Σε λίγες μέρες το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού ολοκληρώνει το έργο της μετεγκατάστασής του και εγκαινιάζει τη νέα του έκθεση στο οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Αδριανού, Άρεως, Κλάδου και Βρυσακίου στο Μοναστηράκι, καθώς και στο Τζαμί Τζισδαράκη στην πλατεία Μοναστηρακίου.
Περνώντας τις πύλες του συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό μουσείο. Μέσα σε λίγα λεπτά, αφήνοντας πίσω σου τον θόρυβο της πόλης, έχεις τη δυνατότητα να περιπλανηθείς στον τρόπο ζωής, στις αντιλήψεις και τα αισθητικά πρότυπα μιας άλλης εποχής. Και, φυσικά, να αναζητήσεις άγνωστα τεκμήρια του νεότερου ελληνικού πολιτισμού μέσα από ένα ιστορικό οικιστικό συγκρότημα αλλά και ένα σπάνιο πολιτιστικό απόθεμα. Ουσιαστικά, τα συνολικά δεκαοκτώ αποκατεστημένα ιστορικά οικήματα που συνθέτουν το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε το εναπομείναν τμήμα της συνοικίας Βρυσάκι, ανατολικά της Στοάς του Αττάλου, που επιβίωσε της κατεδάφισης, αλλά επί δεκαετίες είχε εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου.
«Το αναγεννημένο Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, με μια νέα, σύγχρονη και πρωτότυπη επιστημονική και αισθητική προσέγγιση, παντρεύει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, το φυσικό και αστικό περιβάλλον και τις σύγχρονες τεχνολογίες και αναζωογονεί μια ιστορική γειτονιά της Αθήνας».
Μια ολόκληρη γειτονιά στην καρδιά της Αθήνας, όπου η μακραίωνη ιστορία της πόλης ξεδιπλώνεται σε ένα μωσαϊκό από κτιριακά κατάλοιπα: το υστερορωμαϊκό τείχος, η παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγίου Θωμά, η πύλη και η κρήνη του περίφημου αρχοντικού Χωματιανού-Λογοθέτη, το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου όπου έψελνε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η οικία Δραγούμη, αλλά και σπίτια του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Διαπιστώνω ότι η περιήγηση θα είναι μια συναρπαστική, εκπαιδευτική και βιωματική εμπειρία. Κάθε σπίτι φιλοξενεί και μια θεματική ενότητα που πραγματεύεται μια πτυχή του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, ενώ ο περιβάλλων χώρος είναι αποκατεστημένος με τρόπο που θυμίζει τις παλιές πλακιώτικες αυλές. Η νέα έκθεση προτείνει ένα «ταξίδι» αυτογνωσίας και ενθαρρύνει τους επισκέπτες να αναζητήσουν πτυχές της ταυτότητάς τους. Εστιάζει στο διάστημα από το 1750 έως και το 1960, χρονικές περίοδοι από τις οποίες προέρχονται τα περισσότερα αντικείμενα στις συλλογές του μουσείου.
Η αποκατάσταση των κτιρίων ολοκληρώθηκε με χρηματοδότηση από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής-ΕΣΠΑ 2007-2013 και η μόνιμη έκθεση του μουσείου, με διαδραστικές εφαρμογές, πολυμέσα και ποικίλο εποπτικό υλικό, εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής-ΕΣΠΑ 2014-2020, ενώ οι ψηφιακές εφαρμογές στο ΕΠΑΝΕΚ-ΕΣΠΑ 2014-2020. Στο πλαίσιο αυτό έχει ενταχθεί και η αποκατάσταση της «Ταβέρνας Πλάτων», που θα χρησιμοποιηθεί ως χώρος εστίασης του μουσείου.
Τα ίχνη της ιστορίας σε αυτό το σημείο παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα μάλιστα με τις δηλώσεις της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, στη μοναδική διώροφη οικία της οθωνικής περιόδου, στο αρχοντικό δηλαδή Χωματιανού-Λογοθέτη, φιλοξενήθηκε ο Έλγιν, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες, εκεί συσκεύασε τα Γλυπτά για να τα μεταφέρει στο Λονδίνο. Η υπουργός σημείωσε ότι: «Εδώ φιλοξενείται, πλέον, ένα από τα παλαιότερα μουσεία της πατρίδας μας. Το αναγεννημένο Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, που με μια νέα, σύγχρονη και πρωτότυπη επιστημονική και αισθητική προσέγγιση παντρεύει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, το φυσικό και αστικό περιβάλλον και τις σύγχρονες τεχνολογίες και αναζωογονεί μια ιστορική γειτονιά της Αθήνας, μετατρέποντάς τη σε πολυχώρο ανάδειξης και προβολής της νεότερης υλικής και άυλης πολιτιστικής ιστορίας και κληρονομιάς της Ελλάδας».
Έντεκα πολύτιμα εκθέματα
Επενδύτης γυναικείος
Αμάνικο γιλέκο (καμουχάς) της νυφικής ενδυμασίας των γυναικών της Σκύρου. Είναι το πρώτο αντικείμενο που έχει καταγραφεί στις συλλογές του μουσείου, όταν αυτό ιδρύεται ως «Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων» το 1918. Κατασκευασμένο τον 17ο αιώνα στη Μικρά Ασία, αγοράζεται από εμπόρους-ναυτικούς και ταξιδεύει στο Αιγαίο Πέλαγος και τη Σκύρο. Τα φυτικά μοτίβα ισλαμικής-οθωμανικής προέλευσης, η παλαιότητα του υφάσματος, ο χρυσοΰφαντος διάκοσμος, η ιστορικότητα που εν τέλει εμπερικλείει, το καθιστούν ένα από τα σπουδαία αντικείμενα των συλλογών του μουσείου.
Ένας ξυλόγλυπτος Αϊ-Γιώργης
Η γιορτή του Αϊ-Γιώργη τον Απρίλιο ήταν στην προνεωτερική εποχή το ορόσημο για τις μετακινήσεις των αγροτοκτηνοτρόφων στα ορεινά και των μαστόρων της πέτρας, του ασημιού, της ξυλογλυπτικής, του τερζήδικου κεντήματος σε τόπους περισσότερο ή λιγότερο μακρινούς. Αγαπημένος άγιος σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και στα Βαλκάνια, εμπνέει λαϊκές δημιουργίες και παραδόσεις. Με την οικονομία της λαϊκής τέχνης, o ξυλόγλυπτος ταμπλάς αφηγείται με λεπτομέρεια τον θρύλο του καβαλάρη Αϊ-Γιώργη που σκοτώνει τον δράκο και ελευθερώνει την αιχμάλωτη αρχοντοπούλα και το πολύτιμο για την κοινότητα νερό. Το ξυλόγλυπτο «ζωγραφίζει» και υπογράφει, τυπικά ανορθόγραφα, το 1936 ο λαϊκός τεχνίτης Νίκος Μπακαλός, από τη Νεράιδα Φθιώτιδας. Το ΜΝΕΠ διασώζει στη μόνιμη συλλογή ξυλογλυπτικής του δεκαπέντε αντίστοιχα διακριτικά επιχρωματισμένα τεχνουργήματα του Μπακαλού με θεματολογία από τη μυθολογία, τους βίους αγίων και τη νεότερη ελληνική ιστορία, που αποδεικνύουν τη δυναμική των παραδοσιακών τεχνικών και συνδέουν με μοναδικό τρόπο υλικότητα και προφορικότητα.
«Η οπλαρχηγός Ελένη» - Κέντημα
Το δεύτερο μισό του 19ου αι. αναδύονται στα Βαλκάνια εθνικά κινήματα, οι διεκδικήσεις των οποίων οδηγούν σε εντάσεις τόσο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και μεταξύ των εθνοτήτων της περιοχής. Ειδικά η Μακεδονία γίνεται πεδίο αντεγκλήσεων μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας: κάθε εθνικό κράτος προσπαθεί να αυξήσει την επιρροή του στους κατοίκους της περιοχής ιδρύοντας σχολεία, ενισχύοντας πολιτιστικές αδελφότητες, ασκώντας πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. Και δεν αργούν οι ένοπλες συρράξεις, γνωστές ως Μακεδονικός Αγώνας, που κορυφώνονται από το 1904 μέχρι το 1908. Μορφές όπως ο Παύλος Μελάς, ο Τέλος Άγρας, ο Γεώργιος Μόδης μάχονται για μια ελληνική Μακεδονία. Αλλά και οι γυναίκες επιδεικνύουν ηρωισμό: δασκάλες στα ελληνικά σχολεία του μακεδονικού χώρου και συγγένισσες μακεδονομάχων μαρτυρούν για να μην προδώσουν μυστικά του αγώνα, ενώ άλλες, στα όρια του θρύλου, παίρνουν τα όπλα ήδη από τις εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις στα τέλη του 19ου αι. Τέτοια και η «Οπλαρχηγός Ελένη» του ΜΝΕΠ, στο κέντημα τοίχου που φτιάχτηκε στην Κωνσταντινούπολη στο πρώτο μισό του 20ού αι. με την τεχνική κασινάκι, μεταξοκλωστές και απλικέ λεπτομέρειες από ατλάζι. Έμπνευση για το κέντημα, καθώς και για λαϊκές λιθογραφίες και φωτογραφικές πόζες της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα, αποτελεί η μορφή της Περιστέρας Κράκα, οπλαρχηγού της επανάστασης του 1878 στην εξέγερση του Ολύμπου.
Ξύλινο αλογάκι, παιδικό παιχνίδι
Οι εργασίες που έγιναν στα κτίρια του μουσείου για την εγκατάστασή του αποκάλυψαν διάφορα ευρήματα, τους κρυμμένους «θησαυρούς» του μουσείου. Ανάμεσά τους, στο σκοτάδι ενός παταριού, ένα από τα κουνιστά αλογάκια που έφτιαχνε στο παιχνιδάδικό του, στην οδό Αδριανού, ο Θεόδωρος Λεούσης. Από το σκοτάδι στο φως, στην προθήκη του μουσείου, να θυμίζει στους επισκέπτες ότι εδώ που είναι το μουσείο σήμερα κάποτε ήταν μια ζωντανή γειτονιά.
«Το καφενείο του Μορφονιού»
Φιγούρα χάρτινη, σκαλιστή, έργο του καραγκιοζοπαίχτη Σπύρου Κούζαρου (1979), με την οποία έκλεινε εντυπωσιακά η ομώνυμη παράσταση. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, ο αγαθός Μορφονιός κληρονομεί ένα μικρό καφενεδάκι. Πριν προλάβει καλά-καλά να αρχίσει τη λειτουργία του, καταφθάνουν διάφορα πρόσωπα, όπως ο Σταύρακας, ο Νώντας, ο Σιορ Διονύσιος, η Κατίγκω, που του προτείνουν να οργανώσουν παράνομες δραστηριότητες στον χώρο του καφενέ. Μέσα σε αυτό το κομφούζιο, ο Μορφονιός μαζεύει όπως-όπως τα συμπράγκαλα του καφενέ του και πηγαίνει να βρει μια άλλη, ήσυχη γειτονιά της Αθήνας, για να τον στήσει ξανά.
Νυφική μαξιλάρα, Ιωάννινα, 18ος αι.
Ανάμεσα στα έργα της ελληνικής κεντητικής ξεχωριστή θέση κατέχουν τα ηπειρώτικα κεντήματα, τόσο από άποψη τεχνικής εκτέλεσης όσο και για το σημασιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο διάκοσμός τους. Ιδιαίτερα τα γιαννιώτικα μαξιλάρια με σκηνές από την τελετουργία του γάμου αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα από εικονογραφική άποψη, λόγω της μεγάλης αφηγηματικής τους δύναμης. Με πυκνή ριζοβελονιά, πολύχρωμα μετάξια και χρυσοκλωστή απλώνεται στο πανί παράσταση του νυφικού ζευγαριού δεξιά και αριστερά, ενώ στη μέση στέκεται ο γαμπρός έφιππος. Μπροστά του ο «μπράτιμος» ή «αδελφοποιτός», ο επιστήθιος δηλαδή φίλος του, που κατά τα έθιμα της Ηπείρου κρατούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολύπλοκη διαδικασία της γαμήλιας τελετουργίας. Τον διάκοσμο συμπληρώνουν άνθη, ζώα και παράξενα ανθρωπόμορφα πουλιά.
Επίσημη ενδυμασία φουστανέλας και επίσημη ενδυμασία τύπου «Αμαλίας»
Τον 19ο αιώνα οι βασιλείς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους χρησιμοποίησαν τις παραδοσιακές τοπικές φορεσιές για να διαμορφώσουν τη δημόσια εικόνα τους. Η φουστανέλα, καθημερινό ένδυμα των ανδρών σε πολλές περιοχές, ταυτισμένο με τους αγωνιστές του 1821, έγινε η επίσημη στολή του βασιλιά Όθωνα, των κρατικών αξιωματούχων και του στρατιωτικού σώματος των Ευζώνων. Η Αμαλία ταίριαξε το φέσι και το νησιώτικο ζιπούνι με τις φαρδιές φούστες της ευρωπαϊκής μόδας και δημιούργησε μια ενδυμασία που διαδόθηκε πολύ κι έμεινε γνωστή με το όνομά της.
Φεγγίτης μαρμάρινος
Έμπαινε πάνω από την πόρτα για τον εξαερισμό και τον φωτισμό του χώρου, κατασκευασμένος στην Τήνο στο β’ μισό 18ου αιώνα. Οι φεγγίτες είναι από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της τηνιακής μαρμαροτεχνίας, που συστηματοποιήθηκε κατά την όψιμη Βενετοκρατία (17ος αι.), και συνήθως διακοσμούνται με σύμβολα φυλακτικά και αποτρεπτικά. Η τέχνη της μαρμαρογλυπτικής είναι μια ζωντανή παράδοση που έχει καταστεί πολιτισμικό σήμα κατατεθέν της Τήνου. Η τηνιακή μαρμαροτεχνία εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας το 2013 και στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO (Representative List of Intangible Cultural Heritage of Humanity) το 2015.
Τοιχογραφία του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου
Φέρει τον τίτλο «Ο Νέος Ηρακλής Παναΐς Κουταλιανός το 1883 εν Αγγλία». Εικονίζει τον φημισμένο παλαιστή Παναή Κουταλιανό από την Κούταλη της Προποντίδας που έζησε στα τέλη του 19ου αιώνα. Η τοιχογραφία προέρχεται από το σπίτι της Μαριγώς Ζόλκου στο χωριό Κλομιδάδο (Νάπη) της Λέσβου, όπου είχε φιλοξενηθεί ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ το 1928 και είχε ζωγραφίσει το σύνολο των τοίχων και του ταβανιού του «καλού δωματίου» ή «μουσαφίρ οντά» του σπιτιού. Οι αποτοιχισμένες τοιχογραφίες που είχαν αποσπαστεί από το κτίριο αγοράστηκαν το 1972 από το τότε υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, συντηρήθηκαν και εκτέθηκαν σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Εκεί παρέμειναν σε μόνιμη έκθεση ως το 2015 που αποσύρθηκαν εκ νέου για συντήρηση και αποκατάσταση, πριν εκτεθούν τελικά στη νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού.
Κεραμικό αποθηκευτικό δοχείο
Χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη ελιών ή τυριού σε άλμη που κατασκευάστηκε στη Ρόδο, στα μέσα του 20ού αιώνα. Έχει κεραμικό καπάκι και στο εσωτερικό του μικρότερο πλακίδιο, το πλακωτάρι, που συγκρατεί τις ελιές ή το τυρί κάτω από το επίπεδο της άλμης. Πριν την εξάπλωση των ψυγείων (δεκαετία 1950) η διατήρηση των τροφών γινόταν κυρίως με τη χρήση αλατιού (παστά τρόφιμα και διατήρηση στην άλμη), την αποξήρανση και το κάπνισμά τους.