Η εμβληματική «Νίκης της Σαμοθράκης», από τις διασημότερες γλυπτικές συνθέσεις διεθνώς, βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο κεφαλόσκαλο της κλίμακας Νταρού στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι από το 1883 ‒ με ένα διάλειμμα κατά τη γερμανική κατοχή, οπότε φυγαδεύτηκε για να προστατευτεί. Είχε αποκαλυφθεί είκοσι χρόνια πριν από τον Σαρλ Σαμπουαζό (Charles Champoiseau), υποπρόξενο της Γαλλίας στην Αδριανούπολη.
Η Σαμοθράκη αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι γαλλικές διπλωματικές αρχές δεν είχαν πρόβλημα να πάρουν άδεια για τη μεταφορά αρχαιοτήτων στην πατρίδα τους. Ωστόσο, ο λόγος για τον οποίο χρειάστηκαν τόσο πολλά χρόνια μέχρι να τοποθετηθεί σε μια τόσο ξεχωριστή και δεσπόζουσα θέση οφείλεται στο γεγονός ότι η αξία της δεν αναγνωρίστηκε αμέσως. Αρχικά, βρέθηκε ο ώμος και το στήθος, και αυτά εκτέθηκαν πρώτα ‒ δεν έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Στη συνέχεια, βρέθηκαν το σώμα και το αριστερό φτερό. Σταδιακά, άρχισε να παίρνει τη μορφή με την οποία την ξέρουμε σήμερα.
Η έκθεση δεν περιλαμβάνει αρχαιότητες. Μέσα από τεκμήρια, όπως σπάνιες εκδόσεις και φωτογραφικό υλικό, επιδιώκει να αφηγηθεί την ιστορία αυτού του μυθικού νησιού που υπήρξε ξακουστό ήδη από τον καιρό του Ομήρου, καθώς αναφορές σε αυτό απαντούν ήδη στην Ιλιάδα.
Στο ίδιο σημείο όπου είχαν βρεθεί τα διάφορα μέλη από παριανό μάρμαρο υπήρχαν και διάσπαρτοι γκρίζοι λίθινοι δόμοι, τους οποίους θεώρησαν ως κομμάτια ταφικού μνημείου. Μόνο όταν η αυστριακή αποστολή του 1875 διαπίστωσε ότι αποτελούσαν μέρος λίθινης πλώρης πολεμικού πλοίου, ο Σαμπουαζό έσπευσε να εξασφαλίσει τη μεταφορά τους στο Παρίσι.

Το σύνολο της σύνθεσης αποκαταστάθηκε πλήρως, εξασφαλίζοντας τη μεγαλοπρεπή του τοποθέτηση στο Λούβρο ‒ μάλιστα προσομοίαζε στην αρχική της θέση πάνω από το θέατρο στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, δηλαδή ως η Νίκη που προσγειώνεται σε πλώρη πλοίου. Έτσι επικυρώθηκε η πορεία της μέσα στον χρόνο ως αιώνιου συμβόλου ομορφιάς, δύναμης και ελευθερίας.
Η έκθεση «Εικάζοντας / Εικονίζοντας τη Σαμοθράκη: Από τον Όμηρο στο HoloLens» που έχει οργανωθεί στην Πτέρυγα «Ιωάννης Μακρυγιάννης» της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα δεν αφορά αποκλειστικά το διάσημο άγαλμα, ωστόσο δεν θα μπορούσε να μην το περιλαμβάνει.
Μεταξύ άλλων, ο επισκέπτης θα πάρει πληροφορίες σχετικά το ιστορικό της εύρεσης του αγάλματος, π.χ. για την αναζήτηση της κεφαλής, που παραμένει μέχρι σήμερα ένα αρχαιολογικό και καλλιτεχνικό αίτημα (ο πίνακας «Σαμοθράκη, ο Ναός των Καβείρων» του Πολύκλειτου Ρέγκου αποδίδει την αγωνία για το χαμένο κεφάλι του αρχαίου γλυπτού), και την ταυτοποίηση του δεξιού χεριού και τμήματος δαχτύλου που εντοπίστηκαν το 1950 με τα θραύσματα που βρέθηκαν από τους Αυστριακούς τον 19ο αιώνα (εκτίθενται τα γύψινα εκμαγεία που χρειάστηκαν για την ταυτοποίηση), επιβεβαιώνοντας ότι η Νίκη δεν κρατούσε ούτε στεφάνι δόξας ούτε κάποια ταινία αλλά είχε το χέρι της ελεύθερο, παράλληλα με το σώμα.
Περιλαμβάνονται επίσης οι πρώτες απεικονίσεις της Νίκης, π.χ. τρία σχέδια του 1950 και η τυπογραφική πλάκα που χρησιμοποιήθηκε για την προμετωπίδα της 2ης έκδοσης του 1926 της «Σαμοθράκης», βιβλίου που ο Ίωνας Δραγούμης έγραψε το 1906 ενθουσιασμένος από την αυτάρκεια και την οργάνωση της τοπικής κοινωνίας.

Τέλος, ο επισκέπτης θα δει τουριστικές και ελάχιστα πιστές στο πραγματικό γλυπτό μικρογραφίες της αλλά και μια τρισδιάστατη σάρωση του αυθεντικού αγάλματος του 2014. Μάλιστα, θα έχει τη δυνατότητα να δοκιμάσει και μια ψηφιακή επίσκεψη στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, φορώντας μια συσκευή Microsoft HoloLens με την οποία θα διασχίσει μέσα από ένα φυσικού μεγέθους ολογραφικό μοντέλο και σε πραγματικό χρόνο το ιερό, ώστε να δει τη Νίκη να στέκει περήφανη επάνω στην πλώρη.
Στο βίντεο με τίτλο «Διαχρονικά φτερά: Η Νίκη της Σαμοθράκης στην οθόνη» προβάλλονται σκηνές κλασικών ταινιών που έχουν γυριστεί μέσα στο Λούβρο, όπως το «Bande à part» («Μια ξεχωριστή συμμορία») του Ζαν Λικ Γκοντάρ (1960) ή το «Funny Face» («Έξυπνο μουτράκι») με την Όντρεϊ Χέπμπορν (1957), βιντεοκλίπ σαν το «Apeshit» με την Beyoncé και τον Jay-Z και η διαφημιστική καμπάνια της Lancôme, στην οποία η Zendaya βάζει στη θέση του χαμένου κεφαλιού της Νίκης το δικό της και στο δεξί φτερό μια διάφανη μαύρη μπέρτα.
Η έκθεση δεν περιλαμβάνει αρχαιότητες. Μέσα από τεκμήρια, όπως σπάνιες εκδόσεις και φωτογραφικό υλικό, επιδιώκει να αφηγηθεί την ιστορία αυτού του μυθικού νησιού που υπήρξε ξακουστό ήδη από τον καιρό του Ομήρου, καθώς αναφορές σε αυτό απαντούν ήδη στην Ιλιάδα.
Πρόκειται για έναν τόπο που από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα προσέλκυσε το ενδιαφέρον ποιητών, φιλοσόφων, χαρτογράφων, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών, κινηματογραφιστών και μοντελιστών. Το μαρτυρούν πλήθος χειρόγραφα, σκαριφήματα, χάρτες, ημερολόγια και πραγματείες που περιγράφουν ένα επιβλητικό τοπίο άγριας ομορφιάς και μια κοινωνία αγροτικής παράδοσης.


Τέσσερις επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφοι μάς παρέδωσαν μέσα από τη δουλειά τους τεκμήρια της ζωής των ντόπιων και της αρχαιολογικής σκαπάνης κατά τη διάρκεια ενός και πλέον αιώνα. Πρόκειται για τον Wilhelm Burger, που έδρασε την περίοδο 1873-1875, τον Σπύρο Μελετζή (1948), τον αρχιτέκτονας Stuart Shaw, που την περίοδο 1952-1953 πραγματοποίησε μια σειρά από στερεοσκοπικές λήψεις τις οποίες μπορεί να δει κανείς στην έκθεση μέσα από view master, και για τον αρχαιολόγο Δημήτρη Μάτσα που τριάντα χρόνια αργότερα κατέγραψε τη μετάλλαξη της ζωής και του τοπίου λόγω της ανάπτυξης. Ο εικαστικός Πάρις Πρέκας ζωγράφισε υδατογραφίες του αρχαιολογικού χώρου το 1969.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες ενότητες της έκθεσης είναι οι αρχιτεκτονικές μελέτες που εκπονήθηκαν παράλληλα με τις κατά περιόδους εργασίες ανασκαφής, συμβάλλοντας στην κατανόηση του πρωτοποριακού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού των κτιρίων στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, η λατρεία των οποίων αποτελούσε τη δεύτερη πιο σημαντική του αρχαίου κόσμου μετά τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Η έκθεση παρουσιάζει, επίσης, σχεδιαστικές αποκαταστάσεις οι οποίες σήμερα αποτελούν έργα τέχνης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη δουλειά των George Niemann και Alois Hauser τη διετία 1873-1875, του Denys Spittle τη δεκαετία του ’50 με κομψά σχέδια σε στυλ Beaux-Arts, και του John Kurtich που έφτασε στον τόπο το καλοκαίρι του 1971 και έμεινε για τρεις δεκαετίες.
Η Σαμοθράκη κατά την Αναγέννηση θεωρούνταν από τους εμπόρους και τους ταξιδιώτες ο φάρος του βόρειου Αιγαίου. Οι πρώτος ταξιδιώτης που περιέγραψε και απεικόνισε τη Σαμοθράκη ήταν ο φραγκισκανός μοναχός Cristoforo Buondelmonti. Το αριστουργηματικό του βιβλίο «Liber Insularum Archipelagi» του 1420, όπου αποκαλεί το νησί με το μεσαιωνικό του όνομα, Mandrachi (Μανδράκι), αποτελεί σημείο καμπής, γιατί για πρώτη φορά την εντάσσει στα σημαντικότερα νησιά του Αιγαίου, καθιστώντας την κτήμα ενός ευρύτερου κοινού.

Ο γεννημένος στην Ανκόνα από οικογένεια εμπόρων Ciriaco di Filippo de’Pizzecolli, γνωστός ως Κυριακός Αγκωνίτης, έφτασε στη Σαμοθράκη στις 2 Οκτωβρίου του 1444 για να εξετάσει τα ερείπια στην Παλαιόπολη. Περιέγραψε τα τείχη της αρχαίας πόλης και τα εντοιχισμένα γλυπτά στους πύργους της ισχυρής οικογένειας των Γατελούζων, σχεδίασε αρκετές αρχαιότητες και μετέγραψε επιγραφές. Αυτή του η δραστηριότητα αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της σύγχρονης έρευνας.
Ένα από τα ελάχιστα χειρόγραφα που διασώζουν τα αντίγραφα των δικών του σχεδίων από τα μνημεία της Σαμοθράκης είναι γνωστό ως «Codex Ashmolensis». Ανάμεσα στα σχέδια του Αγκωνίτη βρίσκονται έξι νέες γυναίκες που χορεύουν και ο ίδιος ταυτοποίησε ως Μούσες και Νύμφες. Αυτές αποτελούν τμήμα της ζωφόρου του Κτιρίου του Τελετουργικού Χορού, που σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σαμοθράκης.

Οι χαρτογράφοι του τέλους του 15ου αιώνα, εποχής μεγάλων εκστρατειών και ανακαλύψεων, εμπνευσμένοι από το έργο του Buondelmonti, σχεδίασαν χάρτες, στους οποίους το σχήμα της Σαμοθράκης ήταν αποτέλεσμα του συνδυασμού γραπτών κειμένων, φαντασίας και εμπειρίας. Έδιναν στο νησί διαφορετικά παλιότερα ονόματα και αναφέρονταν σε τοποθεσίες δανεισμένες από αρχαίες πηγές. Ο μόνος χάρτης που βασίζεται σε επιστημονικούς υπολογισμούς και προσωπικές παρατηρήσεις, όχι σε αρχαίες πηγές ή παλαιότερες απεικονίσεις, συντάχθηκε μεταξύ 1795 και 1797 επί υπουργίας του ναυάρχου Laurent Jean-François Truguet.
Πέρα από τις πολιτικές και οικονομικές παραμέτρους, η Σαμοθράκη έδινε ανέκαθεν έμπνευση για μεταφυσικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Ο Ηρόδοτος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς συνέδεσαν τους Μεγάλους Θεούς της Σαμοθράκης με τους Καβείρους, δαίμονες οι οποίοι σχετίζονταν με τη μεταλλοτεχνία, ευαισθητοποιώντας τη φαντασία μεγάλων στοχαστών όπως ο Άγγλος θεολόγος George Stanley Faber και ο Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος Friedrich Wilhelm Joseph Schelling.
Ο Γκαίτε κάνει επίσης αναφορά στους Καβείρους στον «Φάουστ», ενώ και ο Ελβετός ψυχίατρος Carl Jung τους συμπεριέλαβε στο «Κόκκινο Βιβλίο». Το 1918 ο Ελβετός ανθρωποσοφιστής Rudolf Steiner σχεδίασε τρία πήλινα αγγεία που αποτελούνται από τρεις αλλόκοτες ανθρωπόμορφες φιγούρες. Άγνωστος καλλιτέχνης υλοποίησε αργότερα σε γλυπτή μορφή το όραμά του με μια τριάδα γύψινων γλυπτών.
Ωστόσο, η παγκόσμια αρχαιολογική κοινότητα ανέκαθεν έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον. Μετά τις πρώτες αναγνωριστικές περιοδείες των Otto Blau και Konstantin Schlottmann το 1854 ακολούθησε η ανακάλυψη της Νίκης το 1863, ενώ το 1873 και το 1875 ασχολήθηκε με την περιοχή ο Alexander Conze με μια αυστριακή ομάδα. Χαρτογράφησαν με μεγάλη σχολαστικότητα, σχεδίασαν, φωτογράφισαν και σε σύντομο χρονικό διάστημα δημοσίευσαν τις μελέτες τους.
Ο Champoiseau επέστρεψε δύο φορές, το 1879 και το 1891, αναζητώντας το κεφάλι της Νίκης. Ο σπουδασμένος στη Μασσαλία γιατρός Νικόλαος Φαρδύς διεξήγε επίσης ανασκαφές στην αρχαία πόλη, ενώ μια γάλλο-τσεχική ομάδα ερεύνησε το 1923 και το 1927 την περιοχή του θεάτρου και του δυτικού λόφου. Το ημερολόγιο ανασκαφής της 28ης Ιουνίου 1938 αποτελεί την πρώτη πλήρη καταγραφή των αμερικανικών εργασιών του Karl Lehmann στη Σαμοθράκη.
Οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του πολέμου, και συνεχίστηκαν το 1944. Ο Lehmann εξακολούθησε το έργο μέχρι τον θάνατό του, το 1960, οπότε ανέλαβε η γυναίκα του Phyllis Williams Lehmann. Η αναστήλωση των κιόνων του ιερού το 1956 οριστικοποίησε την εικόνα του Ιερού των Μεγάλων Θεών, μετατρέποντάς το από έναν ερειπιώνα σε χώρο ευδιάκριτα δομημένο. Από το 1966 έως το 2012 συνέχισε ο James McCredie, ενώ η σύγχρονη ερευνητική ομάδα των Αμερικανικών Ανασκαφών Σαμοθράκης έχει αναλάβει να ολοκληρώσει το μακρύ ερευνητικό έργο.
Ο σχεδιασμός της έκθεσης είναι του Ανδρέα Γεωργιάδη και της Βιβής Γερολυμάτου, ενώ την επιμέλεια υπογράφουν οι Bonna D. Wescoat, Ellen M. Archie και Rebecca A. Salem.
Πηγή: Imag/in/ing Samothrace: «From Homer to the HoloLens», Αmerican School of Classical Studies at Athens, 2025