Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΟΛΗ ηλικίας 3.400 ετών που ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι πριν από λίγο καιρό και θεωρήθηκε η Πομπηία της Αιγύπτου χτίστηκε από τον Αμένωφι Γ’,
εγκαταλείφθηκε από τον αιρετικό γιο του, Ακενατόν και περιέχει εκπληκτικά διατηρημένα ερείπια.
Πριν από τρεις χιλιάδες τετρακόσια χρόνια, ένας αμφιλεγόμενος αρχαίος βασιλιάς της Αιγύπτου εγκατέλειψε το όνομά του, τη θρησκεία του και την πρωτεύουσά του στη Θήβα (σύγχρονο Λούξορ). Οι αρχαιολόγοι ξέρουν τι συνέβη στη συνέχεια: Ο Φαραώ Ακενατόν έχτισε τη βραχύβια πόλη του Ακενατόν, όπου κυβέρνησε μαζί με τη σύζυγό του, Νεφερτίτη και λάτρευε τον θεό Ήλιο. Μετά το θάνατό του, ο νεαρός γιος του, Τουταγχαμών, έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου – και γύρισε την πλάτη στην αμφιλεγόμενη κληρονομιά του πατέρα του.
Αυτή είναι εν ολίγοις η ιστορία μιας πόλης με ασύλητους τάφους και κτίσματα σε σχήμα ημικυκλικό, που τα ευρήματά της θα απασχολήσουν ιστορικούς και αρχαιολόγους για πολλά χρόνια. Γιατί όμως ο Ακενατόν εγκατέλειψε τη Θήβα, η οποία υπήρξε η πρωτεύουσα της αρχαίας Αιγύπτου για περισσότερα από 150 χρόνια; Οι απαντήσεις μπορεί να βρίσκονται στην ανακάλυψη αυτής της νέας πόλης που κληρονόμησε ο Ακενατόν από τον πατέρα του, Αμένωφι Γ’.
Επειδή η πόλη ανακαλύφθηκε μόλις τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, οι αρχαιολόγοι έχουν ανασκάψει μόνο την επιφάνεια του εκτεταμένου χώρου. Ωστόσο, τα ευρήματα που έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής εντυπωσίασαν τους ερευνητές.
Τον είπαν αιρετικό και αντάρτη φαραώ και την περίοδο της βασιλείας του πατέρα του προοριζόταν να γίνει ιερέας. Είχε πάρει μάλιστα και τη σχετική μόρφωση στο ιερατείο του θεού Ρα και όχι στο ιερατείο του Άμμωνα, του παραδοσιακού προστάτη της 18ης δυναστείας, πράγμα που εξηγεί πολλά για την απόσχισή του από την παραδοσιακή λατρεία.
Η περιοχή χρονολογείται από την εποχή της 18ης δυναστείας του Φαραώ Αμένωφι III, ο οποίος κυβέρνησε μεταξύ 1386 και 1353 π.Χ. και ηγήθηκε μιας εποχής εξαιρετικού πλούτου, δύναμης και πολυτέλειας. Στα τελευταία χρόνια του, ο Αμένωφις III θεωρείται ότι βασίλεψε για λίγο μαζί με τον γιο του, τον Ακενατόν.
Ο Φαραώ Ακενατόν βασίλευσε στη χώρα για περίπου 17 χρόνια μεταξύ περίπου του 1353 π.Χ. και 1335 π.Χ. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, το όνομά του ήταν Αμένωφις Δ’, αλλά το έκτο έτος της κυριαρχίας του το άλλαξε σε «Ακενατόν», ένα όνομα που μεταφράζεται χονδρικά ως «Φιλάνθρωπος του Ατόν».
Το άγαλμα που τον αναπαριστά δείχνει έναν άντρα με παράξενη μορφή, μακρύ πρόσωπο, λοξά μάτια και μακρύ σαγόνι, αλλά μπορεί να ήταν και η μόδα της εποχής στα αγάλματα. Τον είπαν αιρετικό και αντάρτη φαραώ και την περίοδο της βασιλείας του πατέρα του προοριζόταν να γίνει ιερέας. Είχε πάρει μάλιστα και τη σχετική μόρφωση στο ιερατείο του θεού Ρα και όχι στο ιερατείο του Άμμωνα, του παραδοσιακού προστάτη της 18ης δυναστείας, πράγμα που εξηγεί πολλά για την απόσχισή του από την παραδοσιακή λατρεία.
Η σειρά διαδοχής του Αμένωφι Γ’ άλλαξε όταν ο αδερφός του Ακενατόν πέθανε πρόωρα. Η Αίγυπτος ήταν σε μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της με κύρος και χρήμα. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα μετά το θάνατο του Ακενατόν, η Αίγυπτος θα βρεθεί σε δεινή θέση. Η πείνα θα μαστίζει τη χώρα και οι ασιατικές κτήσεις θα έχουν χαθεί. Ο φαραώ θα θεωρηθεί καταραμένος, το όνομά του θα διαγραφεί από παντού για να λησμονηθεί από όλους.
Ο χρόνος και η ιστορία παίζουν περίεργα παιχνίδια. Ο καταραμένος και αιρετικός βασιλιάς είναι από τους πιο πολυσυζητημένους της Αιγύπτου. Κυρίως επειδή προσπάθησε να επιβάλει τη μονοθεϊστική θρησκεία υψώνοντας στη θέση του θεού-δημιουργού τον Άτον, το θεό του ήλιου και του φωτός.
Οι θρησκευτικοί του αντίπαλοι δεν ήταν μόνο οι ιερείς και οι πιστοί του Άμμωνα αλλά και όλων των άλλων θεών, που ανάμεσά τους ήταν οι Ώρος, Ίσις, Όσιρις, Θωθ, Άπις, Άνουβις. Εννοείται ότι η επιβολή ενός θεού δεν έγινε αναίμακτα, οι ταραχές πνίγηκαν στο αίμα και η βία ήταν μεγάλη.
Έξι χρόνια αφότου ανέβηκε στο θρόνο, ο Αμένοφις Δ' μετέφερε την πρωτεύουσα από τις λαμπρές Θήβες σε μια νέα πόλη, αυτή που βρέθηκε τώρα και λεγόταν Αμάρνα. Πολλοί αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν, άλλοι αποστάτησαν, άλλοι αντικαταστάθηκαν. Ήταν η αρχή μια μεγάλης ρήξης με την άρχουσα τάξη, με τον Αμένωφι να αλλάζει και το όνομά του Ακενατόν. Τέλος για τον μυστικισμό, τις λατρείες τη νύχτα, όλα γίνονταν στο φως του ήλιου μιας ακατάληπτης μονοθεϊστικής θρησκείας. Με τον λαό και τους ευγενείς να εξακολουθούν να αντιδρούν, έκλεισε, περίπου δέκα χρόνια από την αρχή της βασιλείας του, τους ναούς των άλλων θεών.
Ο Ακενατόν ζήτησε από τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν ρεαλιστικά τους βασιλείς και όχι με τα μέχρι τότε τέλεια χαρακτηριστικά. Ίσως γι' αυτό τον έχουν απεικονίσει σαν καρικατούρα. Πάντως η τέχνη της εποχής του άφησε έξοχα δείγματα και τα ευρήματα που έρχονται στο φως φανερώνουν γούστο και αίσθηση αρμονίας.
Όταν ο Ακενατόν πέθανε, ό,τι έχτισε κυριολεκτικά καταστράφηκε σε μια μέρα. Η πόλη εγκαταλείφθηκε, ερειπώθηκε και οι επιγραφές με το όνομά του εξαφανίστηκαν. Ήταν σαν αυτά τα δεκαεπτά χρόνια να διαγράφηκαν από παντού. Όλα επανήλθαν σε μια προηγούμενη κατάσταση, η προσωπικότητα του φαραώ έμεινε ανεξιχνίαστη και οι καινοτομίες του μένει τώρα να αποκαλυφθούν.
Όπως και να το δούμε, σήμερα μοιάζει ένας μεταρρυθμιστής φαραώ, πριν από την εποχή του. Ήταν όμως εμμονικός ή μεταρρυθμιστής; Αυτήν τη στιγμή στον χρόνο και τους γρίφους του επιχειρούν να λύσουν οι αρχαιολόγοι.
Ο γιος του, ο πιο διάσημος βασιλιάς της Αιγύπτου, ο Φαραώ Τουταγχαμών, διέγραψε τη θρησκεία, την τέχνη του, ακόμα και το όνομά του.
Μόνο η ανακάλυψη της Αμάρνα τον 18ο αιώνα αναβίωσε την κληρονομιά του ηγέτη των αποστατών, ο οποίος πυροδότησε αρχαιολογικές εικασίες για εκατοντάδες χρόνια.
Η νεοανασκαφείσα πόλη θα μπορούσε να δώσει κάποιες ενδείξεις. Ο ανασκαφικός χώρος είναι παλιός και νέος σε μια περιοχή φημισμένη για τα αρχαιολογικά πλούτη της. Οι αρχαιολόγοι αρχικά πίστευαν ότι ήταν ένα νεκροταφείο αλλά βρήκαν κάτι πολύ διαφορετικό, τείχη από τούβλα σε ζιγκ-ζαγκ με ύψος έως και ένα μέτρο και σωρούς αρχαίων αντικειμένων από την εποχή του Αμένωφι Γ’.
Οι δομές είναι γεμάτες με καθημερινά αντικείμενα, πολλά από τα οποία σχετίζονται με την καλλιτεχνική και βιομηχανική παραγωγή που στήριξε την πρωτεύουσα του φαραώ. Υπάρχουν σπίτια όπου μπορεί να είχαν ζήσει οι εργαζόμενοι, ένα αρτοποιείο και κουζίνα, αντικείμενα που σχετίζονται με την παραγωγή μετάλλων και γυαλιού, κτίρια που φαίνεται να σχετίζονται με τη διοίκηση της περιοχής, ακόμη και ένα νεκροταφείο γεμάτο με λαξευτούς τάφους.
Δύο ασυνήθιστες ταφές μιας αγελάδας ή ταύρου βρέθηκαν μέσα σε ένα δωμάτιο στην πόλη. Διεξάγονται έρευνες για τον προσδιορισμό της φύσης των ταφών αυτών.
Αν και το μέγεθος της πόλης δεν έχει ακόμη καθοριστεί, η ημερομηνία της είναι ξεκάθαρη χάρη στα ιερογλυφικά που βρέθηκαν σε μια ποικιλία αντικειμένων. Ένα αγγείο που περιείχε δύο γαλόνια βρασμένου κρέατος ήταν εγγεγραμμένο με το έτος της εποχής του Αμένωφι Γ’ και της βασιλείας του Ακενατόν. Τούβλα, αγγεία και άλλα ευρήματα φέρουν τη βασιλική σφραγίδα του Αμένωφι Γ’. Κάτω από τα ερείπια ο βασιλιάς Ατόν είναι ζωντανός. Οι αρχαιολόγοι έχουν βρει πληθώρα διακοσμητικών και τελετουργικών αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένων των σκαραβαίων και των φυλακτών.
Η πόλη φαίνεται να έχει κατοικηθεί ξανά από τον Τουταγχαμών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του παρόλο που είχε χτίσει μια νέα πρωτεύουσα στη Μέμφιδα.
Ο ετεροθαλής αδελφός του Τουταγχαμών, που αργότερα κληρονόμησε τον θρόνο όταν παντρεύτηκε τη χήρα του, φαίνεται να τη χρησιμοποίησε επίσης. Τέσσερα ξεχωριστά στρώματα οικισμού στον τόπο αυτό δείχνουν εποχές χρήσης μέχρι την κοπτική βυζαντινή εποχή του τρίτου έως του έβδομου αιώνα μ.Χ.