Η ανακοίνωση της εταιρείας Colossal Biosciences ότι «επαναφέρει στη ζωή» τον εξαφανισμένο ανταρόλυκο προκάλεσε ενθουσιασμό αλλά και έντονη αμφισβήτηση από την επιστημονική κοινότητα.
Η ίδια η εταιρεία μίλησε για «το πρώτο εγχείρημα αποεξαφάνισης που στέφθηκε με επιτυχία», υποστηρίζοντας ότι τρία κουτάβια –ο Ρωμύλος, ο Ρώμος και η Khaleesi– αποτελούν την πρώτη γενιά αναβιωμένων ανταρόλυκων, 13.000 χρόνια μετά την εξαφάνισή τους. Είναι όμως έτσι;
Οι ερευνητές που μελετούν το αρχαίο DNA είναι κατηγορηματικοί: οι λεγόμενοι ανταρόλυκοι της Colossal είναι στην πραγματικότητα γκρίζοι λύκοι με γενετικές τροποποιήσεις. Παρά τις εξωτερικές ομοιότητες με το εξαφανισμένο είδος Aenocyon dirus, το οποίο κυριαρχούσε στη Βόρεια Αμερική κατά την Πλειστοκαίνια εποχή, οι σημερινοί «αναβιωμένοι» οργανισμοί δεν φέρουν το αυθεντικό γονιδίωμα του ανταρόλυκου.
Μια μελέτη του 2021 που βασίστηκε στην ανάλυση αρχαίου DNA απέδειξε ότι οι γκρίζοι λύκοι (Canis lupus) και οι ανταρόλυκοι διαχωρίστηκαν εξελικτικά πριν από περίπου 5,5 με 6 εκατομμύρια χρόνια. Μάλιστα, ο αφρικανικός άγριος σκύλος και το τσακάλι είναι πιο κοντινοί συγγενείς του γκρίζου λύκου απ’ ό,τι ο ανταρόλυκος.
Η εταιρεία δεν προχώρησε σε κλωνοποίηση αρχαίου DNA. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε κύτταρα από σύγχρονους γκρίζους λύκους και τροποποίησε γενετικά 14 γονίδια ώστε να προσομοιάζουν εκείνα του εξαφανισμένου είδους, όπως αυτό προκύπτει από το γονιδίωμα του ανταρόλυκου που η ίδια ισχυρίζεται ότι έχει αλληλουχήσει. Δεν ενσωματώθηκε δηλαδή αρχαίο DNA στο γονιδίωμα – κάτι που αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την επιστροφή ενός είδους.
Ουσιαστικά, τα τρία ζώα που παρουσιάστηκαν ως ανταρόλυκοι είναι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, βασισμένοι στο DNA του γκρίζου λύκου, με τροποποιήσεις που αφορούν κυρίως την εμφάνιση και επιλεγμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά.
Η Colossal, η οποία έχει γίνει γνωστή και για τα σχέδιά της να επαναφέρει το μαμούθ και την τίγρη της Τασμανίας, επιμένει ότι η προσέγγισή της υπηρετεί τον στόχο της «βιολογικής επαναφοράς» ειδών που χάθηκαν. Προωθεί τις προσπάθειές της ως μια καινοτόμα τεχνολογική εφαρμογή με πολλαπλά οφέλη: από την ενίσχυση της βιοποικιλότητας μέχρι τη δημιουργία λύσεων στη βιοϊατρική και στη συνθετική γενετική.
Ωστόσο, η ίδια η Beth Shapiro, επικεφαλής της σχετικής ερευνητικής ομάδας στην Colossal, παραδέχεται ότι το ποσοστό γενετικής σύμπτωσης μεταξύ των δύο ειδών είναι περίπου 99,5%. Σε ένα γονιδίωμα 2,4 δισεκατομμυρίων βάσεων, αυτό σημαίνει εκατομμύρια διαφορές.
Γιατί έχει σημασία;
Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα ζώο που μοιάζει με τον ανταρόλυκο – αυτό η τεχνολογία το επιτρέπει. Το ζήτημα είναι αν το ζώο αυτό είναι ανταρόλυκος, δηλαδή φέρει το πλήρες γονιδίωμα του εξαφανισμένου είδους και τα εξελικτικά του χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τη βιολογία, όχι.
Ακόμη και αν η Colossal έχει επιτύχει μορφολογική προσομοίωση, πρόκειται για υβρίδιο, όχι για αναβίωση. Το περιβάλλον, οι κοινωνικές δομές, οι διατροφικές συνήθειες, η συμπεριφορά και το ένστικτο του ανταρόλυκου είναι στοιχεία που δεν μεταφέρονται μέσω μερικής γενετικής τροποποίησης. Άρα, όπως γράφει και το New Scientist, «ο τρομερός λύκος δεν επανήλθε από την εξαφάνιση».
Ειδικοί προειδοποιούν ότι η χρήση εντυπωσιακών τίτλων περί «ανάστασης» ειδών μπορεί να αποπροσανατολίσει το κοινό και να δημιουργήσει ψευδείς ελπίδες ή φόβους για τη γενετική μηχανική. Ο βιολόγος Thomas Gilbert από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης δηλώνει χαρακτηριστικά: «Το να λες πως αναβίωσες έναν εξαφανισμένο λύκο, όταν έχεις δημιουργήσει έναν γενετικά επεξεργασμένο σκύλο, είναι παραπλανητικό».
Παράλληλα, υπάρχουν και σοβαρές ηθικές και οικολογικές ενστάσεις για την ένταξη τέτοιων οργανισμών στο περιβάλλον, δεδομένου ότι δεν είναι ακριβώς φυσικά είδη αλλά βιοτεχνολογικά κατασκευάσματα.