ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΚΠΛΗΞΗ το γεγονός ότι ένας φημισμένος για τη σεμνότητά του και μονίμως απασχολημένος με σοβαρότατα ζητήματα –όπως ένας εμφύλιος πόλεμος– ηγέτης, φρόντιζε πάντα να βρίσκει χρόνο για να φωτογραφηθεί. Όσον αφορά όμως την εικόνα του, ο Αβραάμ Λίνκολν αποτελούσε πάντα ένα ορατό παράδοξο. Από τη μία πλευρά, παραδεχόταν ότι η «άτονη, λιπόσαρκη μορφή» του δεν ήταν καθόλου ελκυστική. «Επιτρέπεται βέβαια να είσαι άσχημος σ’ αυτόν τον κόσμο», είχε πει κάποτε αστειευόμενος, «αλλά όχι τόσο άσχημος όσο εγώ». Ωστόσο, πάντα ήταν διαθέσιμος για φωτογραφικά πορτρέτα που διέδιδαν την «άσχημη» μορφή του ανά την επικράτεια, απομυθοποιώντας στα μάτια του κοινού την απόμακρη και απρόσωπη φύση της προεδρίας της χώρας, εξυμνώντας όμως ταυτόχρονα τον ίδιο τον Πρόεδρο. Τελικά έγινε ένας από τους πιο πολυφωτογραφημένους άνδρες της εποχής του, ποζάροντας πάνω από εκατό φορές κατά τη θητεία του.
Ο άνθρωπος, η στιγμή και η φωτογραφική τεχνολογία είχαν συγκλίνει το 1861, την ώρα που ο Λίνκολν ετοιμαζόταν να αναλάβει τα καθήκοντά του. Εκείνη τη χρονιά εισήχθη στην Αμερική ένα νέο είδος φωτογραφίας που ονομάστηκε carte-de-visite. Μαζικής παραγωγής και πώλησης σε καταστήματα και περίπτερα, αυτές οι μικρές, χάρτινες εκτυπώσεις μεταμόρφωσαν τις φωτογραφίες από αναμνηστικά σε συλλεκτικά αντικείμενα. Όταν έφτασε στην Ουάσινγκτον, ο Λίνκολν άρχισε να επισκέπτεται συχνά τα στούντιο που τις παρήγαγαν.
Μόλις έφτασε στην Ουάσινγκτον, ο επερχόμενος πρόεδρος πόζαρε για μια νέα σειρά πορτρέτων που τον έκαναν να φαίνεται ήρεμος και σοβαρός, προσφέροντας έτσι ένα απαραίτητο αντίδοτο στις γελοιογραφίες της εποχής που τον απεικόνιζαν να περνάει κρυφά και μεταμφιεσμένος από την εχθρική προς τον ίδιον πόλη της Βαλτιμόρης.
Ο Λίνκολν φρόντιζε να «ενημερώνει» την εικόνα του ανά τακτά χρονικά διαστήματα και συχνά την παραμονή σημαντικών γεγονότων – μια ιδιαίτερα σοφή κίνηση στην εποχή που τα αργά κλείστρα των φωτογραφικών μηχανών δεν μπορούσαν να αποτυπώσουν με σαφήνεια τα ίδια τα γεγονότα. Έτσι, λίγο πριν αποχαιρετήσει συγκινημένος τη γενέτειρά του στο Σπρίνγκφιλντ για να μεταβεί στην πρωτεύουσα, στήθηκε για μια σειρά από φωτογραφίες που κατέγραφαν την εξέλιξη της νέας του γενειάδας. Μόλις έφτασε στην Ουάσινγκτον, ο επερχόμενος πρόεδρος πόζαρε για μια νέα σειρά πορτρέτων που τον έκαναν να φαίνεται ήρεμος και σοβαρός, προσφέροντας έτσι ένα απαραίτητο αντίδοτο στις γελοιογραφίες της εποχής που τον απεικόνιζαν να περνάει κρυφά και μεταμφιεσμένος από την εχθρική προς τον ίδιον πόλη της Βαλτιμόρης.

Ακολούθως, τον Νοέμβριο του 1863, λίγο πριν μεταβεί στο Γκέτισμπεργκ –το πεδίο της πιο πολύνεκρης μάχης του Αμερικανικού Εμφυλίου, που είχε διεξαχθεί στις αρχές του Ιουλίου εκείνης της χρονιάς– για να εγκαινιάσει το κοιμητήριο των πεσόντων, ο Λίνκολν επισκέφθηκε το φωτογραφικό στούντιο του Αλεξάντερ Γκάρντνερ, κατόπιν παρότρυνσης της γλύπτριας Σάρα Φίσερ Έιμς, η οποία αναζητούσε πορτρέτα του Προέδρου ως υπόδειγμα για μια μαρμάρινη προτομή του Λίνκολν που θα τοποθετείτο στο κτίριο του Καπιτωλίου. Παρότι τρεις διαφορετικοί φωτογράφοι έστησαν τις κάμερες τους στο κοιμητήριο του Γκέτισμπεργκ στις 19 Νοεμβρίου, κανένας δεν κατάφερε να απαθανατίσει μια ευκρινή, πόσο μάλλον εμπορεύσιμη, εικόνα του προέδρου στο ρητορικό του ζενίθ. Αντ' αυτού, οι πόζες του στούντιο Gardner έγιναν γνωστές ως οι «φωτογραφίες του Λίνκλον στο Γκέτισμπεργκ».
Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 5 Φεβρουαρίου 1865, μόλις μία ημέρα μετά την επιστροφή του στην Ουάσινγκτον από μια μυστική διάσκεψη στη Βιρτζίνια για την κατάπαυση του πυρός, στην οποία τελικά απέρριψε τις αιτήματα της Συνομοσπονδίας των Νοτίων, ένας εξαντλημένος, σχεδόν αποστεωμένος Λίνκολν επισκέφθηκε ξανά το στούντιο του Γκάρντνερ. Για άλλη μια φορά, τα αποτελέσματα βγήκαν στη δημοσιότητα και αποδείχθηκαν αποκαλυπτικά. Ο συνήθως βλοσυρός Λίνκολν προσέφερε επιτέλους στις κάμερες και στο κοινό ένα ελαφρύ αλλά αναμφισβήτητα αισιόδοξο μειδίαμα. Στη λήξη της τελευταίας, όπως αποδείχθηκε, παρουσίας του Λίνκολν σε φωτογραφικό στούντιο, ο Γκάρντνερ μετακίνησε την κάμερά του προς τον καταβεβλημένο πρόεδρο για ένα τελευταίο κοντινό πλάνο. Αγχωμένος ίσως, ο Γκάρντνερ απέτυχε να ρυθμίσει την εστίασή του. Και όταν επιχείρησε να εμφανίσει το ατελές γυάλινο αρνητικό, αυτό έσπασε στα δύο, λίγο πάνω από το μέτωπο του Λίνκολν. Παρ’ όλα αυτά, ο Γκάρντνερ εκτύπωσε τη φωτογραφία, η οποία έμελλε να αποδειχθεί «στοιχειωμένη».

Για πολλούς που είδαν το πορτρέτο αργότερα, η μη ρετουσαρισμένη ρωγμή που φαινόταν μέσα από τα μαλλιά του Λίνκολν έμοιαζε σχεδόν να προμηνύει το ίχνος των πυροβολισμών που τον περίμενε δύο μήνες αργότερα στο θέατρο Φορντ, όταν δολοφονήθηκε από τον ηθοποιό Τζον Γουίλκς Μπουθ. Στο πορτρέτο αποτυπώθηκε για μια τελευταία φορά η έκφραση που ο προσωπικός του γραμματέας, Τζον Νίκολαϊ, αποκάλεσε «το μακρινό βλέμμα που με προφητική διαίσθηση έβλεπε το τρομερό πανόραμα του πολέμου και άκουγε την κραυγή της καταπίεσης και του πόνου».
Με στοιχεία από The Wall Street Journal