Ήταν κάποτε μια χώρα που δεν είχε ειδήσεις. Μια χώρα που τη μακαριότητά της τάραζαν μόνο κάτι μικρές κακοκαιρίες με περίεργα ονόματα.
Ήταν κάποτε μια χώρα που δεν μάθαινε πως οι εργαζόμενοι στη μεγαλύτερη εταιρεία επικοινωνιών απεργούσαν για καιρό. Πως η διοίκηση αρνιόταν την υπογραφή σύμβασης εργασίας, πως επίτηδες έσπαγε το εργατικό δυναμικό σε χίλια κομμάτια με την ίδρυση νέων θυγατρικών εταιρειών. Πως η εταιρεία θεωρούσε μονόδρομο τις «εθελούσιες» αποχωρήσεις: ή φεύγεις ή σε διώχνω. Πως το ίδιο έλεγε σε όσους αντιδρούσαν. Πως παρανομούσε για να σπάσει την απεργία. Ήταν μια χώρα που δεν μάθαινε ότι συνδικαλιστές συλλαμβάνονταν την ώρα της απεργίας. Οι συλλήψεις συνδικαλιστών είχαν γίνει μη είδηση. Ήταν μια χώρα στην οποία οι εργαζόμενοι απεργούσαν τρεις εβδομάδες και η λέξη ΟΤΕ ακούστηκε στην τηλεόραση μόνο όταν πέταξε φέιγ βολάν ο Ρουβίκωνας στο σπίτι του διευθύνοντος συμβούλου.
Ήταν μια χώρα όπου σταματούσαν απροειδοποίητα οι χημειοθεραπείες στους καρκινοπαθείς, χωρίς κανείς να τους ενημερώνει πότε θα αποκατασταθεί η λειτουργία του νοσοκομείου. Σε αυτήν τη χώρα καμία είδηση για τη λειτουργία τους δεν αποτελούσε πια είδηση.
Όταν η συνταγή διακυβέρνησης εξαντλείται στο τρίπτυχο «νίκη της λογικής - ήττα του λαϊκισμού - επιστροφή στην κανονικότητα», σύντομα θα αρχίσουν να υπάρχουν ειδήσεις.
Ήταν μια χώρα που μιλούσε διαρκώς για την τάξη και την ασφάλεια σε μια εξωτική γειτονιά στο κέντρο της πρωτεύουσας. Όμως οι κάτοικοι αυτής της γειτονιάς έβρισκαν διαρκώς τα αμάξια τους σπασμένα, οι συμμορίες τούς απειλούσαν με μαχαίρια, οι πιάτσες ναρκωτικών κόντευαν να κρεμάσουν φωτεινές επιγραφές. Βαρέθηκαν, λοιπόν, να ακούνε διαρκώς στις ειδήσεις για την αστυνομία στη γειτονιά και αστυνόμευση να μην έχουν. Και μαζεύτηκαν στη λαϊκή αγορά και πήγαν όλοι μαζί στην αστυνομία. Ποιος να το έλεγε ότι οι κάτοικοι των Εξαρχείων θα έκαναν πορεία για να ζητήσουν αστυνόμευση και αυτό δεν θα ήταν στις ειδήσεις! Και ότι ο διοικητής θα τους έλεγε κατάμουτρα πως προτεραιότητα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ήταν «να χτυπηθεί πρώτα το πολιτικό και κοινωνικό έγκλημα και μετά το ποινικό στα Εξάρχεια». Αλλά σε αυτήν τη χώρα ούτε αυτό ήταν πια είδηση.
Ήταν μια χώρα που δεν είχε λεφτά, αλλά ο πρωθυπουργός ήταν κιμπάρης και αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ιδιωτική Θεολογική Σχολή της Βοστώνης. Δύο εκατομμύρια κάθε χρόνο. Όσα παίρνει το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου με πολλές χιλιάδες φοιτητές το καθένα. Πόσους φοιτητές έχει η Θεολογική Βοστώνης; Εκατόν πενήντα. Όμως κι αυτό μικρή είδηση έγινε. Γιατί να θυμηθούν οι κάτοικοι ότι το κολέγιο της Βοστώνης ανήκει στην Αρχιεπισκοπή της Αμερικής; Γιατί να θυμηθούν ότι φαγώθηκαν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια που είχαν μαζευτεί για την ανοικοδόμηση του ναού στο Zero Point; Γιατί να θυμηθούν ότι γι' αυτό άλλαξε ο αρχιεπίσκοπος; Γιατί να μάθουν ότι καταγγελίες για κακοδιαχείριση και διαφθορά στο ίδιο το κολέγιο (αυτό που χρηματοδοτεί ο πρωθυπουργός για να τον ψηφίσουν οι ομογενείς) έφτασαν στις αρμόδιες αμερικανικές αρχές; Οπότε δεν ήταν είδηση ούτε ποιοι ήταν αυτοί που έλαβαν το δώρο του πρωθυπουργού.
Όπως δεν ήταν είδηση, φυσικά, ότι έτρεχαν και δεν έφταναν οι υπηρεσιακοί του υπουργείου Εξωτερικών για να συμμαζέψουν τα απόνερα από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ. Κι έτρεχαν στα κανάλια για τη μη είδηση, για τη μετατροπή του γεγονότος σε μη γεγονός, του συμβάντος σε μη συμβάν. Έκοβαν φράσεις από το μεταφρασμένο κείμενο, έλεγαν ότι δεν έγινε η δήλωση. Μην το υποτιμά κανείς αυτό, είναι δουλειά μυρμηγκιού. Είναι δημοσιογραφία περιωπής να γίνεις από αρχισυντάκτης ψαλιδοχέρης και να εξαφανίσεις από τον κόσμο του επιστητού τη φράση «στηρίζουμε αυτή την απόφαση». Ποια απόφαση στηρίζουμε; Τη δολοφονία του Ιρανού αξιωματούχου. Μια δολοφονία που δεν τη στήριξε κανείς πλην ημών.Μια φράση που δεν την είπε κανείς πλην ημών. Στις ειδήσεις ούτε εμείς τη λέγαμε. Μέχρι που ήρθαν οι Ιρανοί και διαμαρτυρήθηκαν, οπότε η μη είδηση έγινε είδηση, η φράση που δεν είπε ο πρωθυπουργός έγινε φράση που είπε.
Και μη νομίσετε ότι στη χώρα αυτή δεν υπήρχαν ειδήσεις μόνο στο εσωτερικό της. Ούτε από το εξωτερικό είχε ειδήσεις. Έξι εβδομάδες κινητοποιήσεις και απεργίες στη Γαλλία, νεκρές συγκοινωνίες και μεταφορές, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στους δρόμους εναντίον της μεταρρύθμισης στο συναξιοδοτικό. Στο τέλος, ο πολύς Μακρόν έκανε πίσω, απέσυρε το πιο επίμαχο μέτρο. Τα συνδικάτα συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις. Αλλά στη χώρα που δεν είχε ειδήσεις ούτε αυτό ήταν είδηση. Γιατί δεν επιτρέπεται να μπάζει νερά το σκάφος του αυτονόητου. Όχι μόνο στην ίδια τη χώρα αλλά και σε όποια άλλη ο κυβερνήτης-προϊόν παρθενογένεσης είναι ο αντίστοιχος γκουρού της κανονικότητας.
Βέβαια, δεν μπορεί να μείνει για πολύ χωρίς ρωγμές το πορτρέτο του wellness instructor που υπερίπταται σε θάλασσες και πίστες σκι. Όταν η συνταγή διακυβέρνησης εξαντλείται στο τρίπτυχο «νίκη της λογικής - ήττα του λαϊκισμού - επιστροφή στην κανονικότητα», σύντομα θα αρχίσουν να υπάρχουν ειδήσεις. Το συμπαγές μιντιακό τείχος κάποτε ρηγματώνεται. Η «καταιγίδα της ανακούφισης» κοπάζει. Αναμενόμενο! Από τη μια πιέζουν ή χαλάνε κάποια «ντίλια» με τους καναλάρχες. Από την άλλη, έρχεται η σύγκρουση με την πραγματικότητα. Πόσο λουτρό κανονικότητας, πόση αποπολιτικοποίηση της πληροφόρησης να αντέξει ο οργανισμός; Πόσο πια να μιλήσουμε για χιόνια;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια