον συνθετικές και προέρχονται από ορυκτά καύσιμα, γεγονός που σημαίνει ότι αν και όποτε καταλήξουν τα ρούχα μας σε κάποια χωματερή (γύρω στο 85 τοις εκατό από τα απόβλητα υφάσματα στις ΗΠΑ πηγαίνουν σε χωματερές ή αποτεφρώνονται) δεν θα είναι δυνατό να αποσυντεθούν. Το ίδιο ισχύει και για τις συνθετικές ίνες που καταλήγουν στη θάλασσα, στο πόσιμο νερό αλλά και στα βάθη των ωκεανών και στις κορυφές των παγετώνων.
Η αφήγηση του βιβλίου χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο εστιάζει στις σύγχρονες βιομηχανίες fast και regular fashion και στο πώς αυτές έχουν καταστεί τόσο τεράστιες, αχόρταγες και μη περιορίσιμες. Σημειώνεται επίσης η σημαντική συμβολή διεθνών εμπορικών συμφωνιών όπως η NAFTA (H Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής μεταξύ του Μεξικού, των ΗΠΑ και του Καναδά) στην παγκόμσια εξάπλωση και επιτυχία της 'γρήγορης μόδας'.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζει εναλλακτικές μεθόδους και προσεγγίσεις στο αδηφάγο αυτό μοντέλο, αυτό που η συγγραφέας αποκαλεί κατ' αντιδιαστολή, «αργή μόδα» (slow fashion) και συνίσταται γενικά στην καλλιέργεια και χρήση οικολογικών υλικών σε τοπικό επίπεδο και σε περιορισμένη κλίμακα. Και το τρίτο περιλαμβάνει συναντήσεις και συνομιλίες με ανθρώπους από τον χώρο της μόδας που προσπαθούν να αναμορφώσουν συνολικά το σύστημα, από τα υλικά που χρησιμοποιούμε και την διαδικασία παραγωγής ως τον τρόπο και την αντίληψη με την οποία ψωνίζουμε.
Καθ' όλη την διάρκεια του βιβλίου, η συγγραφέας μας υπενθυμίζει ότι η βιομηχανία ένδυσης αποτελούσε πάντα μια από τις σκοτεινές πτυχές της παγκόσμιας οικονομίας από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και σε όλη την πορεία εξέλιξης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος και ότι η σημερινή κακομεταχείριση των εργαζόμενων είναι μέρος μιας μακράς ιστορίας στον χώρο. Το δουλεμπόριο στον Αμερικανικό Νότο παρείχε την πρώτη ύλη των εργοστασίων τόσο στην Αγγλία, όπου κυριαρχούσαν η παιδική εργασία και οι φριχτές συνθήκες, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου οι πυρκαγιές στα εργοστάσια είχαν στοιχίσει τη ζωή αναρίθμητων άρτι αφιχθέντων μεταναστών στις αρχές του 20ου αιώνα.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, υπάρχουν και σήμερα αναρίθμητοι μετανάστες εργάτες στο Λος Άντζελες που πέφτουν θύματα άγριας εκμετάλλευσης, για να μην πούμε για τους εργάτες από το Μπαγκλαντές, την Κίνα και το Βιετνάμ που αντιμετωπίζουν εργασιακές συνθήκες στην καλύτερη περίπτωση θλιβερές και στην χειρότερη εντελώς απάνθρωπες (Μεταξύ του 2005 και του 2102 πάνω από 500 εργάτες της βιομηχανία ένδυσης στο Μπαγκλαντές έχασαν τη ζωή της από πυρκαγιές στους χώρους εργασίας τους.
Το βιβλίο επιφυλάσσει ξεχωριστή μνεία για την Στέλλα Μακάρτνεϊ, η οποία έχει ενστερνιστεί από καιρό πρακτικές βιωσιμότητας στις δικές της δημιουργίες, καλώντας επιτακτικά και άλλες φίρμες να κάνουν το ίδιο. Ως επικεφαλής σχεδιάστρια της Chloé, από τα τέλη των '90s ήδη είχε αρνηθεί να συμπεριλάβει δέρμα ή γούνα στις κολεξιόν της, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις μεγαλοστελεχών της βιομηχανίας μόδας που έλεγαν ότι αυτό ισοδυναμεί με αυτοκαταστροφή (πολλοί το πιστεύουν ακόμα).
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια