ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

This could be heaven or this could be hell

This could be heaven or this could be hell Facebook Twitter
6

Πορεύεσαι στην έρημο, όχι σε  μια οποιαδήποτε αλλά στην κόκκινη.

Κάνει ψύχρα και φυσάει, οι αμμόλοφοι εξαιτίας της βαθιάς νύχτας μοιάζουν άλλοτε μπορντό και  άλλοτε φούξια.

Το φεγγάρι είναι πυκνό και πράσινο, μην ρωτάς πως γίνεται.

Στη μέση του πουθενά διακρίνεις ένα  ιδιότροπα φωτισμένο αντικείμενο. Θυμίζει πάμφωτο πειρατικό πλοίο που έχει προσαράξει στα κύματα της άμμου.

Το πλησιάζεις ή εκείνο διαστέλλεται;

«Πολυτελές πανδοχείο», ψιθυρίζεις με έπαρση ναυαγού που διασώθηκε.

Δεν έχει τίποτα το κραυγαλέο αλλά προσεγμένο ως την ασημαντότερη  λεπτομέρεια.

Είναι μια συρραφή γεωργιανής και γαλλικής αρχιτεκτονικής, βέβαια εσύ δεν είσαι τόσο καταρτισμένος για να το διακρίνεις.

Η πόρτα είναι ορθάνοικτη.

Η ατμόσφαιρα σου προκαλεί θαλπωρή και ανησυχία σαν του πίνακες του Ιερώνυμου Μπος.

Παίρνεις βαθιά ανάσα.

Βυθίζεσαι,  δεν είχες άλλωστε και επιλογή.

Άπαντες οι υπάλληλοι είναι ντυμένοι με ολομέταξες στολές και διακριτικά αξεσουάρ. Οι θαμώνες περιφέρονται με ισόποση αδιαφορία. Μια ντίσκο μπάλα περιστρέφεται γρήγορα, σαν αστρικό σώμα, δείχνοντας τοπία κάποιου άγνωστου βυθού.

Χτυπάς το κουδούνι της ρεσεψιόν και δευτερόλεπτα μετά εμφανίζεται ο υπάλληλος της υποδοχής. Μοιάζει στον Slash  των  Quns n Roses!

Η ομοιότητά τους  σου είναι ενοχλητική, τόσο που  κρύβεις με την παλάμη   σου  τα δυο σου μάτια, σαν να προσπαθείς να προφυλαχτείς από την αντηλιά.

Μέσα από τα θαμνώδη μαλλιά βλέπεις ένα παράξενο χαμόγελο να  σου  προτείνει το μόνο διαθέσιμο δωμάτιο. Δεν έχεις την πολυτέλεια της επιλογής. Ρώτας για το αντίτιμο και σου απαντάει με μια δόση ειρωνείας, τουλάχιστον έτσι σου φάνηκε, πως όλα είναι κερασμένα,  αν και δεν θα χρειαστεί ποτέ να πληρώσεις.

Ένας ξεπεσμένος άγγλος ευγενής,  ο οποίος ήταν ντυμένος με ημίψηλο, λευκό πουκάμισο με πιέτες, καρό παπιγιόν και παλιομοδίτικο σμόκιν σε πλησιάζει. Ήταν ψηλός, τόσο που όταν σηκωνόταν όρθιος αναγκαζόταν να βγάζει το καπέλο του  προκειμένου να  χωράει στη σάλα. «Φρέντερικ, δείξε το δωμάτιο στον κύριο», ζήτησε υπνωτικά, ο νεαρός άντρας με τα ημίφωτα μάτια  του να δείχνουν ότι όπου να ναι τελειώνει η βάρδιά του.

Ο ίσκιος της φιγούρας του Φρένετερικ, ένιωσες  να σε καταπλακώνει και να σε τρομάζει.

Διασχίζοντας τους διαδρόμους σου έκανε εντύπωση το ετερόκλητο πλήθος των θαμώνων.

«Από πότε είστε εδώ Φρέντερικ»,  ρωτάς τον άντρα που προπορεύεται.  «Ήρθε σαν πελάτης πριν 56 χρόνια», απαντά ένα τζιτζίκι που βγήκε από το στόμα του.

"Dance or die", σε προκαλεί  από το βάθος του διαδρόμου μια ημίγυμνη γυναίκα με τατουάζ από ένα πιστόλι σε κάθε ώμο και τις παλάμες κόκκινες. «Είχα βγει να μαζέψω φράουλες», σου ομολογεί σκουπίζοντάς τες.

Από τη σάλα έμοιαζε να έρχεται μια μουσική νυκτών εγχόρδων και η μυρωδιά από βιαστικά κομμένα νυχτολούλουδα.

Η εξυπηρέτηση της πρώτης νύχτα υπήρξε τόσο εμφατική που μπήκες στον πειρασμό να αναβάλεις την αναχώρηση σου για την επόμενη.

Ξύπνησες.

Ντύθηκες.

Κατέβηκες στα σκαλιά  που δεν θυμόσουν ότι υπήρχαν.

Δεν βιάστηκες αλλά ούτε καθυστέρησες!

Ακολούθησες μια μαστουρωμένη πεταλούδα η οποία υπέθεσες ότι υποδείκνυε την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσεις  για την ρεσεψιόν.

Όλα έμοιαζαν διαφορετικά αλλά μια αίσθηση μαγείας, ανάλογη με εκείνη της αποπνικτικής υγρασίας, ένιωθες να απλώνεται πάνω σου.

Τα βελάκια υπόσχονταν την ρεσεψιόν πίσω από ένα μπλε βελούδινο βέλο.

Κοντοστάθηκες.

Πήρες μια βαθιά ανάσα.

Το σήκωσες.

«Άδεια», σκέφτηκες.

Χτύπησες το  σκουριασμένο κουδούνι.

Is anybody here?

Ησυχία.

Την προσοχή σου απέσπασε ένα κοράκι το οποίο βολτάριζε ανήσυχο πάνω στη σκούρα, λουστραρισμένη, ξύλινη μπάρα του ταμείου.  Το ύφος  του υποδείκνυε οργή.

Κατόπιν, στάθηκες  μπροστά από ένα μισοτελειωμένο  ποτήρι  με κοκτέιλ. Δοκίμασες.... «Πόσο κοστίζει η παραμονή μου παρακαλώ», φώναξες.

«Είναι όλα κερασμένα», απάντησε το μισομεθυσμένο πουλί το οποίο λίμαρε τα νύχια του.

«Από ποιόν», ρώτησες.

«Από τον κύριο», απάντησε δείχνοντας  αδέξια με τη φτερούγα του τη φωτογραφία του  χθεσινού ρεσεψιονίστ. «Πέθανε πριν   από τριάντα περίπου χρόνια. Τώρα εσύ θα έχεις την ευθύνη  της πανσιόν μας. Εγώ συμμετέχω φιλικά», προσέθεσε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Την ίδια στιγμή μια μύγα καθόταν πάνω στο πέτο του σακακιού σου αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Στον τοίχο ήταν κρεμασμένα με χρονολογική ακολουθία, πορτραίτα ανδρών, τα οποία συνοδεύονταν, στο κάτω αριστερά μέρος, από δυο ημερομηνίες τις οποίες χώριζε μια οριζόντια γραμμή.

Δίπλα ακριβώς στη δική του, ήταν ένας καθρέφτης τον οποίο πλησίασες.

Κοίταξες διεισδυτικά.

Ένιωσες να παγώνεις.

Το είδωλο δεν ακολουθούσε τις εκφράσεις σου. «Μα, δεν είναι καθρέφτης», ψέλλισες ξεσκονίζοντας τον πίνακα.

Έπιασες το μέτωπο σου, ήσουν....

«Είμαι νεκρός», σκέφτηκες. Γύρισες το κεφάλι να δεις τη συνέχεια αυτής της παράξενης ροής προσώπων. Ένα κορίτσι  γύρω στα 16. Καστανά  κυματιστά μαλλιά, όμορφο πρόσωπο, φακίδες.

«Κάθε φορά η ίδια ιστορία», είπε το κοράκι με απροσχημάτιστη αδιαφορία.

Λίγες στιγμές αργότερα πέταξε ως το κλουβί του. Άνοιξε το πορτάκι και κλείστηκε μέσα.

Κοιτάς τριγύρω σου νευρικά γυρεύοντας την έξοδο κινδύνου .

«Relax», κελάηδησε φάλτσα το κοράκι, «μπορείς να αναχωρήσεις όποτε γουστάρεις αλλά δεν θα φύγεις ποτέ».

Χρόνια μετά.

Χτυπά  το κουδούνι. Ένα νεαρό κορίτσι.

Εμφανίζεσαι ενώπιον του τη στιγμή που ξεφόρτωνε το backpack του. «Ένα δωμάτιο παρακαλώ», εκλιπαρεί.

Χαμογελάς τρίβοντας στα δυο σου δάκτυλα το κλειδί. Καταπίνεις το σάλιο σου. Προσπαθείς να πάψεις να τρέμεις. «Κάτι μου θυμίζετε. Σας ξέρω από κάπου», ρωτά εκείνο.

Η προσμονή, η αμεριμνησία, η ρουτίνα σε έχουν στραγγίξει. Επιτέλους θα ξεκουραστείς.

«Λυπάμαι είμαστε γεμάτοι», του απαντάς εκπλήσσοντας τον εαυτό σου τον ίδιο.

Εκείνο παγώνει σαν καρυάτιδα.

«Μην μου πείτε τον λόγο αλλά ξανασκεφτείτε το. Είμαι κάπως μικρή για να περιπλανιέμαι μόνη. Είμαι άμαθη από το χρόνο και τη φθορά», απαντά με ειλικρίνεια.

«Είσαι περιπλανώμενη αλλά όχι ακόμα χαμένη», του λες δείχνοντάς του την πόρτα.

Φεύγει  περίλυπο, βλαστημώντας την τύχη του.

Περπατάς προς τον τοίχο με μια μαύρη σακούλα να συνοδεύει το βάδισμά σου. Προσπερνάς   ένα-ένα όλα τα κάδρα.

Στέκεσαι μπροστά στο δικό σου. Τελικά, ο καλλιτέχνης δικαιώθηκε, είστε φτυστοί.

Αποκαθηλώνεις όλα όσα ακολουθούν. Τα βάζεις στη μαύρη σακούλα. Το κοράκι κουνά το κεφάλι του απαρηγόρητο και θολώνει το τζάμι με την αναπνοή του.

«Να βάλω ένα ουισκάκι», το ρωτάς. Με δυσκολία σηκώνει το κεφάλι του από την μπάρα και το αφήνει να ξαναπέσει απαρηγόρητο.

«Φέρε το κασόνι να μην πηγαινοέρχεσαι σαν μαδημένο κοράκι. Δείχνεις πτώμα από τη δουλειά. Το εισιτήριο που σου έτυχε  είναι εκπρόθεσμο πια», κελαηδά εκείνο.

6

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

5 σχόλια
Να σου πω, γραφεις εξαιρετικα. Έχεις κάτι δικό σου που κυκλοφορεί.; Αν όχι, το οτι εγω θα αγόραζα το βιβλίο σου ελπίζω να σε κινητοποιήσει. Θέλω να διαβάσω κι άλλα από σένα! σόρι για την οικειότητα, θα φταίει η σαγηνευτική ατμόσφαιρα του ξενοδοχείου...