Θα προσπαθήσω (όσο γίνεται) να μη γράψω έτσι την εξομολόγησή μου που να περνάει το μήνυμα οτί "στα χωριά είναι 100 χρόνια πίσω", γενικά ούτε απαξιώ, ούτε σνομπάρω τους κατοίκους χωριών απλά έχουν διαφορετικό τρόπο σκέψης από τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων και σίγουρα πιο οπισθοδρομικό. Λοιπόν, ας τα πάρω από την αρχή. Είμαι 25 και έχω καταγωγή από ένα μικρό χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Είχα έναν παιδικό έρωτα ο οποίος δεν έσβησε στην εφηβεία, ίσα ίσα φούντωσε. Και ήταν αμοιβαίος. Όμως καθώς οι γονείς της κοπέλας που ήθελα ήταν φτωχοί και ζούσσν από τα κτήματα που είχαν, δεν ήθελαν να αφήνουν τη κόρη τους να κάνει παρέα μαζί μου. Όλο έλεγαν (ενώ ήμουν και εγώ μπροστά) "δεν έχεις μέλλον με αυτόν, θέλεις να δουλεύεις μία ζωή; Φτωχοί θα είστε, δε θα έχετε να ζήσετε την οικογένειά σας" και τέτοια. Εγώ μετά από κάποιο διάστημα (προσπερνάω 3-4 χρόνια επειδή δεν άλλαξε κάτι σε αυτό το διάστημα, βλεπόμασταν στα κρυφά λέγοντας ψέμματα στους γονείς μας οτί πάμε βόλτα με τους/τις φίλους/φίλες του καθένα και μας κάλυπταν αυτοί) πήγα φαντάρος. Στο διάστημα αυτό και επειδή ήμουν πολύ μακριά από το χωριό (Πέραμα πήγα) δεν μπορούσα να πηγαίνω στις άδειες εκεί. Μιλούσαμε από το τηλέφωνο βέβαια σχεδόν κάθε μέρα αλλά 5-10 λεπτά και λέγαμε κυρίως τα νέα της ημέρας , δε μιλούσαμε για εμάς καθώς πίσω από μένα περίμεναν οι άλλοι φαντάροι να πάρουν τηλέφωνο τις οικογένειές τους και δε γινόταν να πούμε κάτι πιο προσωπικό, θα μας κουτσομπόλευαν. (εμένα δηλαδή που θα με άκουγαν) Με τα πολλά, περνάνε οι μήνες και απολύομαι εγώ και επιστρέφω στο χωριό. Δεν θυμάμαι ούτε την υποδοχή των γονιών μου , ούτε τίποτα, όλα πάγωσαν στο μυαλό μου, ο χρόνος σταμάτησε όταν είδα αυτήν στο σταθμό του τραίνου και μου είπε πολύ βιαστικά και με τρεμάμενη φωνή επειδή έπρεπε να φύγει,την περίμενε αμάξι, οτί στο διάστημα της απουσίας μου, ο πατέρας της, της έκανε προξενιό με τον γιο ενός βιομήχανου ο οποίος ήταν και το αφεντικό του στη δουλειά. Εκεί εγώ τα παράτησα όλα και πήγα σε άλλη πόλη, δεν άντεχα να βρίσκομαι στο ίδιο μέρος που έμενε αυτή.. πέρασαν 6-7 χρόνια από τότε στα οποία εγώ τελείωσα δικηγόρος μετά την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Πήγα αυτό το καλοκαίρι στο χωριό μαζί με την σχέση μου επειδή δεν είχαμε κανονίσει κάτι άλλο. Είδα τη παλιά μου παρέα (οι οποίοι ποτέ δεν έφυγαν από εκείνο το χωριό) και θυμηθήκαμε τα παλιά. Είδα και εκείνη.. με τα καλά της, στην περιφορά πριν 1 μήνα.. ήταν με τον γιο εκείνου του βιομήχανου και είχε 2 παιδάκια δίπλα της..ευτυχώς δε συναντήθηκαν οι ματιές μας, δε ξέρω άμα θα το άντεχα ή άμα θα ξεσπούσα στα δάκρυα..τα χείλη μου είχαν ένα γλυκό παράπονο , από τη μία να χαίρεσαι που η κοπέλα, ο έρωτας ζωής σου, ήταν ευτυχισμένη με κάποιον (ακόμα και αν δεν είσαι εσύ αυτός) αλλά από την άλλη θλίψη και στεναχώρια που δεν πέτυχε μεταξύ σας όπως ονειρευόσασταν.. "δε πειράζει..συμβαίνουν αυτά.." σκεφτόμουν στη διαδρομή από την εκκλησία πίσω στο πατρικό μου.. στο δρόμο συνάντησα τον πατέρα της, γέρο άνθρωπο και αδύναμο, αγνώριστος είχε γίνει..με τη δικαιολογία πως ήταν κάτι που έπρεπε να του πω, η σχέση μου πήγε παρακάτω να μας αφήσει μόνους..τον ρώτησα απλά άμα ήξερε τότε που με το ζόρι τη πάντρεψε με τον γιο του πλουσίου, αν οτί τώρα θα ήμουν δικηγόρος, αν θα έκανε το ίδιο.. είπε ναι.. επειδή σε αυτό το διάστημα η κόρη του θα δεινοπαθούσε με μένα (όντας φοιτητής και δουλεύοντας σε δουλειές για ψίχουλα, ίσα ίσα να ζω) σε μία ξένη πόλη (Αθήνα) μη ξέροντας κανέναν και τελείως μόνη ενώ εδώ είχε ένα σίγουρο μέλλον.. "ωραίος ο έρωτας γιε μου αλλά δε γεμίζει το στομάχι" μου είπε καθώς με χαιρετούσε..πήγε να μου δώσει το χέρι..δεν το δέχτηκα, δεν του έκανα χειραψία.. φύγαμε μετά από 2 μέρες από το χωριό. Δε θα ξαναγυρίσω ποτέ εκεί, τέλος. Αυτά είχα να γράψω για την αδικία που βίωσα, ευχαριστώ προκαταβολικά που το διαβάσατε..