Αφιέρωμα στον Μεξικανό σκηνοθέτη Αλφόνσο Κουαρόν κάνει ο Guardian με αφορμή την ανάδειξη του «Roma» ως κορυφαία κινηματογραφική ταινία για το 2018.
Περιγράφοντας την ταινία που ο κορυφαίος σκηνοθέτης βασίζει στην ιστορία της οικογένειάς του, κάνει λόγο για μία αφήγηση που αφορά «μία οικογένεια και μία χώρα».
Περιέχει spoilers
«Για εμένα, αυτή η ταινία είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω εύκολα. Ήταν μία διαδικασία παρακολούθησης της ζωής της Κλέο (η υπηρέτρια μία οικογένειας της μεσαίας τάξης) μέσα από την διερεύνηση των προσωπικών τραυμάτων της. Έπειτα συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν 'κοινά' τραύματα με πολλούς ανθρώπους από το Μεξικό κάτι που με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν τραύματα που μοιράζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα».
Το «Roma» είναι μία ωδή στην Λίμπο, την υπαρκτή οικιακή βοηθό της οικογένειας του σκηνοθέτη. Απαντώντας στην ερώτηση του δημοσιογράφου του Guardian για το πώς αντέδρασε η Λίμπο όταν είδε την ταινία, ο σκηνοθέτης απάντησε ότι «την είδε τρεις φορές, έκλαψε πολύ όχι για όσα συμβαίνουν στην ίδια αλλά γιατί ανησυχεί για τα παιδιά, δεν εστίασε στον δικό της πόνο»
Στο σχόλιο του δημοσιογράφου ότι σκηνοθέτες όπως ο Βίκτορ Ερίθε και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ φαίνεται να έχουν επηρεάσει την δουλειά του Κουαρόν, στον τρόπο δηλαδή που παρουσιάζει το «θαύμα της παιδικής ηλικίας», ο ίδιος απαντά ότι «είναι μέσα στο DNA μου. Οι παραγωγοί ταινιών που έχουν αυτή την 'παιδική αίσθηση' όπως ο Σπίλμπεργκ επηρέασαν την γενιά μου. Τους λατρεύω πραγματικά. Το 'Πνεύμα του Μελισσιού' του Εριθε είναι ένα έργο τέχνης αφιερωμένο στην παιδική ηλικία».
Ο σκηνοθέτης περιγράφει την «απόγνωση» που βίωσε μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη Κλέο για την ταινία. «Κάναμε κάστιγνκ για περισσότερο από ένα χρόνο και δεν μπορούσαμε να βρούμε το σωστό άτομο. Έβρισκα γυναίκες που έμοιαζαν με την Λίμπο αλλά δεν είχαν την αίσθησή της. Συνάντησα γυναίκες που είχαν την αίσθησή της αλλά δεν της έμοιαζαν καθόλου. Ένιωσα τόσο τυχερός όταν γνώρισα την Γιαλίτζα Απαρίτσιο. Υπήρξε άμεση οικειότητα μαζί με ένα μείγμα ευφυίας και ζεστασιάς. Είχα τρομερή αγωνία στην αρχή, καθώς η Γιαλίτζα αρχικά δεν είχε δείξει ενδιαφέρον για το ρόλο. Πέρασα δύο αγωνιώδεις εβδομάδες μέχρι να πει το 'ναι'».
«Δεν με ένοιαζε αν ήταν ή ήταν επαγγελματίας ηθοποιός. Ήθελα να μοιάζει όσο περισσότερο γινόταν σε αυτό που είχα κατά νου και οι ηθοποιοί που είχα δει έμοιαζαν 'διαβασμένοι'. Η Γιαλίτζα δεν είχε αυτό το χαρακτηριστικό».
Το σενάριο δεν δόθηκε από πριν στους ηθοποιούς με αποτέλεσμα ο σκηνοθέτης να αισθανθεί αμήχανα την στιγμή που εξηγεί στην Γιαλίτζα ότι θα γεννήσει ένα νεκρό μωρό. Με το που το άκουσε ξέσπασε σε κλάματα και χρειάστηκε να την παρηγορήσει.
Η ταινία έκανε τον σκηνοθέτη να αλλάξει οπτική όχι στον τρόπο που σκέφτεται την παιδική του ηλικία αλλά τις κοινωνικές σχέσεις και τις ταξικές διαφορές που υπάρχουν παντού στον κόσμο.
«Μπορεί η ταινία να σε ταξιδεύει πίσω στο 1971 αλλά τα προβλήματα από τότε είναι πολύ πιο σοβαρά. Όταν η Γιαλίτζα έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Vogue για παράδειγμα, δεν μπορείς να φανταστείς πόσα ρατσιστικά σχόλια εμφανίστηκαν» καταλήγει ο σκηνοθέτης.
Με πληροφορίες από τον Guardian