Πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης εμφάνισε το κυβερνών κόμμα της ΝΔ να προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ κατά 17 μονάδες, διαφορά πολύ μεγαλύτερη από το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουλίου. Στη ΝΔ ενθουσιάστηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, και στον ΣΥΡΙΖΑ τροφοδοτήθηκε εκ νέου η γκρίνια που υπάρχει τον τελευταίο καιρό. Κανένας από τους δύο, όμως, δεν μοιάζει να κατανοεί απολύτως το αποτέλεσμα, καθώς η υπεροχή της ΝΔ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά εύθραυστη και δεν δικαιολογεί κανέναν πανηγυρισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, για όσους έχουν εικόνα του τι συμβαίνει στο εσωτερικό του, μοιάζει να έχει αποσυναρμολογηθεί μετά την ήττα. Δεν παράγει πολιτική σε κανένα επίπεδο και όλοι ασχολούνται με το ποια ομάδα θα ελέγχει το κόμμα και τον Αλέξη Τσίπρα μετά το συνέδριο. Για πρώτη φορά έχει αρχίσει να ακούγεται από κάποιους ότι «ο Αλέξης είναι το πρόβλημα». Αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνιστά ουσιαστική αμφισβήτηση της ηγεσίας του, απλώς είναι η πρώτη φορά που εκφράζεται, έστω και σε μικρό βαθμό, κριτική για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που δεν συνέβαινε ούτε και όταν η εσωκομματική αντιπολίτευση είχε ως κύριο εκφραστή της την Αριστερή Πλατφόρμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη.
Η ΝΔ κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις των πρώτων μηνών, καθώς εμφανίστηκε προς την κοινή γνώμη πολύ προετοιμασμένη και πολύ θεσμική, σε αντίθεση με την κυβέρνηση την οποία διαδέχτηκε, η οποία έμοιαζε κάθε φορά να πειραματίζεται και να μαθαίνει, «βλέποντας και κάνοντας». Tα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, παραδέχονταν σε συνεντεύξεις που έδιναν μετά τις εκλογές ότι δεν ήταν προετοιμασμένοι για να κυβερνήσουν και δεν είχαν τις γνώσεις γι' αυτό. Από την άλλη, η αντισυμβατική εικόνα που εξακολουθούσαν να καλλιεργούν, για να μη φανεί ότι «συμβιβάστηκαν», ήταν ένα άδειο κέλυφος. Από τη μια τους αφαιρούσε θεσμικό κύρος και από την άλλη δεν ήταν ικανή να αναιρέσει τους αμέτρητους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις που έκαναν προκειμένου να αποκτήσουν και να διατηρήσουν την εξουσία.
Στο μεταναστευτικό, οι ψηφοφόροι της ΝΔ περίμεναν αποτελεσματικότερη διαχείριση και άμεση βελτίωση της κατάστασης. Το κυβερνών κόμμα, όμως, υποτίμησε το πρόβλημα και άργησε να αντιληφθεί τη ζημιά που θα μπορούσε να του προκαλέσει η μη αντιμετώπισή του. Τώρα τρέχει να καλύψει τον χαμένο χρόνο, αλλά κανείς δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έστρωσε τον δρόμο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, απενοχοποιώντας τις ιδιωτικοποιήσεις, τις σχέσεις με τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, την ανάδειξη της ανάπτυξης και των επενδύσεων ως βασικό κυβερνητικό στόχο, τη σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, καθώς και την πολιτική ευθυγράμμιση με τη Γερμανία. Έπεισε την κοινή γνώμη ότι οι έπαινοι της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας είναι ένδειξη επιτυχίας και όχι «προδοσίας», όπως παλιά, και η διάσωση των τραπεζών αναγκαία. Με λίγα λόγια, έπεισε την κοινή γνώμη ότι η πολιτική αυτή ήταν μονόδρομος και ότι δεν υπήρχε εναλλακτική. Αυτά που έλεγαν πριν πάρουν την εξουσία ήταν «αυταπάτη», σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ίδιων.
Δηλαδή οι πολιτικές και η ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκαν από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ του 2015, ο οποίος στην πορεία και σταδιακά υιοθέτησε, με το πρόσχημα του εξαναγκασμού, πολλές από τις πολιτικές των αντιπάλων του. Και ήταν πάρα πολλές φορές που, και σε επίπεδο προσώπων, επέλεξε να τοποθετήσει σε σημαντικές θέσεις στελέχη από τη δεξιά παράταξη, παρότι κανείς δεν τον ανάγκαζε να το κάνει. Από το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπου, ενώ μπορούσε να βάλει όποιον ήθελε, επέλεξε ένα καθαρόαιμο στέλεχος της ΝΔ, πρωταγωνιστή των δεξιών κυβερνήσεων, στις οποίες κατά τα άλλα έριχνε το ανάθεμα, μέχρι το εμβληματικό υπουργείο Δικαιοσύνης, στο οποίο τοποθέτησε έναν δεξιό πρώην διοικητή της ΕΥΠ. Ακόμα και λίγο πριν από τις εκλογές, οπότε προσπάθησε να ανακτήσει τη χαμένη αριστερή του ταυτότητα, στρατολογούσε μαζικά δεξιά στελέχη, όπως ο Τέρενς Κουίκ, η Έλενα Κουντουρά κ.ά.
Όταν, λοιπόν, ένα κόμμα υιοθετεί εν πολλοίς την πολιτική του αντιπάλου του, ο λαός σχεδόν πάντα προτιμάει τον αυθεντικό εκφραστή. Αυτό ήταν και το μεγάλο μάθημα από τη μετάλλαξη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική τους συρρίκνωση, σε κάποιες περιπτώσεις μέχρις εξαφανίσεως.
Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την εξουσία, φάνηκε πόσο γυμνός ήταν. Η προσπάθειά του να επιστρέψει στις παλιές πολιτικές δεν αποδίδει, καθώς πολλοί από εκείνους που τον ακολούθησαν στην πορεία το έκαναν ακριβώς επειδή, όσο κυβερνούσε, έκανε τη στροφή στον κυβερνητικό ρεαλισμό και άρα αυτούς κινδυνεύει –αν συνεχίσει έτσι– να χάσει. Τους αριστερούς που τον έχουν εγκαταλείψει δύσκολα θα τους φέρει πίσω, καθώς αυτά τα χρόνια έκανε όλα εκείνα για τα οποία σήμερα καταγγέλλει τη ΝΔ, π.χ. τη συμφωνία για τις βάσεις, το πλεόνασμα κ.ά.
Η ΝΔ κυριαρχεί, λοιπόν, απόλυτα για την ώρα, κυρίως επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να παρουσιάσει αξιόπιστες εναλλακτικές κυβερνητικές προτάσεις. Έτσι, οι πολίτες, ακόμα και εκεί όπου δεν είναι ευχαριστημένοι μαζί της, δεν βλέπουν από τον ΣΥΡΙΖΑ κάτι άλλο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πείσει ότι κάτι αλλάζει στην οικονομία και, ακόμα κι αν δεν υπάρχει για την ώρα χειροπιαστό αποτέλεσμα, οι πολίτες μοιάζει να έχουν πιστέψει πως έχουν μπει οι βάσεις και σύντομα θα το δουν. Εκεί όπου έχει απογοητεύσει η κυβέρνηση είναι στη διαχείριση του μεταναστευτικού, ενώ επιφύλαξη υπάρχει και για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και στην ασφάλεια.
Στα θέματα ασφάλειας η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί στις λαϊκές γειτονιές, που υποφέρουν, παρά τις επιτυχίες που επιδεικνύει ο αρμόδιος υπουργός. Η πλειονότητα των πολιτών, ωστόσο, συμφωνεί με τους στόχους και την πολιτική γραμμή της κυβέρνησης στον τομέα αυτόν. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αφού η πλειονότητα όχι μόνο δεν συμμερίζεται την πολιτική του στα θέματα ασφάλειας αλλά ακόμα και δικοί του ψηφοφόροι συμφωνούν με την πολιτική «νόμος και τάξη» της κυβέρνησης.
Στο μεταναστευτικό, οι ψηφοφόροι της ΝΔ περίμεναν αποτελεσματικότερη διαχείριση και άμεση βελτίωση της κατάστασης, όπως τους είχε υποσχεθεί προεκλογικά το κυβερνών κόμμα. Εκείνο, όμως, υποτίμησε το πρόβλημα και άργησε να αντιληφθεί τη ζημιά που θα μπορούσε να του προκαλέσει η μη αντιμετώπισή του. Αυτήν τη στιγμή τρέχει να καλύψει τον χαμένο χρόνο, αλλά κανείς δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει. Απ' όλες τις έρευνες κοινής γνώμης προκύπτει ότι οι Έλληνες ζητούν αυστηρότερη πολιτική στο θέμα αυτό, επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε εδώ μπορεί να καταφέρει κάποιο πλήγμα στη ΝΔ με την κριτική του. Το αντίθετο μάλλον. Όλοι όσοι απογοητεύονται με τη μεταναστευτική πολιτική της ΝΔ θεωρούν ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμα χειρότερη.
Τα ίδια και με την εξωτερική πολιτική. Όσοι δεν πείθονται από τη ΝΔ είναι επειδή θα ήθελαν μια πολιτική με πιο πατριωτικά χαρακτηριστικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα αυτόν, μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα, όπως έχει πει και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, άρα ούτε αυτούς τους πιθανόν δυσαρεστημένους από τη ΝΔ ψηφοφόρους μπορεί να κερδίσει.
Όσοι δυσαρεστούνται σήμερα από τη διακυβέρνηση της ΝΔ είναι κυρίως επειδή θέλουν μια πιο αυστηρή γραμμή στο μεταναστευτικό, στην εξωτερική πολιτική και στα θέματα ασφάλειας. Αυτοί οι ψηφοφόροι για την ώρα δεν έχουν πού να πάνε και σίγουρα δεν θα πάνε στον ΣΥΡΙΖΑ. Εάν όμως εμφανιστεί ένας Έλληνας Όρμπαν ή ένας Σαλβίνι; Λίγοι ομολογούν δημόσια ότι θα είχε σημαντικές πιθανότητες να κερδίσει μέρος των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων, αλλά πολλοί είναι αυτοί που το φοβούνται.
Κάποιοι αναρωτιούνται αν θα μπορούσε τον ρόλο αυτόν να τον παίξει ο Αντώνης Σαμαράς, καθώς είναι αλήθεια ότι καταφέρνει να μιλάει στην καρδιά πολλών ψηφοφόρων της δεξιάς. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι πολλοί του ζητάνε να το πράξει. Αν δεν το είχε κάνει ήδη μία φορά, ίσως να μπορούσε. Το αποτυχημένο παρελθόν της Πολιτικής Άνοιξης, όμως, το καθιστά εν πολλοίς απαγορευτικό. Αυτό, βέβαια, δεν του αφαιρεί κάθε ισχύ. Ο Αντώνης Σαμαράς διαθέτει πολιτική ισχύ και για την ώρα δεν γνωρίζουμε αν και πώς θα τη χρησιμοποιήσει.
Το βέβαιο είναι πως η ηγεσία της ΝΔ μπορεί να παραμένει απόλυτα κυρίαρχη για την ώρα, αλλά η κυριαρχία αυτή είναι εύθραυστη και με δεδομένη τη συγκυρία στο μεταναστευτικό και στα ελληνοτουρκικά θα μπορούσε να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO