Για τη Μέλπω Αξιώτη: φόβοι που δεν ευοδώθηκαν

Για τη Μέλπω Αξιώτη: φόβοι που δεν ευοδώθηκαν Facebook Twitter
1
Οι άνθρωποι που φεύγουν, αφήνουν τα βιβλία τους, τα σπίτια τους, τα παπούτσια, τα φορέματα, και οι συγγενείς τα δίνουν όλα αυτά τις Απόκριες, για να τα βάλουν οι μασκαράδες. Τα πουλούν έπειτα οι παλιατζίδες. Τα στοιβάζουν μέσα σε μεγάλες σιδερένιες κασέλες, φράκα παλαιϊκά, καμιζόλες με δαντέλες από τη Βενετία, ώσπου στο τέλος να τα πετάξουν στους τενεκέδες των σκουπιδιών. Μαζί με τα βιβλία σου, που τα είχες γράψει εσύ, και τώρα έχουν πάθει μια φοβερή ασθένεια: εσάπισαν.

Μέλπω Αξιώτη, Η Κάδμω, Κέδρος, Αθήνα 2015, σ. 36.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΝΑΧΩΡΟΥΜΕ οι άνθρωποι παντοτινά. Παραμένουν μόνο τα ίχνη, που αφήσαμε. Μεγάλα ή μικρά. Κληρονομιά υλική ή άυλη γι' αυτούς που μένουν πίσω. Του καθενός μας καθορισμένη κατά τις δυνάμεις και τα έργα του. Η Μέλπω Αξιώτη κληροδότησε τα γραφτά της. Όχι μόνο σ' εμάς, που εννοούμε την ελληνική γλώσσα, αλλά και στους άλλους τους ξένους, που θα θελήσουν να διαβάσουν τα κείμενά της, μεταφρασμένα στη δική τους γλώσσα. Καιρό τώρα, προσμένουν τόσο υπομονετικά, ακόμη ζωντανά, να τα πάρουν στα χέρια τους παλιοί και νέοι αναγνώστες. Και ή που θα τα στοιβάξουν μισοδιαβασμένα μαζί με άλλα βιβλία αχρείαστα ή που θα τα κατανοήσουν και θα τα σώσουν από τη λησμονιά. Κινδυνεύουν, πάντοτε, τα δημιουργήματά μας να ξεχαστούν. Ελλοχεύει η φθορά. Και τη Μέλπω Αξιώτη βασάνισε, αδιάκοπα, χρόνια ολόκληρα, η ανησυχία αυτή της επικείμενης λήθης του έργου της. Φαντάστηκε τα γραφτά της σαν σώματα άστεγα, καταδικασμένα ν' αρρωστήσουν από τη φοβερή ασθένεια της αδιαφορίας και, στο τέλος, να σαπίσουν. Την έτρωγε ο φόβος ότι ο χρόνος θα ξεθωριάσει το μελάνι της γραφής της. Ότι θα απομείνουν τα βιβλία της έρημα από τους προσδοκώμενους αναγνώστες, που είτε δεν ήρθαν ποτέ, είτε, μάλλον, δε θα έρθουν. Πως η παράξενη, κατάδικη, στίξη, πίνακας της ανάσας της θα απαλειφθεί. Και ποιος θα την καταλάβει τότε; Ποιος άραγε, συμπάσχοντας και κατανοώντας, θα περιεργαστεί το περίεργο υφαντό της; Υφασμένος πάνω του με λέξεις όλος ο αιώνας της.


Τούτη η πίκρα την συνόδεψε, ως το τέλος. Το μέλλον, όμως, είχε άλλους σκοπούς. Γκρέμισε συθέμελα τους φόβους της. Ο χρόνος, ο τελικός κριτής των πάντων, φανέρωσε ότι δεν βλάστησαν μάταια όλες ετούτες οι λέξεις. Χρήσιμες και άχρηστες, για τους πολλούς, λέξεις των βράχων, της αρμύρας, του συρμού, του αιματοβαμμένου αγώνα και των ξένων ουρανών πέταξαν κλαριά και ρίζες βαθιές στη γη. Κι από στόμα σε στόμα συνεχίζουν, ακόμη, το ταξίδι τους. Κουβαλάμε, αγόγγυστα, το πιθάρι με τις μνήμες και τις λέξεις της συγγραφέως.

Πολέμησε με όπλο την ασθενική της μνήμη και τη γραφή εκείνο τον απρόσκλητο επισκέπτη που βάλθηκε να αρπάζει μια-μια τις λέξεις μιας ζωής, τις μνήμες μιας ζωής.


Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε, σήμερα, να την καθησυχάσει, φέρνοντας μπρος στα μάτια της τα παλιά της βιβλία, τυπωμένα, επιμελώς, σε νέο χαρτί, ανθεκτικό και αλέκιαστο; Να της πει, ακόμη, πως τα έργα της είναι αποθηκευμένα και ασφαλή μέσα στους υπολογιστές. Εκεί, βρίσκονται προφυλαγμένα από την υγρασία της λήθης και την αρρώστια που θα τα εσάπιζε. Να μην ξεχάσει να αναφερθεί και στους πολλούς που ασχολούνται, για ίδιο όφελος ή όχι μόνο γι' αυτό, με το έργο και τη ζωή της.


Εν τέλει, ευτύχησαν τα βιβλία της να βρουν μια στέγη. Κάτω από ελληνικούς και αλλοεθνείς ουρανούς. Πού να το φανταζόταν αυτή, όταν, έξω από τα ελληνικά πλαίσια, ποτισμένη από τη μοναξιά και τη νοσταλγία για τη μητρική γλώσσα, έψαξε να κρατήσει αλώβητες τις λέξεις της. Ό, τι πέτυχε εκεί στο Βορρά, θα της το στερούσε το γήρας, χρόνια μετά πίσω στην πατρίδα. Σερνόμενη από σπίτι σε σπίτι θα αγωνιζόταν να κρατήσει με νύχια και με δόντια όλες τις πολύτιμες λέξεις που είχε αποθηκεύσει, μέχρι τότε, στο πιθάρι της. Πολέμησε με όπλο την ασθενική της μνήμη και τη γραφή εκείνο τον απρόσκλητο επισκέπτη που βάλθηκε να αρπάζει μια-μια τις λέξεις μιας ζωής, τις μνήμες μιας ζωής. Προτού, όμως, να την απογυμνώσει εντελώς από την μοναδική της περιουσία, κατάφερε να γράψει. Τον νίκησε λαβωμένη με τα γραφτά της. Και μετά αναχώρησε. Μια ζωή ταξιδιώτισσα με τις αποσκευές στο χέρι.


Έπειτα, έγινε μια απολιθωμένη μαρμάρινη προτομή πάνω σε μια πλατεία της Μυκόνου. Από εκεί, ατενίζει μ' άγρυπνα τ' ακούραστα μάτια της την αρχαία θάλασσα. Φερμένη πίσω στο σπίτι της, δε φοβάται, πια, τους άγριους βοριάδες και τη σκουριά της υγρασίας. Παρακολουθεί γαλήνια. Βρήκε κι αυτή και τα βιβλία της ένα σπίτι. Ο θάνατος χάρισε στην άστεγη ζωή της μιαν ασφαλή στέγη. Τώρα όλο και κάποιο παιδί θα βρει, τυχαία, στις ακρογιαλιές του κόσμου ένα μικρό θαλασσινό μαμουνάτο. Τούτο το σημερινό άδειο κοχύλι, ήταν κάποτε μια γυναίκα που έγραφε σε γλώσσα ελληνική και σε διάλεκτο μυκονιάτικη για τον άνθρωπο και τα πάθη του.


Τα βιβλία παρέμειναν. Η Μέλπω Αξιώτη αναχώρησε. Παντοτινά;

* Ο Ανδρέας Λαμπέτης είναι κλασικός φιλόλογος, μεταπτυχιακός φοιτητής Universität Hamburg/Humboldt-Universität zu Berlin.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια
Βοηθάει και το internet να μην ξεχαστούν τα έργα των μεγάλων συγγραφέων. Έχω ένα παράπονο όμως: ενώ οι Αμερικανοί φροντίζουν ακόμα και έργα τελείως άγνωστων συγγραφέων να υπάρχουν στο διαδίκτυο, εμείς δεν καταβάλλουμε την ίδια προσπάθεια για τους δικούς μας.