Αυτή η χρονιά είναι και επίσημα η χειρότερη της ζωής μου. Συνειδητοποιησεις, ελπίδες, ματαιώσεις, και πάλι πο την αρχή. Αναρωτιέμαι αν οι πληγές αυτές θα κλείσουν ποτέ ή θα τις κουβαλάω πάντα μέσα μου και δε θα είμαι ποτέ φυσιολογική. Η ανήμπορη εξαρτημένη μητέρα και ο αναίσθητος, παθητικά κακοποιητικος εξαρτημένος πατέρας. Η αγάπη και η κατανόηση που ποτέ δεν πήρα. Η πλήρης απαξίωση των συναισθημάτων μου. Η ρίψη όλων των ευθυνών τους πάνω μας. Ο βήχας, η αύξηση της πίεσης και η τάση για εμετό κάθε φορά που μπαίνω στο σπίτι και είναι εδώ. Και οι δύο. Αλλά κυρίως αυτός. Τη μαμά μέσα μου τη συγχωρώ. Βαθια μέσα μου. Ακόμα όμως την κατηγορώ γιατί είχε την επιλογή να φύγει και να μας πάρει μαζί της. Να κάνει θεραπεια. Να μεγαλώσουμε φυσιολογικά. Από εκείνον δεν περιμένω τίποτα πια. Ήταν η τελευταία μας ελπίδα, ο τελευταίος ανθρωπος που είχαμε να στηριχτουμε μετα την εξάρτηση της μαμάς, αλλά μας εγκαταλειψε, όπως εκείνη. Πως να τα βγάλουμε πέρα μόνες μας; δε μας το έμαθε κανείς. Πως θα μάθουμε να νιώθουμε και να ακούμε τον εαυτό μας όταν ποτέ κανείς δεν άκουσε εμας; Γιατί να πρέπει να διαβούμε όλο αυτόν τον δρόμο λόγω των δικών τους επιλογων; γιατί η ζωή να μην είναι ευκολη; γιατί να μην μπορώ να χαρώ τίποτα για πάνω από μια ωρα; Κουράστηκα. Θέλω να φύγω, νιώθω ότι πνίγομαι. Αλλά πού να παω; Η χώρα αυτή με καταστρέφει μαζί τους. Είμαι σε αδιέξοδο. Και αν μπορέσω να φύγω, η Μαρία; τι θα κανει η Μαρία χωρίς εμενα; και εγώ χωρίς εκεινη; Είμαστε τελικα καταδικασμενες να ζήσουμε με ψυχοφαρμακα για να αντέξουμε τους ίδιους μας τους εαυτους, έτσι όπως μας επλασαν; Άδεια, αλλά γεμάτη πονο. Μη φυσιολογική, αλλά πιο αληθινή από όλους. Υπερευαισθητη, αλλά κενή. Πως όλα αυτά διορθώνονται; Η ψυχοθεραπεία δεν κάνει θαύματα, είμαι σίγουρη για αυτό. Δε θα με κάνει να αντέξω να μιλάω μαζί του ενώ δεν θέλω πλέον να τον βλέπω. Δε θα με κάνει να μην ελπίζω πια στο ότι ίσως να με αγαπάει. Να με αγαπάνε. Ζηλεύω καμία φορά αυτούς που έχουν γονείς που τους αγαπούν. Με το ένστικτο του γονέα. Λείπουν αυτές οι σχέσεις από τη ζωή μου, πως μπορώ εγώ να νιώσω ολοκληρωμενη; Από ποιον θα πάρω παράδειγμα, σε ποιον θα στηριχτω όταν έχω ανάγκη; σε εκείνους σίγουρα όχι, ούτε καν για θέμα υγείας. Στην μαρια; Πως θα στηριχτω σε έναν άνθρωπο που δεν στηρίζει τον ίδιο της τον εαυτό; Ίσως είμαστε καμμένα χαρτιά. Μας έκαψαν. Το αποφάσισαν εκείνοι για εμάς. Και κάτι καμμένο δεν ξανά γίνεται φυσιολογικό, δεν αναγενναται. Κουράστηκα. Η κούραση που νιώθω είναι ψυχικη, αλλά σωματοποιειται. Ξυπνάω κουρασμένη χωρίς διάθεση για τίποτα. Προσπαθώ πολύ να νιώσω φυσιολογική, να φτιάξω το πρωινό μου. Αλλά ξυπνάω και βλέπω ένα σπίτι αχουρι, και αυτον να μιλάει κάθε πρωί με τη γκόμενά στο τηλέφωνο. Προσπαθώ να νιώσω φυσιολογική, να πάω στη σχολή μου. Αλλά η φίλη μου δε με καταλαβαίνει, δε νοιάζεται για αυτά που νιώθω, που περνάω, όπως εκείνοι. Προσπαθώ να νιώσω φυσιολογική, να έχω σχέση. Αλλά ο Στάθης δεν είναι ούτε εκείνος καλά, πως να είμαστε καλά μαζι; Προσπαθώ να νιώσω φυσιολογική να φτιάξω το βράδυ ένα χαλαρωτικό χαμομήλι. Αλλά τον βλέπω να παίζει καζίνο στο κινητό. Περιμένω να ακούσω την πόρτα στις 12 το βράδυ να ξέρω αν η μαμά ηρθε, αν άντεξε άλλη μια μέρα σε αυτόν τον κόσμο. Προσπαθώ να νιώσω φυσιολογική, αλλά δεν είμαι. Οι άλλοι βλέπουν ένα άτομο "δυνατο", εσωστρεφες, περίεργο, απροσαρμοστο. Απλά δεν έχω τις αντοχές τους. Δε θέλω να βγω έξω το βράδυ. Έχω ανάγκη απλά μα κοιμηθώ. Δε θέλω να πάω για ποτα, θέλω να κάτσω αγκαλιά με τον Στάθη. Και εκείνος με πληγωνει. Όλοι. Κουράστηκα. Ίσως τώρα που τα έγραψα νιώθω λίγο καλύτερα. Παροδικά όμως.
Όμως έγραψα ακριβώς αυτά που ένιωθα. Θα ήθελα να τα πω έτσι και στην ψυχολόγο. Ξέχασα και κάτι άλλο που με αδρανοποιει. Ο φόβος μου όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Πέθανε η γιαγιά. Η μαμά θα τρελαθεί, θα αυτοκτονήσει. Τελικά μπορεί να είναι ένα διαφημιστικο. Αλλά στο μυαλό μου παιζει: Πέθανε η γιαγιά. Θα πεθάνει η μαμά. Καταστροφή. Ποναω. Ποναω για όλους, αλλά δε μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Ποιος πονάει για εμένα; ούτε εγώ δεν ποναω για τον ιδιο μου τον εαυτό. Δε χωράω πλέον με τις ευθύνες τους. Τι μου μένει να κανω; ούτε η ψυχολογος με καταλαβαίνει πλήρως. Έχει αλλα σκεπτικα. Δε μπορώ να ανοιχτω σε άλλον άνθρωπο, θα συνεχίσω μαζί της. Με βοηθάει πολύ. Αλλά ίσως σε κάποια πράγματα δε με καταλαβαίνει. Ούτε εκείνη. Και μάλλον ποτέ, κανεις. Λυπάμαι, ποναω, κλαιω. Κοιτάω το ταβάνι, κλαιω , σηκώνομαι, χαμογελάω έξω, κάνω τον καραγκιόζη. Μέσα μου κλαιω, συνέχεια, όλη μέρα. Ποναω. Πονάει η καρδιά μου. Ποναω. Ποναω.