Τέτοια εποχή, πριν από 19 χρόνια: Εσύ 55, εγώ 15 και γύρω γύρω μια θάλασσα από στενοχώρια ξαφνική, πανικό διαρκείας και απελπισία που μπούκαρε από παντού και δεν θα ‘φευγε ούτε μετά από ‘σενα.
Το πρόβλημα, άλλωστε, είμασταν εσύ κι εγώ. Σε ‘σένα έπρεπε να αποκρύψουν, πουν τρυφερά ψέματα, πείσουν ότι «ναι, σίγουρα θα γίνεις καλά, είναι κάτι δύσκολο, αλλά όλα θα πάνε καλά». Ναι, καλά.
Και σ’ εμένα έπρεπε να εξηγήσουν. Ότι αυτό που είχες «δεν προλαβαινόταν», δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο, ότι θα έπρεπε να μείνω πολύ ψύχραιμη, να μη σου πω την αλήθεια, βασικά να μη σου πω τίποτα, να μη δείχνω στενοχωρημένη, να μη μου ξεφύγει κάτι, αφού έτσι κι αλλιώς «δεν προλάβαμε», δεν θα μπορούσαμε να προλάβουμε, μπροστά σου είχες έναν μήνα. Ή δύο. Το πολύ. αυτό.
Και μετά όλα έγιναν γρήγορα, πολύ γρήγορα, εσύ αρρώσταινες κάθε μέρα πιο πολύ και πιο γρήγορα, αλλά πίστευες άπληστα τα ψέματα που ρίχναμε στο αλεσμένο φαγητό σου – τόσο κουρασμένος ήσουν – μαζί με τα φάρμακα και τις συνταγογραφημένες φαρμακευτικές μορφίνες για να μην πονάς.
Και μετά, γίναμε οικογενειακώς ειδικοί σ’ αυτή τη μορφή καρκίνου που «δεν προλαβαινόταν», σ’ αυτό το κακοτράχαλο και απλησίαστο σημείο που βρήκε να φυτρώσει στο δικό σου κορμί. Κι άρχισα να αγαπώ όσους δεν προλαβαίνουν, εκείνους που στο «τσακ» δεν τη σκαπουλάρουν, αυτούς που τους μαντρώνουν λίγο πριν προλάβουν να αποδράσουν...
Και μετά, συνερχόσουν από τους ληθάργους και τα παραμιλητά και επέμενες ότι νιώθεις καλύτερα, «ουουου, πολύ καλύτερα» κι ότι μαζί θα στέλναμε το μηχανογραφικό των πανελλαδικών και δεν «πειράζει κι αν περάσεις στην επαρχία, μαζί θα το βρούμε το σπίτι» και θα φρόντιζες να ‘χει απ’ όλα η βιβλιοθήκη «να μην τρέχεις για φωτοτυπίες και δανεικά συγγράμματα».
Και μετά σκιά στα βλέμμα και ερώτηση με φόβο 5χρονου «τί συζητούσατε με τη μαμά ότι δεν γινόταν να προλάβετε;».
Τα άλλα είναι ιστορία. Μια τέτοια – ίδια, παρόμοια, πιο γρήγορη, πιο μακρόσυρτη – έχουν να αφηγηθούν, αν όχι όλα, τα περισσότερα σπίτια.
Έναν καρκίνο που «δεν προλαβαινόταν», δεν γινόταν να διαγνωσθεί, είτε γιατί «αμελήθηκε» από τον «ιδιοκτήτη» του, είτε γιατί δεν υπήρχε τότε ένα τεστ που να προλάβει να «διαβάσει» την ταχύτητα - το σπριντ που έκανε στο σώμα του, είτε γιατί κι αν υπήρχε, ήταν προσβάσιμο μόνο σε λίγους.
Μήνες μετά που εσύ έφυγες, χωρίς να προλάβεις να κουράσεις κανέναν, να βαρυγκομήσεις, να αναρωτηθείς καν, πόσα ψέματα σου λέγαμε με ωράριο και βάρδιες και αφού εμπεδώσαμε με κάθε τρόπο και σε κάθε πιθανή διατύπωση το ρεζουμέ του «τι κρίμα που δεν προλάβατε!», η πόλη βοούσε για διασημότητα της εποχής που «χτυπήθηκε» από την ίδια «κατάρα» με ‘σένα, αλλά πρόλαβε! Να κάνει ένα τεστ εκατομμυρίων δραχμών – τότε – που ανίχνευε τον μουγκό ασυμπτωματικό εχθρό στο πρώτο κιόλας στάδιο.
Και ζήσαν αυτοί καλά – και πάντα να ‘ναι καλά, προς Θεού! – κι εμείς στο σπίτι κοιτιόμασταν ένοχοι, χωρίς λόγο, που δεν «μυριστήκαμε» από πότε μπήκε η κλεψύδρα σου ανάποδα, εντυπωσιασμένοι, πάντως. Όχι για το τι κάνουν τα λεφτά, αλλά η γνώση – να, καλή ώρα – τέτοιων ακριβών μυστικών. Τότε. Γιατί σήμερα δεν είναι πια μυστικά. Είναι μόνο ακριβά.
19 χρόνια μετά, δεν το «σκαλίζω» για να ξανα-πονέσει. Μόνο του ανοίγει. Από τα αμέτρητα δημοσιεύματα παύλα «αναγνώσεις» της διπλής μαστεκτομής μιας ντίβας του Χολιγουντ, που ύστερα από ένα πανάκριβο – κοντά στα 5.000 ευρώ τεστ – αποφάσισε αυτό που θα αποφάσιζε όλος ο κόσμος, αν βρισκόταν μούρη με μούρη με το δίλημμα να ζήσει ή να πεθάνει.
Κι από τις ειλικρινείς συνεντεύξεις κάποιων Ελλήνων επιστημόνων – μετά το «μπαμ» που έγινε με τη Τζολί – ότι ναι, δεν υπάρχουν πολλά διαγνωστικά κέντρα που να γίνεται αυτό το τεστ. Βασικά, υπάρχει μόνο ένα (και σκέψου για πόσα ακόμη τεστ είμαστε γυμνοί και άοπλοι). Και το κόστος του αγγίζει – στην Ελλάδα της φουλ ανεργίας και της μηδενικής ασφάλισης – τα 3.500 -4.000 ευρώ. Κι ότι ασκούνται πιέσεις, ώστε ένα μέρος του ποσού να καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά δεν...
«Δεν», ρε παιδί μου. Δεν προλαβαίνονται όλα.
σχόλια