... βυθίσου στη δίνη του χρόνου.
Βρίσκεσαι σε περιβάλλον γνώριμο.
Μια αμυγδαλιά ανθίζει.
Όλα είναι ακόμα άφθαρτα αν και ασπρόμαυρα.
Τα πλακάκια της αυλής λάμπουν, το ίδιο και η θάλασσα.
Αυτή η θάλασσα!
Ήταν η μέρα του Ευαγγελισμού.
Ένα μωρό ακούστηκε να κλαίει.
Ρυθμίζει με το λαχανιασμένο του κλάμα, την αναπνοή του.
Κάποιος το μάλωνε, όπως εκείνο θα μάλωνε μελλοντικά εσένα.
Απορείς πως τόση ψυχή κρύβεται σε ένα κορμί δυο χούφτες όλο και όλο.
Έτρεξε προς το μέρος σου λαχταρώντας ασφάλεια.
Με τα μικρά, υψωμένα, κοριτσίστικα χέρια του, ζήτησε ντροπαλά αγκαλιά.
Την έσφιξες πάνω σου και ηρέμησε.
Τη σήκωσες ψηλά αλλά της φάνηκε τόσο αστείο που δεν μπορούσε σε αυτόν τον κόσμο να πετάει.
Ποτέ ξανά δεν θα ήταν τόσο ανάλαφρη. Ποτέ ξανά τόσο φευγάτη.
Άγγιζε εξεταστικά, με τα τρυφερά της δάκτυλα, το πρόσωπό σου, ακριβώς όπως θα έκανε ξανά, χρόνια αργότερα.
Μερικές στιγμές μετά ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος σου και φάνηκε να ονειροπολεί πως κάποτε θα ανταπέδιδε τη φροντίδα.
Θα ήταν εκείνη η μεγάλη και εσύ ο μικρός.
«Θα γίνω ό,τι έχει ανάγκη η ευτυχία σου», θα σκεφτόταν αν ήξερε από λέξεις, ενώ βύζαινε τον μικρό της αντίχειρα.
Συνέχιζε να σε παρατηρεί ενώ εσύ αποκοιμήθηκες κρατώντας την, πλημμυρισμένος από ασφάλεια.
Την φαντάστηκες να μεγαλώνει.
Τα μαλλιά της τα κυμάτιζε σαν στάχυα ο αέρας των Κυκλάδων, τις γρατσουνιές στα γόνατα θεράπευε ο ήλιος του απογεύματος, την ντροπή του πρώτου φιλιού θα γιόρταζε περπατώντας σκυφτή μια νύχτα, σαν όλες τις νύχτες.
Οι φίλες της την φώναξαν να βγουν για να παίξουν.
Επέστρεψε το βράδυ μεγαλύτερη και ιδρωμένη από το παιγνίδι.
Η μυρωδιά του ιδρώτα της πάντοτε σε αποκοίμιζε όπως η βροχή.
Πως θα ήταν άραγε εάν μπορούσες να πάρεις αγκαλιά τη μάνα σου, όσο εκείνη θα ήταν ακόμα μωρό;
Πέρα απ' τη γέννηση.
Πέρα απ' το θάνατο.
σχόλια