Η δυσφορία για τους φόρους, οι διαμάχες για τον αντικαπνιστικό νόμο, οι καταγγελίες των μεν για καταστολή και οι εκκλήσεις των δε υπέρ νόμου και τάξης, όλα αυτά τα γεγονότα που σπαράσσουν τη δημόσια σκηνή μας έχουν έναν αφανή πρωταγωνιστή: το κράτος. Σε τελική ανάλυση, γι' αυτό μιλάμε όταν σχολιάζουμε τις υποδομές της Κινέτας, τα κενά καθηγητών στα σχολεία, τα ανοιχτά ή «κλειστά κέντρα» για τους μετανάστες. Δεν μιλάμε απλώς για κυβερνήσεις αλλά για το πεδίο πάνω στο οποίο έρχονται και παρέρχονται οι κυβερνητικές πλειοψηφίες και οι αντιπολιτεύσεις τους.
Ο Νίτσε είχε αποκαλέσει το κράτος το πιο ψυχρό από τα ψυχρά τέρατα, μια φράση που άρεσε πάντα στους αναρχικούς αναγνώστες του, παρότι σε άλλες σελίδες ο «αντιφιλόσοφος» θαυμάζει τον Μέγα Ναπολέοντα και τον Μπίσμαρκ. Υπήρξαν διάφοροι αντικρατισμοί μέσα στην Ιστορία, πολύ διαφορετικοί στις προθέσεις και την ηθική τους. Το κοινό τους στοιχείο είναι ότι θεώρησαν πάντα το κράτος έναν παρασιτικό μηχανισμό που τρέφεται από την ικμάδα και τους χυμούς της «κοινωνίας». Ακραίοι φιλελεύθεροι έτειναν πάντα να βλέπουν το κράτος ως άσπλαχνο φορομπήχτη και μειωμένων αντιληπτικών ικανοτήτων γραφειοκράτη. Επαναστάτες αντικρατιστές έβλεπαν με τη σειρά τους το κράτος ως βία και καταπίεση ‒ μια ιδέα που επιστρέφει συχνά στη φαντασία, κάθε φορά που εκτραχύνονται κάποιες καταστάσεις. Σε μεγάλο κομμάτι της νεανικής κουλτούρας –από γκράφιτι μέχρι στίχους του ραπ‒ το κράτος είναι, κατά βάση, το «χέρι του μπάτσου».
Από την άλλη, οι κρατιστές υπήρξαν κι αυτοί ένας μεγάλος γαλαξίας με πολύ διαφορετικά άστρα. Ο αριστερός κρατισμός δεν συνηθίζει να βάζει ποτέ αριθμητικό όριο στις προσλήψεις και στους μόνιμους διορισμούς που απαιτεί. Ο δεξιός κρατισμός δεν κατάφερε ποτέ να συμφιλιωθεί με την ιδέα ενός κράτους πιο ουδέτερου και θρησκευτικά αχρωμάτιστου. Στην αριστερά, το «καλό κράτος» αποτελούνταν μόνο από εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς λειτουργούς, υπηρεσίες της Πρόνοιας. Οι άλλες πλευρές της διοίκησης, λ.χ. οι σχετικές με την αστυνομική ασφάλεια ή τους ειδικούς των οργανισμών της διοίκησης, θεωρούνταν κάτι επιλήψιμο, άνοστο, αν όχι ενοχλητικά συντηρητικό, μέχρι και φασιστικό. Στη δεξιά, η φράση «δεν υπάρχει κράτος» ακολουθούσε συχνά την ικεσία στον αστυνομικό να συλλάβει τον ύποπτο: το κράτος, εδώ, περιοριζόταν στην καθησυχαστική παρουσία των οργάνων της τάξης που έπρεπε, παρ' όλα αυτά, να είναι διακριτικά απέναντι στον μικρομεσαίο επιχειρηματία ή στον παράτυπο μαγαζάτορα.
Αν εξαιρέσει κανείς τον συνεπή στον ριζοσπαστισμό του αναρχισμό (που στο κάτω-κάτω έχει μεγαλύτερο ηθικό βάθος από όσο συχνά πιστεύουμε), όλοι οι αστικοί αντικρατισμοί έχουν αποτύχει. Οι κοινωνίες της διαρκούς κρίσης χρειάζονται μεγάλες υποδομές, δημόσια στηρίγματα και μορφές συντονισμού που δεν μπορούν να τα εγγυηθούν οι ιδιώτες.
Με αυτές τις στερεότυπες σεκάνς –που ως στερεότυπα προφανώς και δεν καλύπτουν την πολύπλοκη πραγματικότητα‒ φτιάξαμε διάφορους κρατισμούς και αντικρατισμούς. Όχι με θεωρητική συνέπεια και ιδεολογικό βάθος αλλά ανάλογα με την περίσταση, με τα υλικά της συγκυρίας και τους ιδιοτελείς λογαριασμούς μας. Έτσι, οργανώθηκε στον χρόνο η συμβατική σχέση των Ελλήνων με το κράτος που δονούνταν από δύο αντιθετικές δυνάμεις, τη σαγήνη και την απέχθεια, την έλξη και την απώθηση, την αποθέωση του κράτους και συγχρόνως έναν πρωτόλειο και ακατέργαστο αντικρατισμό. Οι ιστορικοί της νεοελληνικής εξέλιξης έχουν πολλά να πουν γι' αυτήν τη διπλή στάση απέναντι στο κράτος κι έχουν μιλήσει αρκετά για το φαινόμενο.
Τώρα απλώς μπορούμε να δούμε την κοινή χρεοκοπία του κρατισμού και του αντικρατισμού. Οι κρίσεις και οι αναταράξεις της εποχής δεν αφήνουν περιθώριο για περισσότερη υποτίμηση του κράτους. Υποτίμηση ήταν στην ουσία να παρουσιάζεται το κράτος ως μοχθηρός μηχανισμός που απειλεί την αθώα και ευκολόπιστη κοινωνία ή τον «προδομένο» λαό. Αν εξαιρέσει κανείς τον συνεπή στον ριζοσπαστισμό του αναρχισμό (που, στο κάτω-κάτω, έχει μεγαλύτερο ηθικό βάθος απ' όσο συχνά πιστεύουμε), όλοι οι αστικοί αντικρατισμοί έχουν αποτύχει. Οι κοινωνίες της διαρκούς κρίσης χρειάζονται μεγάλες υποδομές, δημόσια στηρίγματα και μορφές συντονισμού που δεν μπορούν να εγγυηθούν οι ιδιώτες. Οι πλανητικές απειλές χρειάζονται τα κράτη, αφού δεν αποτελούν απάντηση ούτε οι εταιρικοί όμιλοι ούτε οι ΜΚΟ.
Αλλά και σε άλλες πλευρές της δημόσιας ζωής βλέπουμε πως το δημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να είναι μια απλή τεχνοκρατική και διαχειριστική μηχανή: έχει έναν ρόλο παιδευτικό και συμβολικό, ιδίως απέναντι σε νέες δημαγωγίες και ανορθολογικές δοξασίες που απειλούν τη δημόσια υγεία. Όταν, λοιπόν, τα κράτη κινητοποιούνται υπέρ του εμβολιασμού –άρα «δυσκολεύουν» τις επιλογές των αντιεμβολιαστών–, ξεπερνούν, προφανώς, τον ρόλο του τεχνοκράτη και του συμβούλου. Σε καιρούς όπου όλα κατακερματίζονται και γίνονται αόριστα και ρευστά, το δημοκρατικό κράτος καλείται να γίνει ένα αξιόπιστο σημείο αναφοράς: κάτι, εν τέλει, πιο θετικό και διαφορετικό από τις συνηθισμένες αρνητικές του εικόνες.
Υποτίμηση και παραγνώριση του κράτους στάθηκε όμως, και συνεχίζει να είναι, και ο κρατισμός: οι μυστικιστικές αντιλήψεις για το κράτος ως σωτήρα της κοινωνίας και ποιμένα της διασκορπισμένης αγέλης. Ο κρατισμός, στην ουσία, είναι μια αντίληψη ανάθεσης και εξαρτημένης μικρότητας, ένας μίζερος θρήνος γύρω από το «πού είναι το κράτος». Ένας θρήνος που υποκαθιστά την αξιοπρεπή πολιτική απαίτηση, η αγανάκτηση που παίρνει τη θέση της πραγματικής διεκδίκησης.
Ο κρατισμός χειρίζεται αδύναμα παράπονα και τα μετατρέπει σε παραπλανητικές εικόνες δύναμης και μεγαλείου. Είναι κι αυτός μια υποτίμηση του κράτους μέσα από την υπερβολική πίστη στις δυνάμεις του ή με την υστερική αναζήτηση της πανταχού παρουσίας του κρατικού μηχανισμού. Η ιδέα ενός πανταχού παρόντα κοινωνικού θεραπευτή και εμψυχωτή ή μιας παντοδύναμης αστυνομίας και δικαιοσύνης, οι «προοδευτικές» ή «συντηρητικές» εκδοχές κρατισμού οδηγούν στη γελοιοποίηση, δηλαδή στην αποτυχία του κράτους. Γιατί απλώς κανένα πραγματικό κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα μεταφυσικά στάνταρ και στις ριζοσπαστικές ονειροφαντασίες που ζητούν από το κράτος είτε να διαθέτει λύσεις για όλα είτε να παραμερίσει και να αυτοδιαλυθεί.
Η εποχή συλλαβίζει μια νέα σχέση με το κράτος. Κριτική και απαιτητική σχέση, αλλά χωρίς τις τυφλώσεις και την ιδεολογική μονομέρεια που έχτιζε πάντα σχέσεις εξάρτησης ή εχθρότητας και αποξένωσης. Ο προηγούμενος αιώνας καθορίστηκε από τον φόβο για το ολοκληρωτικό κράτος και προς το τέλος του από τον πανικό μπροστά στην κατάρρευση της κρατικής προστασίας. Η ελληνική Ιστορία σφραγίστηκε από ισχυρές εικόνες αυταρχισμού και από το κράτος των εκδουλεύσεων και των κάθε είδους «εξυπηρετήσεων». Αυτά τα αδρανή υλικά, παρά τα όσα έχουν αλλάξει, παραμένουν ζωντανά. Γι' αυτό και η νέα σχέση με το κράτος δεν θα είναι εύκολη, ούτε ανώδυνη για μας. Το αισθανόμαστε κάθε φορά που κουβεντιάζουμε για τη νομιμότητα, με κάποιους να την αποθεώνουν σαν διψασμένοι για εκδίκηση και τους άλλους να τη θεωρούν συνώνυμο δικτατορικής επιβολής και ακρωτηριασμού.
σχόλια