Το Λούβρο είναι με διαφορά το δημοφιλέστερο μουσείο στον κόσμο. Το 2018 πολιορκήθηκε από δέκα εκατομμύρια επισκέπτες, 25% παραπάνω από την προηγούμενη χρονιά. Κι όμως, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο κριτικός τέχνης των New York Times, Jason Farago στο άρθρο του στην εφημερίδα, το πρόσωπο που κρατά όμηρο το μουσείο, είναι μόνο «η Κιμ Καρντάσιαν της Ιταλικής προσωπογραφίας του 16ου αιώνα: η όμορφη [handsome] αλλά μετρίως ενδιαφέρουσα Λίζα Γκεραρντίνι, πιο γνωστή (από το όνομα του συζύγου της) ως «Τζοκόντα» που η φήμη της τόσο πολύ επισκιάζει την σημασία της ώστε κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί πώς έγινε διάσημη αρχικά».
Όπως σημειώνεται στο άρθρο, γύρω στο 80% των επισκεπτών, σύμφωνα με έρευνα του ίδιου του μουσείου, βρίσκονται εκεί για τη Μόνα Λίζα – και οι περισσότεροι φεύγουν δυσαρεστημένοι από το διάσημο έκθεμα το οποίο έχει καταστεί «στην εποχή του μαζικού τουρισμού και του ψηφιακού ναρκισσισμού, μια μαύρη τρύπα αντι-τέχνης που κοντεύει να διαλύσει το μουσείο».
Γύρω στο 80% των επισκεπτών, σύμφωνα με έρευνα του ίδιου του μουσείου, βρίσκονται εκεί για τη Μόνα Λίζα – και οι περισσότεροι φεύγουν δυσαρεστημένοι από το διάσημο έκθεμα το οποίο έχει καταστεί «στην εποχή του μαζικού τουρισμού και του ψηφιακού ναρκισσισμού, μια μαύρη τρύπα αντι-τέχνης που κοντεύει να διαλύσει το μουσείο».
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, λόγω εργασιών ανακαίνισης στην γκαλερί του μουσείου όπου βρισκόταν, ο πίνακας μεταφέρθηκε προσωρινά σε άλλο χώρο και η αναστάτωση και ο συνωστισμός που προκλήθηκε εν μέσω καύσωνα, οδήγησαν στο κλείσιμο του Λούβρου για αρκετές μέρες. Τώρα έχει επιστρέψει στην παραδοσιακή του θέση και δεν υπήρξε καν η σκέψη να συμπεριληφθεί στην μεγάλη αναδρομική έκθεση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι στο Λούβρο που ξεκίνησε στα μέσα Οκτωβρίου και θα διαρκέσει ως τις 24 Φεβρουαρίου.
Όπως δήλωσε στον συντάκτη του άρθρου ο Louis Frank, ο ένας εκ των δύο επιμελητών της έκθεσης, αυτή μπορεί να φιλοξενήσει «μόνο» 5.000 ανθρώπους τη μέρα και όχι φυσικά 30.000 που κατά μέσο όρο συνωστίζονται καθημερινά στο Salle des États του Λούβρου για να δουν «από κοντά» τη Μόνα Λίζα.
Και όλα αυτά, όπως γράφει στο άρθρο των New York Times o Farago, «για έναν πίνακα που, όπως αποδεικνύει και η τρέχουσα έκθεση, όχι μόνο δεν είναι ο πιο ενδιαφέρων του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, αλλά πνίγει και τα βενετικά αριστουργήματα που βρίσκονται στην ίδια αίθουσα, όπως η 'Γυναίκα στον καθρέπτη' του Τιτσιάνο και ο 'Γάμος στην Κανά' του Βερονέζε. Το ίδιο το μουσείο άλλωστε μοιάζει να συμφωνεί, έχοντας αναρτήσει πινακίδες στην Salle des États που αναγράφουν: 'Η Μόνα Λίζα περιστοιχίζεται από άλλα αριστουργήματα: ρίξτε μια ματιά στην αίθουσα'».
«Αν νομίζετε ότι είμαι κανένας ψηλομύτης εστέτ, ακούστε τι λέει και το ευρύ κοινό: σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση βρετανών τουριστών, η Μόνα Λίζα αναδείχτηκε ως 'η πιο απογοητευτική τουριστική ατραξιόν στον κόσμο', πάνω κι από το Checkpoint Charlie στο Βερολίνο κι από εκείνο το άγαλμα με το αγοράκι που κατουράει στις Βρυξέλες. Μπορεί οι υπεύθυνοι του μουσείου να πιστεύουν ότι εμπνέουν την επόμενη γενιά εραστών της τέχνης, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι άνθρωποι έρχονται από ψυχαναγκασμό και φεύγουν αποκαρδιωμένοι. Το πρόβλημα του Λούβρου δεν είναι ο συνωστισμός αυτός καθαυτός, το πρόβλημά του είναι η Μόνα Λίζα. Κανένα άλλο κλασικό έργο τέχνης στον κόσμο δεν μονοπωλεί το ίδρυμα που φιλοξενείται με τόσο ισοπεδωτικό τρόπο. Έφτασε ο καιρός το Λούβρο να αποδεχτεί την ήττα. Έφτασε ο καιρός να αποκαθηλωθεί η Μόνα Λίζα».