Από όλες τις μορφές πολιτικής εμπειρίας και κοινωνικής συνύπαρξης, οι δημοκρατίες είναι οι πιο απαιτητικές. Σε αντίθεση με την ιδέα πως πρόκειται για καθεστώτα της ευκολίας, της τεμπέλικης ανάθεσης και της ευθυνόφοβης βολής, οι δημοκρατίες έχουν ζόρι και κόπο. Μας υποβάλλουν, ας πούμε, στο συστηματικό «βασανιστήριο» των πολλών επιλογών, δίχως να μας καθοδηγούν σε κάθε φάση της ζωής μας προς μια σίγουρη κατεύθυνση. Έτσι, οι ισορροπίες που κατορθώνουμε είναι γεμάτες με απρόβλεπτα και λοξοδρομήσεις. Και δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως θα διαρκέσουν ή πως θα αντέξουν στις περιστάσεις και στις κρίσεις τους. Ενώ στους ολοκληρωτισμούς η κοινωνία δεν έχει δικαίωμα στην αποτυχία ή στο λάθος, στις δικές μας κοινωνίες η αποτυχία κατέχει, μάλλον, τη μερίδα του λέοντος. Γι' αυτό και η δημοκρατία είναι πολίτευμα συμφιλιωμένο με τη φθορά και με τις ανθρώπινες ήττες, με την άνοδο και την πτώση των προσωρινών ειδώλων της.
Κάνω αυτόν τον πρόλογο επειδή νομίζω πως βοηθάει να καταλάβουμε τι σημαίνει λεπτή γραμμή στη δημοκρατική καθημερινότητα: το γεγονός πως μόνο μια λεπτή γραμμή χωρίζει το σοβαρό από το γελοίο, το θεμιτό από το αθέμιτο, το κράτος του νόμου από την καταχρηστική καταστολή που μπορεί και να το υποδύεται. Να, για παράδειγμα, την ίδια πάνω-κάτω μέρα που η Ελληνική Αστυνομία εξαρθρώνει μια ένοπλη ομάδα –ανακαλύπτοντας πολύ σοβαρό, φονικό οπλοστάσιο–, κάποιος υπηρεσιακός παράγοντας αποφασίζει έφοδο σε κατάμεστο κλαμπ στο Γκάζι με προτεταμένα όπλα για την αναζήτηση ναρκωτικών! Στην ίδια συγκυρία όπου έχουν υπάρξει προσπάθειες να φύγουν οι ναρκοπιάτσες από χώρους πανεπιστημίων (και στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης η διαφορά προς το καλύτερο είναι ορατή), επιστρέφει διάταξη νόμου περί κακόβουλης βλασφημίας. Όλα αυτά δείχνουν τη λεπτή γραμμή που τίποτε δεν εξασφαλίζει τον σεβασμό της μέσα στο χάος των καθημερινών αντιφάσεων.
H δημοκρατία βρίσκεται διαρκώς στην κόψη: κάποιοι θα συνεχίσουν να τη βρίσκουν υπερβολικά χαλαρή, ενώ άλλοι θα την καταγγέλλουν ως απαράδεκτα κατασταλτική και αυστηρή. Να αντιληφθούμε τη λεπτή γραμμή σημαίνει να αποδεχτούμε την εύθραυστη φύση της δημοκρατίας, τον εσωτερικό της διχασμό ανάμεσα στη σύνεση και στην υπέρβαση, στο μέτρο και στην ασυδοσία.
Αυτός είναι ο λόγος που διατηρεί τη σημασία της η παλιά λέξη «επιφυλακή». Ακόμα κι αν κουβαλάει κάτι παλιομοδίτικο και «στρατιωτικό», η επιφυλακή είναι ο τρόπος που διαθέτουν μια ανοιχτή κοινωνία και οι πολίτες της για να μην πιάνονται όμηροι των δύο τάσεων που απειλούν από τα μέσα αυτήν τη χώρα: της τάσης για επιστροφή σε συντηρητικές νόρμες του παρελθόντος ή εκείνης της τάσης που αντιμετωπίζει κάθε κρατική νομιμότητα ως αντίπαλο της ελευθερίας και της αυτονομίας των ατόμων.
Ας πούμε, λοιπόν, ότι η δημοκρατία βρίσκεται διαρκώς στην κόψη: κάποιοι θα συνεχίσουν να τη βρίσκουν υπερβολικά χαλαρή, ενώ άλλοι θα την καταγγέλλουν ως απαράδεκτα κατασταλτική και αυστηρή. Να αντιληφθούμε τη λεπτή γραμμή σημαίνει να αποδεχτούμε την εύθραυστη φύση της δημοκρατίας, τον εσωτερικό της διχασμό ανάμεσα στη σύνεση και στην υπέρβαση, στο μέτρο και στην ασυδοσία.
Η ίδια όμως η ζωντανή πραγματικότητα δεν μπορεί ποτέ να γίνει συνετή και κόσμια. Θα παραφέρεται, θα αυθαδιάζει, θα χάνει τον μπούσουλα, θα ματώνει εδώ κι εκεί. Στην αληθινή ζωή οι αντιθέσεις δεν παίρνουν τα ιδεατά σχήματα που τους χαρίζουμε στο χαρτί ή μιλώντας από κάποια επίσημα βήματα. Η πολιτική, όμως, δεν θα είχε κανένα νόημα αν απλώς παρατηρούσε και σχολίαζε τη βία, τις ανισότητες ή τις βαναυσότητες. Ούτε αν άφηνε την κοινωνία να παλεύει με τις αντιθέσεις και τη διάσπασή της με αυτοδικίες και ιδιωτικούς «στρατούς».
Το δυστύχημα είναι πως αυτή η λεπτή γραμμή δεν είναι πάντα πολιτικά δυνατή. Εν θερμώ οι άνθρωποι πολώνονται και χτίζουν σκληρά συναισθηματικά οχυρά. Για παράδειγμα, διαβάζω την ανάρτηση ενός αριστερού πολίτη στο Facebook που λέει: Μια ζωή στο παιχνίδι «κλέφτες κι αστυνόμοι» ήμουν με τους κλέφτες. Είναι βέβαιο πως δεν θα συναντήσουμε να γράφεται το αντίθετο, ούτε στον πιο συντηρητικό «τοίχο» του Facebook. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, μια τέτοια φράση λέει πολλά για τις πολιτικές ταυτότητες και τις προσωπικές ευαισθησίες που κυκλοφορούν τριγύρω. Για πολλούς, η ιδέα της ελευθερίας ελάχιστα απέχει από ένα «Casa de Papel» και τα τραύματα που τους προκάλεσε στην εφηβεία κάποιος ξινός δάσκαλος ή ένας αυστηρός και παλιομοδίτης πατέρας. Άλλοι όμως –και είναι πολύ περισσότεροι αυτοί τα τελευταία χρόνια– νιώθουν πως η δημοκρατία έχει λυγίσει προς την άλλη πλευρά, προς την «ασυδοσία», με αποτέλεσμα να της λείπουν οι καλοί φύλακες και τα γερά κρατήματα.
Είναι εκνευριστική η καθήλωση των πρώτων στη φαντασίωση της ίδιας τους της παρανομίας, σε μια κατά φαντασίαν αντάρτικη ψυχή. Βλέπω όμως με ανησυχία να αυξάνεται ο αριθμός όσων ταυτίζουν πια τον νόμο με το «μπουζούριασμα». Αισθάνομαι ότι πληθαίνουν όσοι απαιτούν γρήγορες λύσεις, ξεμπερδεύοντας με τις εγγυήσεις του νόμου και νοσταλγώντας τις παλιές ιεραρχίες.
Εδώ παίζεται όμως ένα ιδιότυπο ελληνικό ψυχόδραμα. Ενώ «φιλοσοφικά» η Ελλάδα ταυτίστηκε συχνά με την ιδέα του μέτρου, φαίνεται πως δεν μπορούμε να σταθούμε απέναντι στα γεγονότα παρά μέσα από την κατάργηση του μέτρου. Η υπερβολή έχει γίνει τρόπος να υπάρχουμε, να παίζουμε ένα θέατρο που μας ανακουφίζει κι έτσι να γινόμαστε αρεστοί στην παρέα. Όλο και περισσότεροι εμφανίζονται είτε να μην πιστεύουν το οτιδήποτε είτε να αρπάζονται από εμμονές που αμφισβητούν τις προθέσεις μα και το ίδιο το δικαίωμα ύπαρξης των άλλων.
Μήπως όμως είναι τελικά χαριτωμένη αυτή η μελοδραματική θεατρικότητα; Ή, αντίθετα, έχει γίνει ένας μηχανισμός αναπαλαίωσης και σύγχυσης, ένα παιχνίδι μεσηλίκων που περνούν ώρες κάνοντας επιθέσεις ο ένας στον άλλον;
Αν τουλάχιστον αυτή η επιθετικότητα γινόταν διαμάχη ιδεών και σεβόταν τις λεπτές γραμμές της δημοκρατίας, θα είχαμε κέρδος. Θα μπορούσαμε, ας πούμε, να αποφύγουμε τα χωρίς ουσία δράματα, για να επιμείνουμε περισσότερο στις διαφωνίες ουσίας. Μακάρι να μπορούσε να συμβεί! Γιατί, βέβαια, η λεπτή γραμμή της δημοκρατίας δεν συντηρείται από μόνη της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO