Το λεωφορείο των ΚΤΕΛ Έβρου, ακολουθώντας την Εγνατία Οδό, διέσχισε το παγωμένο τοπίο, με τα χιόνια να καλύπτουν δέντρα, χωράφια, σπίτια. Η διάρκεια του ταξιδιού από τη Θεσσαλονίκη κράτησε περί τις 3,5 ώρες, αλλά κύλησε ευχάριστα. Άλλωστε, είναι μια πλευρά της χώρας που σπάνια σού δίνεται η ευκαιρία να επισκεφτείς και η θέα από το παράθυρο ήταν αποκαλυπτική. Φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη μεσημέρι και η κίνηση στους δρόμους ήταν έντονη. Σε διάφορα σημεία της πόλης ξεπροβάλλουν ωραιότατα οικήματα που προδίδουν ένα παρελθόν ευημερίας. Και παρόλο που κυριαρχούν οι πολυκατοικίες, ακόμα και ανάμεσα σε αυτές μπορείς να ξεχωρίσεις ωραία δείγματα του ’30 και του ’50.
Σκοπός του ταξιδιού μου στην άκρη αυτή της Ελλάδας, στον ακριτικό Έβρο, ήταν να επισκεφθώ το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, ένα από τα πιο αξιόλογα και δραστήρια ιδρύματα πολιτισμού της περιφέρειας, ιδιωτική πρωτοβουλία της κυρίας Αγγελικής Γιαννακίδου. Αυτό το μουσείο δημιουργήθηκε με την καθοριστική συμβολή, υλική και ψυχολογική, της οικογένειάς της, στην οποία με τα χρόνια προστέθηκαν πολλοί ευαισθητοποιημένοι σε σχέση με τον πολιτισμό άνθρωποι, κάθε ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε ένα πρώτης τάξεως κέντρο πολιτισμού για την Αλεξανδρούπολη, εμπλέκοντας πάρα πολλά νέα παιδιά, στοιχείο που το καθιστά ζωντανό οργανισμό ολόκληρης της περιοχής. Όλα αυτά τα ήξερα. Έμενε να τα διαπιστώσω με τα μάτια μου.
Πρόκειται για μια μεγάλης σημασίας συλλογή και έναν όγκο ερευνητικών εργασιών στα οποία αφιέρωσε μια ζωή. Ήταν οι δυο της γιοι εκείνοι που την προέτρεψαν να ιδρύσει ένα μουσείο, λέγοντάς της ότι όφειλε να επιστρέψει στον τόπο όπου έζησε κι εργάστηκε μέρος της κληρονομιάς του.
Το μουσείο στεγάζεται σε ένα από τα παλιότερα αρχοντικά της πόλης. Ένα πέτρινο νεοκλασικό επί της οδού 14ης Μαΐου 63, χτισμένο το 1899, εξοχική κατοικία της οικογένειας του Μιλτιάδη Αλτιναλμάζη, επιχειρηματία από την Αδριανούπολη. Όταν το 1998 η κ. Γιαννακίδου ενδιαφέρθηκε να το μισθώσει από την οικογένεια Παπαθανασίου, στην ανήκει οποία σήμερα, ήταν ένα παροπλισμένο οικοδόμημα στο οποίο έπρεπε να ρίξει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για να το αποκαταστήσει. Αλλά με τη στήριξη των παιδιών της και του συζύγου της έκανε το τόλμημα και σήμερα το αποτέλεσμα τη δικαιώνει απόλυτα.
Το ψηλοτάβανο οίκημα διαθέτει 4 μεγάλα δωμάτια, έναν κεντρικό διάδρομο, υπόγειο, παράσπιτο με πλήθος εκθεμάτων, γεωργικά εργαλεία, μαγειρικά σκεύη, παραδοσιακές φορεσιές, οθόνες όπου προβάλλονται καταγραφές κάθε είδους δραστηριοτήτων, που πλέον έχουν εκλείψει. Η αυλή έχει καλυφθεί ώστε να λειτουργεί ως καφέ και πωλητήριο – εκεί γίνονται και πολλές εκδηλώσεις. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν μια σειρά φωτογραφιών του Αρά Γκιουλέρ. «Κάθισε σχεδόν μια εβδομάδα εδώ, ενθουσιάστηκε με το μουσείο» μου εξηγεί η κ. Γιαννακίδου για τον σπουδαίο Τουρκο-αρμένιο φωτογράφο, ζωντανό θρύλο της Κωνσταντινούπολης και του χώρου της φωτογραφίας διεθνώς.
Το μουσείο, βέβαια, έχει ιδιαίτερη σχέση με την εικόνα. Η δημιουργός του, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, έχει συγκεντρώσει μια σειρά αυθεντικών φωτογραφιών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. Το φωτογραφικό αρχείο του μουσείου αριθμεί πάνω από 7.000. Μαρτυρίες μιας ολόκληρης εποχής, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Έλληνες, Πομάκοι, Μουσουλμάνοι όλων των κοινωνικών και οικονομικών τάξεων, σε γιορτές, γάμους, πορτρέτα, με ρούχα της πόλης και του αγρού, επίσημα, σε γάμους και γλέντια. Αλλά τα σημαντικότερα τεκμήρια είναι τα περί τα 350, καταγραμμένα σε βίντεο, ξεχασμένα σήμερα ήθη και έθιμα.
Η Αγγελική Γιαννακίδου εγκαταστάθηκε στη Θράκη σε ηλικία 18 χρονών, τέλη της δεκαετίας του ’60, ακολουθώντας τον σύζυγό της, πολιτικό μηχανικό με καταγωγή από την περιοχή. Αυτό που αμέσως της έκανε εντύπωση ήταν ο αγροτόκοσμος, οι παραδόσεις του και οι διαφορετικές εθνότητες, ενώ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας της Αλεξανδρούπολης αποτελούνταν από πρόσφυγες, τα ανθρώπινα θύματα της ανταλλαγής πληθυσμών του ’22. Συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά απειλούνταν με πλήρη εξαφάνισης κι έκανε έναν μαραθώνιο για να προλάβει να σώσει και να καταγράψει όλο αυτό που έβλεπε μέρα με τη μέρα να εξαφανίζεται: ενδυματολογικούς κώδικες, τρόπους μαγειρέματος, διατροφικές συνήθειες, συμπεριφορές οικιακής οικονομίας γενικότερα, αγροτικές εργασίες που χάνονται στους αιώνες, επαγγέλματα που έχουν οριστικά εξαφανιστεί ή αυτοί που τα ασκούσαν βρίσκονται πια σε βαθιά γεράματα, αντικείμενα, εργαλεία, παιχνίδια, ενδύματα και κοσμήματα. Έτσι, τα ανήγαγε σε τεκμήρια υψηλού πολιτισμού. Σήμερα έχει καταφέρει να διασώσει περισσότερα από 6.000 αντικείμενα και άλλα τόσα έγγραφα και σπάνια βιβλία. Μια κιβωτός όπου έχει περιθάλψει έναν ολόκληρο ανθρώπινο πολιτισμό, που αλλιώς θα είχε αφεθεί στη λήθη.
Πρόκειται για μια μεγάλης σημασίας συλλογή και έναν όγκο ερευνητικών εργασιών στα οποία αφιέρωσε μια ζωή. Ήταν οι δυο της γιοι εκείνοι που την προέτρεψαν να ιδρύσει ένα μουσείο, λέγοντάς της ότι όφειλε να επιστρέψει στον τόπο όπου έζησε κι εργάστηκε μέρος της κληρονομιάς του. Έτσι, το 2002 ιδρύει το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, ένα πρότυπο μουσείο που διαφέρει κατά πολύ από τα υπόλοιπα λαογραφικά μουσεία, στηρίζοντας τη διατήρηση, τη συντήρηση και την ανάδειξη του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα πολίτες κάθε ηλικίας να συμμετάσχουν στη λειτουργία του και να δημιουργήσουν σύγχρονο πολιτισμό. Οπότε, δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στα δύο πρώτα χρόνια κέρδισε (το 2004) την εύφημο μνεία του Πανευρωπαϊκού Βραβείου Μουσείων. Παράλληλα, ένα σωματείο Φίλων του Μουσείου τη στηρίζει με εθελοντική εργασία και αυτή η τεράστια προσφορά της στον πολιτισμό γίνεται κτήμα όλων. Μια σειρά εκπαιδευτικών προγραμμάτων και το πωλητήριο είναι οι μόνες σταθερές πηγές χρηματοδότησής του.
—Η Αλεξανδρούπολη είναι δημιούργημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;
Η δημιουργία της πόλης μας είναι απότοκος της βιομηχανικής επανάστασης και του εκσυγχρονισμού. Ιδρύθηκε σε μια εποχή ριζικών μεταβολών και ανακατατάξεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η δημιουργία της Αλεξανδρούπολης, ως διέξοδος της πλούσιας θρακικής ενδοχώρας στο Αιγαίο, και η σύνδεση του λιμανιού της με τη σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε την κεντρική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη ήταν μέρος της ανάγκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για εκσυγχρονισμό, με τη συνεργασία των ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Όλα αυτά, τότε, στα 1870, όταν η Θράκη ζούσε το προοίμιο της τριχοτόμησής της. Η Αλεξανδρούπολη, τότε Δεδέαγατς, ήταν ένα κοσμοπολίτικο εμποροναυτικό και σιδηροδρομικό κέντρο με σύγχρονη ρυμοτομία, που σχεδίασαν Ρώσοι μηχανικοί στα 1878, με οκτώ προξενεία και άλλες τόσες ναυτιλιακές εταιρείες. Ο πρώτος κοινωνικός της πυρήνας ήταν ένα πολυποίκιλο φερτό ανθρώπινο δυναμικό που κάλυπτε τις ανάγκες της πόλης. Μια πόλη η οποία είχε κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά και αποκτούσε έντονο χρηματο-οικονομικό και εμπορικό χαρακτήρα.
—Υπήρχε και η εμπορική δραστηριότητα με τα καπνά;
Στην εμπορική δραστηριότητα του λιμανιού από το 1890 καταγράφονται οι εξαγωγές εκατοντάδων τόνων από καπνά, δημητριακά, κρασιά, αλίπαστα, δέρματα ζώων, μετάξια, κουκούλια και άλλα. Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης εξυπηρετούσε τη διακίνηση των προϊόντων μιας πολύ πλούσιας και παραγωγικής ενδοχώρας που χάθηκε μετά το ’22 και την οριστική τριχοτόμηση της Θράκης. Η Αλεξανδρούπολη, το όνομα της οποίας δόθηκε προς τιμήν του βασιλέως Αλεξάνδρου κατά την επιστροφή του μετά την απελευθέρωση και της Ανατολικής Θράκης το ’20, από τη γένεσή της σηματοδοτεί τη γεωπολιτική σημασία αυτού του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ Δύσης - Ανατολής. Οι στρατηγικές αλλάζουν ανάλογα με την κάθε εποχή. Η πόλη, στη διασταύρωση σημαντικών διευρωπαϊκών οδικών αξόνων, επανέρχεται στο προσκήνιο ως κομβικό κέντρο δυνητικών τροχιών ανάπτυξης με άξονες «Αιγαίο - Μαύρη Θάλασσα - Βαλτική», «Αδριατική - Μαύρη Θάλασσα», «Βαλκάνια - Αιγαίο - Νοτιοανατολική Μεσόγειος» στο πλαίσιο ενός νέου γεωπολιτικού καταμερισμού.
Το εικαστικό μου ενδιαφέρον αρχικά για τα πέτρινα και ξύλινα αγροτικά εργαλεία με «έβγαλε» στις ιστορίες των πραγμάτων, τις συνδεδεμένες με αυτές των ανθρώπων. Ιστορίες εξαιρετικά ποικίλες και ενδιαφέρουσες, όπως είναι εξάλλου και η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω το μουσείο αν δεν είχα τις κατάλληλες προσλαμβάνουσες και μια πολύ καλή γνώση όλων αυτών.
—Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για τον αγροτικό κόσμο; Γιατί αφιερωθήκατε σε αυτή την έρευνα;
Από προσωπικό ενδιαφέρον. Όταν ήρθα από τη Θεσσαλονίκη η Θράκη ζούσε στον απόηχο του παραδοσιακού βίου. Ήμουν 18 χρονών κι ένιωσα την πολιτισμική αντίφαση. Δούλευα στην Αλεξανδρούπολη και ζούσα στα χωριά, ίσως γιατί πάντα με ενδιέφερε η γένεση των πραγμάτων. Το εικαστικό μου ενδιαφέρον αρχικά για τα πέτρινα και ξύλινα αγροτικά εργαλεία με «έβγαλε» στις ιστορίες των πραγμάτων, τις συνδεδεμένες με αυτές των ανθρώπων. Ιστορίες εξαιρετικά ποικίλες και ενδιαφέρουσες, όπως είναι εξάλλου και η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω το μουσείο αν δεν είχα τις κατάλληλες προσλαμβάνουσες και μια πολύ καλή γνώση όλων αυτών.
—Ήταν η εποχή που οι μετανάστες έστελναν λεφτά και έχτιζαν τα σπίτια τους.
Ναι, ήταν η εποχή που έρχονταν τα πρώτα νάιλον πουκάμισα, τα πρώτα μάρκα και χτίζονταν τα χωριά.
—Κατεδαφίζοντας τα παλιά;
Ο αγροτικός κόσμος είχε πολύ φτωχικά σπίτια. Το όνειρο του κάθε μετανάστη ήταν ένα σπίτι στο χωριό. Μετά αγόρασε ένα διαμέρισμα στην πρωτεύουσα και στη συνέχεια ένα μαγαζί για την όποια επαγγελματική του απασχόληση. Ένα μεγάλο ποσοστό δεν επέστρεψε στο χωριό, εγκαταστάθηκε στην πόλη.
—Και, βέβαια, επιστρέφοντας από τις Γερμανίες και την Ευρώπη, δεν ήθελαν να επιστρέψουν στον αγρό. Οπότε, ούτε τα παιδιά τους έγιναν αγρότες.
Όχι, βέβαια. Η μετανάστευση αποτέλεσε τη μεγάλη κοινωνική ρωγμή, ο κοινωνικός ιστός διαλύθηκε. Ο κύκλος ζωής της αγροτικής οικογένειας και των νοικοκυριών τους είχε διαταραχθεί. Πολλά παιδιά μεταναστών έμειναν και μεγάλωναν με τις γιαγιάδες και κατέβαιναν αργότερα στην πόλη για μια καλύτερη εκπαίδευση. Στο φιλανθρωπικό σωματείο «Μέριμνα» της Αλεξανδρούπολης, στο οποίο συμμετείχα τότε, φαινόταν καθαρά ότι τα προβλήματα που προέκυπταν πλέον δεν ήταν αυτά της σίτισης αλλά άλλου τύπου. Επρόκειτο για προβλήματα που είχαν σχέση με τις μεγάλες αλλαγές στην οικογενειακή και κοινοτική δομή. Το νέο πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο ζούσαν οι βιομηχανικοί εργάτες διαμόρφωνε νέες αντιλήψεις, νοοτροπίες, συμπεριφορές και εκφράσεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, άλλωστε, η τοπική πολιτισμική ταυτότητα αποκτούσε μια άλλη διάσταση μέσα από την ιδιόμορφη σχέση των μεταναστών με τον τόπο τους, στον οποίο αισθάνονταν ξένοι και 2ης κατηγορίας πολίτες. Ανάλογη ήταν, βέβαια, και η σχέση του ελλαδικού κράτους με τους πολίτες της επαρχίας τότε.
—Σήμερα υπάρχει αγροτική ανάπτυξη ή είναι εγκαταλελειμμένο αυτό το κομμάτι;
Πολύ εγκαταλελειμμένο. Η ελληνική Θράκη είναι ένας κατεξοχήν γεωργικός χώρος. Τα μεγάλα αστικά κέντρα της Θράκης ήταν στη βόρεια και ανατολική Θράκη, που δεν ανήκει πια στην Ελλάδα. Για ποια αγροτική ανάπτυξη να μιλήσουμε μετά τον εξαστισμό του αγροτικού χώρου και τη μετανάστευση; Η συνοχή της οικογενειακής ομάδας που αποτελούσε την εγγύηση για την αποδοτικότερη καλλιέργεια της γης και την ασφάλεια του καλλιεργητή ήταν ήδη παρελθόν. Ακολούθησαν οι πολιτικές της «επιδοτούμενης τεμπελιάς», και όταν επιδοτείσαι για να ξηλώσεις τα αμπέλια σου και τις μουριές σου, έχεις καταστρέψει το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής σου, τη σχέση σου με τη παραγωγή, την καλλιέργεια της γης.
—Ζητούσαν να αντικατασταθούν με άλλου είδους καλλιέργειες;
Ναι, βέβαια Απ’ όσο γνωρίζω, υπήρχαν κοινοτικά προγράμματα για αναδασώσεις. Έγιναν π.χ. με ακακίες, χωρίς αποτέλεσμα όμως, χωρίς καμιά σκέψη σχετικά με το αν το είδος ήταν κατάλληλο ή όχι. Μοναδικό όφελος, αυτό των επιδοτήσεων. Φταίει η όποια σκοπιμότητα ή οι στρεβλώσεις και η μη εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων; Μπορεί καθένα από αυτά ξεχωριστά και όλα μαζί. Στην καλλιέργεια ή παραμέληση της γης καταγράφονται όλες οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες μιας περιοχής, που μέχρι σήμερα έχουν δώσει μάλλον αρνητικά χαρακτηριστικά. Πάντως, στην άλλοτε σοσιαλιστική γειτονική Βουλγαρία οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις είναι πια κατάφυτες από αμπελώνες όπου δουλεύουν φτηνά εργατικά. Στον Έβρο, ευτυχώς, αν και αυτό συμβαίνει τελευταία, άρχισαν πάλι να καλλιεργούν αμπελώνες με τις παλιές, πασίγνωστες, θρακιώτικες ποικιλίες. Στον Νομό Έβρου συναντάς μικρές, αλλά σημαντικές παραγωγές, από τα Δίκαια και το Σουφλί ως τις παρυφές της Αλεξανδρούπολης. Στην υπόλοιπη ελληνική Θράκη υπάρχουν, φυσικά, επώνυμες μονάδες οινοποιίας.
—Ας συνεχίσουμε μ' εσάς.
Ήταν οι ιστορίες των ανθρώπων που είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Η Θράκη, από τις παραμονές των εδαφικών διεκδικήσεων και τους Βαλκανικούς Πολέμους, είχε γίνει θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Στο προσκήνιο, οι διάφοροι μέθοδοι εξόντωσης των ανθρώπων της, που δεν άφηναν χώρο για τον ανθρώπινο πόνο. Οι Θρακιώτες, κυνηγημένοι, πηγαινοέρχονταν από τη μια μεριά του ποταμού στην άλλη με την κρυφή ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα τέλειωνε το κακό. Και αυτό τέλειωσε εκεί όπου σταμάτησε ο προσωπικός τους χρόνος, στην τελευταία προσφυγιά του '22. Για κάποιον που δεν είναι από τη Θράκη είναι συγκλονιστικό. Στο σχολείο δεν είχαμε ακούσει τίποτε απ' όλα αυτά. Εκεί, στα καφενεία, που τα βλέμματα δεν ήταν καρφωμένα στην οθόνη της τηλεόρασης αλλά βυθισμένα σε ένα άδηλο παρελθόν, άκουσα για μνήμες ακριβές που αποτυπώνονταν στα λόγια ή τη σιωπή τους από την οδύνη της προσφυγιάς, που συρρικνώθηκε σε μια περίληψη της Ιστορίας. Η αρχική μου έκπληξη εξελίχθηκε σε πάθος για τη ζωή των ανθρώπων της Θράκης.
—Τι προλάβατε να διασώσετε;
Άργησα.Η οικονομική μου δυνατότητα ήταν περιορισμένη. Αντικείμενα, ρούχα, παλιές εικόνες, βημόθυρα, ασημοζούναρα, δωρήθηκαν ή πουλήθηκαν για ένα νάυλον τραπεζομάντηλο, μετά μανίας θα έλεγα. Ο λόγος ύπαρξής τους ήταν άλλος από αυτόν που νοηματοδοτούσε πια η νέα συνθήκη που διαμόρφωνε η ευκολότερη επικοινωνία ανθρώπων και προϊόντων αλλά και η τηλεόραση. Ο αγροτικός εκσυγχρονισμός και το συνάλλαγμα είχαν συμβάλει στην οικονομική βελτίωση και στη διευκόλυνση της δύσκολης καθημερινότητάς τους. Άλλωστε, τίποτε και κανένας δεν τους είπε ποτέ ότι η ζωή τους είχε κάποια αξία, πόσο μάλλον όλα αυτά τα πράγματα. Αντίθετα, αν τα έδιναν με ή χωρίς αμοιβή στους ένστολους της Επταετίας που ενδιαφέρονταν γι' αυτά, θα κέρδιζαν τουλάχιστον και κάτι από την εκτίμησή τους. Τότε, μέσα από ένα πλαίσιο εξουσίας που υπήρχε, έφυγαν πολλά μπαούλα γεμάτα κεντημένες μνήμες και αντικείμενα ταυτότητας της Θράκης.
—Υπήρχε παραδοσιακή αρχιτεκτονική;
Εξαιρετική! Το Σουφλί έχει τα κουκουλόσπιτα, τα πετρόχτιστα σπίτια των μεταξάδων, που σώθηκαν ως έναν βαθμό. Μέχρι την προηγούμενη 5ετία υπήρχαν τα παλιά σπίτια στη Νέα Βύσσα, με τα πρασινογάλαζα χρώματα και τις καμπυλόγραμμες μετόπες τους. Γκρεμίστηκαν γιαχανάδες (σουσαμετριβεία), χάθηκαν προβιομηχανικοί χώροι. Την εποχή εκείνη η περιφέρεια της Ελλάδας είτε έμεινε στάσιμη είτε αναπτυσσόταν, μιμούμενη τα αστικά κέντρα. Η ανοικοδόμηση κατέκτησε τα χωριά, αλλοιώνοντας τα τοπικά χαρακτηριστικά. Από το '70 και μετά τα έριχναν και έχτιζαν νέα. Δεν υπήρξε πολιτική βούληση και πρόνοια. Και όπου, έστω καθυστερημένα, υπήρξε, δεν εφαρμόστηκαν τα μέτρα στον βαθμό που θα δικαίωνε τον τίτλο «παραδοσιακός οικισμός». Μιλάω για τον Έβρο και όχι για την Ξάνθη και την Κομοτηνή.
—Αλλά ούτε οι ντόπιοι είχαν καμιά αισθητική έγνοια να τα διατηρήσουν…
Η προστασία ιστορικών οικισμών και συνοικιών απαιτεί την εμπλοκή των πληθυσμών μέσα από τη διπλή προσπάθεια προαγωγής και εκπαίδευσης. Ας μην ξεχνάμε ότι η Θράκη ενσωματώθηκε στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, το 1920. Η Ελλάδα βρισκόταν στη διαδικασία του εκσυγχρονισμού, της ομογενοποίησης για την εθνική ταυτότητα, το ’22- ’23 υπήρξε το ζήτημα της ενσωμάτωσης του προσφυγικού κόσμου, η οικονομική κρίση του ’30, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος. Στην ψυχροπολεμική εποχή η πραγματικότητα στη Θράκη αναγνωριζόταν στις λέξεις «απομόνωση», «κοινωνική και οικονομική μετανάστευση». Όταν αυτός ο κόσμος ζούσε στις παρυφές των πολιτικών και πολιτιστικών γεγονότων του αθηναϊκού κράτους, του οποίου η ιδεολογία αποτυπωνόταν στη γνωστή φράση «πρόσεξε, θα σε στείλω στον Έβρο», θα σκεφτόταν την αισθητική; Τους ενδιέφερε να αποκτήσουν ένα νεόχτιστο σπίτι με βασικούς χώρους υγιεινής.
Βρίσκεσαι σε πομάκικο χωριό της Ροδόπης στη Βουλγαρία και ακούς τον τελάλη να φωνάζει από τη στέγη της μισοτελειωμένης οικοδομής ότι το σπίτι χτίστηκε από τον «μαΐστορα» τάδε. Ή πηγαίνεις στα χωριά της ανατολικής όχθης του Έβρου και συναντάς ανθρώπους μετέωρους ανάμεσα στο οθωμανικό παρελθόν και στον εκσυγχρονισμό
—Μα, δεν είχαν την έγνοια να κρατήσουν, έστω, την παράδοση.
Μιλάμε για έναν αγροτικό κόσμο, φτωχό, που είχε συνδέσει όλο αυτό που ονομάζεται «παράδοση» με τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής του. Το Σουφλί, που ήταν ένα ημιαστικό κέντρο με σημαντική και πνευματική κίνηση, δεν καταστράφηκε ως έναν βαθμό; Δεν υπήρξε πολιτιστική πολιτική ώστε έμπρακτα να ευαισθητοποιηθούν οι άνθρωποι για τα θέματα της πολιτιστικής κληρονομιάς και την αξία της ένταξή τους στη σύγχρονη κοινωνική ζωή του τόπου. Στην καλύτερη περίπτωση βιώνεται η ιστορικότητα ενός χώρου μόνο ως μέσου για την οικονομική ανάπτυξη. Ο εξαστισμός του αγροτικού κόσμου και η μετανάστευση άλλαξαν τελείως την πορεία της τοπικής παράδοσης.
—Προλάβατε, λοιπόν, το τέλος. Ψάξατε πολύ;
Ναι, και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που έζησε αυτό το κομμάτι του κόσμου πριν αστικοποιηθεί, προτού η μνήμη και οι υλικότητες, κοινωνικές και ατομικές, θρυμματιστούν σε μικροαντικείμενα και γίνουν αναμνηστικά ή εκθέματα. Ταξίδεψα πολύ. Από το 1970 είχα κάνει εξαιρετικούς φίλους στα χωριά και στους πομάκικους μαχαλάδες. Δεν σκεφτόμουν να κάνω μουσείο, στόχος μου ήταν να γνωρίσω τους ανθρώπους, να μάθω για τα μικρά και τα μεγάλα, τα ταπεινά και τα πολύτιμα φυλαχτά της ζωής τους. Να μάθω για τις μικρές ή τις μεγάλες ιστορίες και τα όνειρα που ήταν γραμμένα πάνω σε ποδιές και υφαντά, τις ιστορίες που συνομιλούσαν με αυτές των τόπων πέρα από το ποτάμι. Μεγάλη εμπειρία, ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο.
—Τότε κρατούσαν ακόμα τις παλιές συνήθειες;
Ναι, μέχρι και το ’70 συμμετείχαν σε πανηγύρια, δρώμενα και τελετουργίες που λειτουργούσαν στις κοινότητες και δεν συνέβαιναν ως αναβίωση. Ναι, υπήρχαν αλλαγές, τα παραδοσιακά ρούχα αλλά και η κοινωνική πραγματικότητα μιας ομάδας είναι πολύπλοκο σύστημα. Το εσωτερικό του συστήματος διαμορφώνεται σε σχέση με έννοιες, θεσμούς, αξίες και ιδεολογίες που δεν τροποποιούνται εύκολα γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς μέσα από ρόλους και γνώριμες συμπεριφορές.
—Κι εσείς καταγράφατε συνταγές και έθιμα;
Τα πάντα. Δεν είχα συγκεκριμένο πεδίο. Καθόμουν μέρες στα χωριά με τους ανθρώπους. Για το μόνο πράγμα που λυπάμαι είναι ότι δεν κατέγραψα με κάμερα. Η μνήμη του σώματος, η κίνηση, ο λόγος, είναι πολύτιμα στοιχεία που έφυγαν μαζί με τους ανθρώπους. Όταν έκανα τις βιντεοσκοπήσεις για τις διάφορες κοινωνικές ομάδες, τους ενδυματολογικούς τύπους και τα κεφαλοδέματα, από τις 7 γυναίκες που συμμετείχαν, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κάποιες έφυγαν.
—Επρόκειτο για κώδικες που είχαν να κάνουν με το κλίμα ή με τη σεξουαλικότητα;
Η κάθε φορεσιά με τα εξαρτήματά της, κεφαλομάντηλα και κοσμήματα, ήταν ο κώδικας με τον οποίο εκφραζόταν η διαφορετικότητα του συνόλου. Ήταν μια δομημένη πληροφορία της κοινοτικής και ατομικής ταυτότητας, ένας κώδικας επικοινωνίας. Είχε σχέση με το κλίμα, τις ύλες που είχε και γνώριζε να επεξεργάζεται, είχε σχέση με τη βιολογική, κοινωνική και οικονομική θέση της γυναίκας, αλλά ως έναν βαθμό και με την αισθητικής της έκφρασης μέσα στο προκαθορισμένο πλαίσιο του ενδυματολογικού τύπου που φορούσε.
—Αλλά και με τη θέση τους σε σχέση με τον γάμο.
Η ενδυματολογική αφήγηση του γάμου γινόταν με κώδικες που η κάθε κοινότητα είχε επινοήσει για να διαχειρίζεται τις διαφυλικές σχέσεις και τους ρόλους, το σύστημα ιεραρχίας της κοινωνικής οργάνωσης. Η μετάβαση της γυναίκας στον νέο κύκλο της ζωής της, που ήταν συνυφασμένος πάντα με την αναπαραγωγική διαδικασία, καταγραφόταν στο διαφορετικό ρούχο που σηματοδοτούσε η σημειολογική χρήση των εξαρτημάτων. Π.χ. υπήρχαν διαφορετικά κεφαλοδεσίματα για νύφες ή νεόνυμφες, νέες μητέρες ή λεχώνες, χήρες ή λυπημένες.
Δεν νιώθουμε ακρίτες, οι άλλοι το βλέπουν έτσι. Ζούμε εδώ και νιώθω πόσο τυχεροί είμαστε να βρισκόμαστε στην είσοδο της Ανατολής, μια αγκαλιά στο Αιγαίο. Η καθημερινότητά μας είναι ένα τρόπος συνέπειας απέναντι στην κοινωνία και τον τόπο.
—Πότε αρχίσατε να καταγράφετε μεθοδικά και σταμάτησε όλη αυτή η διαδικασία να είναι χόμπι;
Τελικά, σήμερα που βλέπω πίσω, δεν νομίζω ότι ήταν χόμπι, γιατί η επικοινωνία μου, η συμμετοχή μου, δεν ήταν για να καλύψω τον χρόνο μου αλλά μια ανάγκη να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους, να μοιραστώ σκέψεις, εμπειρίες, να ακούσω αυτά που βίωναν. Από το 1980 ξεκίνησα να καταγράφω πιο συστηματικά.
—Μια εποχή που η Ελλάδα στρεφόταν στη Δύση, εσείς στραφήκατε στην παράδοση.
Ήταν μια μανία που με οδήγησε σε μια άλλη ζωή. Η βιωματική μου εμπειρία με τους ανθρώπους της Θράκης ήταν καταλυτική. Μου έδωσε τη δυνατότητα να καθαρίζω τις διόδους ερμηνείας της πραγματικότητας τότε, του προτεινόμενου lifestyle που μεσουρανούσε. Ήταν αυτό που πάντα με ενδιέφερε, η γέννηση των πραγμάτων, ο μόχθος των ανθρώπων, συμπεριφορές και αντιλήψεις σύμφυτες με παγανιστικά κατάλοιπα και στοιχεία ομοιοπαθητικής μαγείας που έθρεψε ο πανάρχαιος φόβος των ανθρώπων μπροστά στο θείο και τη φύση. Μέχρι το ’70 μπορούσες να βρεθείς σε εθιμικές πράξεις που στόχο είχαν να ξορκίσουν το κακό, να θεραπεύσουν πόνους και αρρώστιες σε ζωντανά και ανθρώπους με ξόρκια και γητέματα, γιατροσόφια και φάρμακα μαζί.
—Όλα αυτά, φαντάζομαι, θα τα προλάβατε αυθεντικά στην Τουρκία και στη Βουλγαρία.
Βέβαια, γιατί ο λαϊκός πολιτισμός δημιουργήθηκε πριν μπουν τα σύνορα της τριχοτομημένης πια Θράκης Και είναι φυσικό να υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία. Μέσα στις ομοιότητες, όμως, αναγνωρίζεις τις διαφορές, που έχουν σχέση με την κουλτούρα και την αφομοιωματική δύναμη της κάθε εθνοτικής ομάδας. Είναι γεγονός ότι παρόλες τις συνέχειες και τις ασυνέχειες που προκάλεσαν οι οικονομικές και κοινωνικές δομές, την εμπορευματοποίηση της καθημερινής μας ζωής και της συλλογικής μας εμπειρίας, στη Θράκη, συγκριτικά με άλλες περιοχές, μεταμφιέσεις, ήθη και έθιμα, τελετουργίες, τραγούδια και χοροί άντεξαν περισσότερο στον χρόνο και επέζησαν μέχρι σήμερα. Τα προβλήματα στις καταγραφές που έγιναν στη Βουλγαρία ήταν άλλου τύπου από αυτά που προέκυπταν στην Τουρκία. Οι εκπλήξεις ήταν πολλές. Βρίσκεσαι σε πομάκικο χωριό της Ροδόπης στη Βουλγαρία και ακούς τον τελάλη να φωνάζει από τη στέγη της μισοτελειωμένης οικοδομής ότι το σπίτι χτίστηκε από τον «μαΐστορα» τάδε. Ή πηγαίνεις στα χωριά της ανατολικής όχθης του Έβρου και συναντάς ανθρώπους μετέωρους ανάμεσα στο οθωμανικό παρελθόν και στον εκσυγχρονισμό. Απίστευτες συνθήκες μέσα στις οποίες επέζησαν πολλές παλιές συνήθειες.
—Αλλά τώρα μοιράζεστε όλες αυτές τις γνώσεις.
Όταν παίρνεις τη δύσκολη απόφαση να δημιουργήσεις ένα μουσείο, το κάνεις γιατί πιστεύεις ότι μπορείς να δώσεις κάτι στον τόπο, στην κοινωνία. Έχεις μια φιλοσοφία και αυτή πρέπει να αποτυπώνεται και να εκφράζεται στις δραστηριότητές του. Ένα μουσείο έχει λόγο ύπαρξης μόνο όταν λειτουργεί διαδραστικά σε σχέση με την κοινωνία, την ευαισθητοποιεί απέναντι στη μνήμη του τόπου, την ενεργοποιεί ώστε να διεκδικεί το δικαίωμα στη μνήμη. Ένα μουσείο έχει λόγο ύπαρξης μόνο όταν είναι ένας ζωντανός χώρος ώσμωσης των κοινωνικών απαιτήσεων, όταν παράγει σχέσεις και γεφυρώνει κόσμους.
—Εδώ στον Έβρο νιώθετε ακρίτες;
Όχι, θα μας έλειπε το πάθος για ζωή. Δεν νιώθουμε ακρίτες, οι άλλοι το βλέπουν έτσι. Ζούμε εδώ και νιώθω πόσο τυχεροί είμαστε να βρισκόμαστε στην είσοδο της Ανατολής, μια αγκαλιά στο Αιγαίο. Η καθημερινότητά μας είναι ένα τρόπος συνέπειας απέναντι στην κοινωνία και τον τόπο.
Σε αυτήν τη γη πρωτοπεριπλανήθηκε ο τραγόμορφος θεός Διόνυσος, ο Βάκχος, με μύστες και μαινάδες μέσα σε οργιαστικούς ρυθμούς, συνθέτοντας τις πρώτες ωδές του τράγου, παρακινώντας τις κρυφές δυνάμεις της γονιμότητας
—Ακούγεται ότι οι Τούρκοι αλωνίζουν τα μέρη σας, ασκώντας επικίνδυνες πολιτικές προπαγάνδας. Δεν ανησυχείτε;
Όχι. Όταν ξέρεις τα του οίκου σου καλά, δεν νομίζω ότι κινδυνεύεις. Η Θράκη είναι ένας τόπος που έχει την αύρα και τα ίχνη που άφησαν οι κοινωνίες στον κύκλο της ζωής τους. Αυτά τα ίχνη, τα μνημεία, θα μας ταξιδεύουν πάντα από τη μία πλευρά στην άλλη, θέλουμε δεν θέλουμε, γιατί ο πολιτισμός δεν έχει σύνορα. Πρέπει, βέβαια, να γνωρίζεις πολύ καλά τα των άλλων και να κρατήσεις τον ενθουσιασμό για τον δικό σου πολιτισμό. Αν στα μουσεία και στα πανεπιστήμια αναπτύξουμε δίκτυα επικοινωνίας και διαχειριστούμε θέματα σε ένα επιστημονικό και ανθρωποκεντρικό επίπεδο, θα ήταν κάτι πολύ θετικό για την επικοινωνία των ανθρώπων της Θράκη. Αυτό προϋποθέτει μια πολύ καλή γνώση της Ιστορίας, της πολιτισμικής φυσιογνωμίας της Θράκης, των ιδιαιτεροτήτων μιας ανθρωπογεωγραφίας που εκτείνεται σε περιοχές διαφορετικού χαρακτήρα. Μέσα από αυτό κατανοείς την πολιτισμική πολυμέρεια, τοσημαντικότερο στοιχείο της πολιτιστικής φυσιογνωμίας της περιοχής, π.χ. γνωρίζεις τι θα πει μπεκτασισμός και τι σουνιτισμός.
—Τα γνωρίζουν οι πολιτικοί μας, ώστε η άγνοια να μην αποτελεί κακό σύμβουλο σε πολιτικές επιλογές που προκαλούν σύγχυση και ανασφάλεια; Ναι, υπάρχουν πολιτικές προκαθορισμένες, όμως ξέρουμε ότι πολιτισμική αυτονομία και ανεξαρτησία καθιστά πολλές φορές άσκοπη την πολιτική των διπλωματών. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη Θράκη να κρατήσει την ενδιαφέρουσα τοπογραφία των προσώπων της.
—Γιατί επιλέξατε να ονομάσετε το μουσείο «εθνολογικό»;
Γιατί από την αρχή με ενδιέφεραν οι ομάδες διαφορετικής εθνοτικής και πολιτισμικής προέλευσης, γι’ αυτό και ασχολήθηκα με αυτές. Γιατί το μουσείο από την ίδρυσή του είχε να καταθέσει ένα σημαντικό ερευνητικό υλικό που είχε σχέση με την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία. Το 2002 ήμασταν από τους πρώτους που είχαμε μια βάση με την καταγραφή των προσφύγων του ’22 και ένα υλικό εθνολογικό και ιστορικό που διασώζει την τοπική ιστορία και παράδοση ως τμήμα μιας δυναμικής που δεν στρέφεται μόνο προς το παρελθόν αλλά βοηθάει και στη διαμόρφωση του αύριο.
—Επικεντρωθήκατε στη διατροφή και στη γεύση, που ως ανάγκη και απόλαυση παραμένει το πιο ζωντανό στοιχείο που ενώνει παρελθόν και παρόν.
Το ΕΜΘ είναι από τα ελάχιστα ή το μοναδικό, νομίζω, μουσείο που ασχολήθηκε τόσο πολύ με τον πολιτισμό του φαγητού από το 2002. Σ’ αυτό τον τόπο, όπου μέχρι σήμερα το σιτάρι, το σύμβολο της τροφής, αποκαλείται «γέννημα», διασώθηκε το πιο ζωντανό κομμάτι της παράδοσης, το μέσο της ζωής, η τροφή. Σε μυρωδιές και γεύσεις από τα καθημερινά ως τα γιορτινά δειπνοτράπεζα απλώνεται η μνήμη του τόπου και του χώρου που μας έθρεψε, η μνήμη της δυσθυμίας, της αμφιθυμίας αλλά και της ευχαριστίας μας. Γεύματα-σύμβολα μιας κοινωνικής συναίνεσης και σχέσης με τη μάνα γη και τις συγγενικές κουλτούρες του ευρύτερου ιστορικού χώρου της Θράκης, στον οποίο διάφορες εθνότητες μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν, εθελούσια ή μη. Στον διατροφικό χάρτη της Θράκης ζυμώνεται και η τοπογραφία των γεύσεων που ξεκινάει από τις κοιτίδες του ελληνικού πολιτισμού της Μ. Ασίας, του Πόντου, της Αν. και Β. Θράκης αλλά και από τις μαυροθαλασσίτικες πολιτείες που έφθασαν εδώ μαζί τους ξεριζωμένους πρόσφυγες του ’22. Η Θράκη είναι μια κιβωτός μνήμης και γεύσεων. Μεγαλιθικοί τάφοι και δίκοκκα σιτάρια, πομπές από τραγόμορφους κουδουνοφόρους με μαρωνίτικους οίνους και πολύσπορα παρασκευάσματα, ιερά των μεγάλων θεών και κολλυβόζωμα, ορφικοί ήχοι λύρας και κουρμπάνια, βυζαντινές καστροπολιτείες και μελίπηκτα λαλάγγια, προβιομηχανικά συγκροτήματα και μαλεμπί, ζωναράδικα και κουλουριαστές πίτες, αγιάσματα, δένδρα των ευχών και κόλλυβα αρχαγγέλων, τεκέδες και ασουρέ, αγροτικές αυλές με κατιφέδες και κεχριμπαρένια κουσκούσια.
—Στοιχεία που σε ταξιδεύουν ακόμα πιο πίσω, μέχρι τους αρχαίους χρόνους, με τις κλιματολογικές αλλαγές, τις μετακινήσεις εθνοτήτων, τις θρησκείες.
Ναι, πώς να μη μαγευτεί κανείς; Η φύση της Θράκης έθρεψε μύθους με τα ατίθασα άλογα του Διομήδη που έγιναν προσφορά στον Θρακιώτη ιππέα και αργότερα στον Άι Γιώργη, έγινε μουσική και υμνήθηκε από τη λύρα του μύστη Ορφέα. Σε αυτήν τη γη πρωτοπεριπλανήθηκε ο τραγόμορφος θεός Διόνυσος, ο Βάκχος, με μύστες και μαινάδες μέσα σε οργιαστικούς ρυθμούς, συνθέτοντας τις πρώτες ωδές του τράγου, παρακινώντας τις κρυφές δυνάμεις της γονιμότητας που επιβίωσαν στα δρώμενα των κουδουνοφόρων, του καλόγερου και του Μπαμπούσιαρου, της Κορτοπούλας. Η Θράκη είναι ένας τόπος βαθιά μυστηριακός που κρατάει τις αρχαίες αντιστοιχίες με το σήμερα και δεν μπορείς να το καταλάβεις αν δεν βγεις στα πανάρχαια τοπία, εκεί, στα δένδρα των ευχών δίπλα στα αγιάσματα, όπου κρέμονται τάματα κουρέλια, αν δεν διασχίσεις με πλάβα τα νερά του Δέλτα με τους ερωδιούς και τους κύκνους τους τραγουδισμένους από τον Αριστοφάνη. Δρώμενα και ιεροτελεστίες, κουρμπάνια στο όνομα αγίων ή των Μπεκτασί μπαμπάδων και εθιμικές πράξεις, όσο και αν τροποποιήθηκαν, κρατούν στον πυρήνα τους τα σύμβολα και τα μηνύματα μιας άλλης τάξης πραγμάτων, μιας άλλης ζωής, που έχει τη δύναμη όμως να μας φανερώνει τα σημάδια μιας πορείας εσωτερικής και κοινωνικής.
—Έχετε αποθηκευμένο μέρος της συλλογής σας. Θα θέλατε να τη δείτε ολόκληρη συγκεντρωμένη σε ένα μεγάλο, νέο μουσείο;
Ναι, αλλά είναι σχεδόν ανέφικτο. Είναι δύσκολο μέσα από τις θεματολογίες και την έρευνα να αντλήσεις ένα υλικό που θα ήταν χρήσιμο σε ποικίλες εφαρμογές. Λόγου χάριν, τα πουκάμισα, που είναι απίστευτα υψηλής ραπτικής και αισθητικής. Θα ήθελα ένα κτίριο για να συγκεντρωθούν εκεί τα πάντα, αλλά πώς; Θα ήταν εξαιρετικό αν η τοπική αυτοδιοίκηση αγόραζε τουλάχιστον το κτίριο, ώστε να απαλλαγούμε από το βάρος του μισθώματος. Θα ήταν μεγάλη ανάσα. Κι αυτό που με ενδιαφέρει είναι, όσο αντέξουμε, να κάνω πράγματα στον ευρύτερο χώρο της Θράκης, σε τόπους μνήμης σημαντικούς, χωρίς καμιά διάθεση εθνικιστική. Άλλωστε, οι Θράκες είναι φορείς ενός ευρύτερου ιστορικού χώρου ενός πολύ πρόσφατου παρελθόντος. Το μουσείο έχει μια άλλη διάσταση. Το πολιτιστικό απόθεμα της περιοχής για μένα και τους εξαιρετικούς συνεργάτες μου, τον κ. Γιάννη Κουκμά και τη Βαλεντίνα Σωκράτους, είναι μοχλός παρέμβασης και εργαλείο για την κοινωνία. Αυτός ήταν ο στόχος του μουσείου, να συνδέσουμε τη γνώση και την εμπειρία που υπάρχουν με τους προβληματισμούς της σύγχρονης εποχής. Είμαστε υπερήφανοι που το μεγαλύτερο κοινό που έχουμε είναι από 20 μέχρι 35.
—Αισιόδοξο!
Όταν η πόλη γιορτάζει τα «Ελευθέρια», στο μουσείο γίνεται πάρτι όπου μαζεύονται 150-200 νέοι από 20 μέχρι 40 χρονών, προβάλλουμε το αρχειακό υλικό και τα παιδιά κάνουν βίντεο για την πόλη. Υπάρχει μεγαλύτερη ενσωμάτωση από αυτήν;