Όταν χτίζονταν τα Ανάκτορα, ολόκληρος ο λαός ξεσηκώθηκε μόλις κυκλοφόρησε η είδηση ότι θα κατασκευάζονταν τα αποχωρητήρια στο εσωτερικό του κτιρίου και όχι στο ύπαιθρο, όπως ήταν το σύνηθες, γεγονός που θεωρήθηκε εντελώς ταπεινωτικό. «Μια βεβήλωση του ιερού χώρου των Βασιλικών Ανακτόρων!» σχολίαζαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ήταν τόσο βίαιος ο ξεσηκωμός των ενάρετων Αθηναίων, με συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια, ώστε οι αρχιτέκτονες αναγκάστηκαν, τελικά, να ενδώσουν στην οργή του λαού και να φτιάξουν τους απόπατους στους κήπους των Ανακτόρων. Κρυφά, όμως, και σε απόμερο σημείο εντός του Παλατιού, έφτιαξαν ένα μοναδικό αποχωρητήριο, παρά τα ενενήντα δύο δωμάτιά του».
Η αναφορά δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική, αλλά δίνει ανάγλυφα τα κοινωνικο-πολιτισμικά δεδομένα της εποχής, περί το 1836-37 στην Αθήνα των μερικών χιλιάδων ανθρώπων, όπου είχε μεταφερθεί από το Ναύπλιο η πρωτεύουσα της χώρας και έπρεπε να εγκατασταθεί το βασίλειο του νεαρού Βαυαρού βασιλιά Όθωνα.
Στο ιστορικό μυθιστόρημά της «Ο Διχασμός» η Φιλομήλα Λαπατά περιγράφει χαρακτηριστικά τη «συμμετοχή» των Αθηναίων στην ανέγερση του σημερινού κτηρίου της Βουλής, που τότε, 177 χρόνια πριν, προέκυψε στο ανατολικότερο άκρο της περιορισμένης πόλης για να στεγάσει τη βασιλική οικογένεια και την αυλή της.
Εκείνη την εποχή, η Αθήνα απλωνόταν πέριξ της Ακροπόλεως. Στη σκιά του βράχου, από του Ψυρρή ίσαμε του Μακρυγιάννη, ξεδιπλωνόταν η καθημερινότητα των Αθηναίων. Στα ποτάμια της κελάρυζε το νερό, στις παρυφές της αντηχούσαν οι τροκάνες των ζωντανών που έβοσκαν, τα βουνά της ξεχώριζαν με μια ματιά στον ορίζοντα. Ο αέρας έφερνε στην πόλη τις μυρωδιές των αγριοβοτάνων, που βασίλευαν στον Υμηττό, ή «τρελοβούνι», όπως το ΄λεγαν οι Αθηναίοι, επειδή χαρακτηριστικό του ήταν οι ξαφνικές εναλλαγές του καιρού.
Πλημμυρίδα εικόνων της Αθήνας στις αρχές του 19ου αι. μας κληροδότησαν μέσα από το πλούσιο έργο τους λογοτέχνες της εποχής, όπως οι αδελφοί Σούτσοι, ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Ραγκαβής, ο Βικέλας. Ήταν πόλη που μετριόταν με τον πήχη τότε η Αθήνα. Στην πραγματικότητα, η ζωή στα ανατολικά τελείωνε λίγο μετά την πύλη του Αδριανού. Από εκεί και πέρα ήταν το χάος.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας που αγόρασε τότε από τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής (της Άνδρου) προς 2 δραχμές τον πήχη, ένα οικόπεδο 8.620 τετραγωνικών πήχεων στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου (τότε ονομαζόταν Μεγάλο Βουλεβάρτο) και Πεσμαζόγλου (τότε Μενάνδρου), προκειμένου να χτίσει το Αρσάκειο Σχολείο και για την ανέγερσή του ζήτησε τη βοήθεια του δήμου. Όταν αντίκρισε το οικόπεδο ένας από τους δημοτικούς συμβούλους, αναφώνησε: «Μας εζήτησαν να τους βοηθήσουμε για να κάνουν ένα σχολείο, για να μάθουν τα κορίτσια μας γράμματα και αυτοί οι ευλογημένοι πήγαν να το κτίσουν στην εξορία τού Αδάμ».
Η καινούργια ελληνική πρωτεύουσα, λοιπόν, είναι περιορισμένη, ταλαιπωρημένη και φτωχή, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτή είναι η εικόνα ολόκληρης της χώρας. Απλώς, το παρελθόν της Αθήνας λάμπει και το μέλλον της φαντάζει πολλά υποσχόμενο.
Όταν η πόλη επιλέγεται για πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, o Γεώργιος Λουδοβίκος Μάουρερ (George Ludwig Maurer), καθηγητής του πανεπιστημίου του Μονάχου, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας, ισόβιος σύμβουλος του κράτους της Βαυαρίας και μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος, γράφει: «Ποιος Βασιλιάς θα μπορούσε να διαλέξει άλλη έδρα για την κυβέρνησή του, τη στιγμή που έχει στα χέρια του την πνευματική έδρα του κόσμου;».
Ωστόσο, η πόλη που αναλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους δεν θυμίζει σε τίποτε την παλαιά της δόξα. Είναι μια μικρόπολη σκονισμένη, με σμιχτά σπίτια και εξωτερικούς αποπάτους, με μερικά οικογενειακά διώροφα εδώ κι εκεί, με σοβαρό θέμα υδροδότησης και αιματοβαμμένους χωμάτινους δρόμους, γιατί οι κρεοπώλες που προμηθεύουν με κρέας τους πελάτες τους σφάζουν το ζώο μπροστά στα μαγαζιά τους κι έτσι καθώς η αποχέτευση είναι υπόθεση ανύπαρκτη, το αίμα του ρέει ανεμπόδιστο.
Η διασκέδαση των ντόπιων είναι η βόλτα στην οδό Βουλεβάρτου (λεωφόρος Αμαλίας) που χονδρικά ξεκινά από την πύλη του Αδριανού και καταλήγει στη Μεσογείτικη Πύλη (σημερινή Όθωνος στην πλατεία Συντάγματος), μία από τις επτά ενός τείχους, που περικλείει την Αθήνα. Ονομάζεται, δε, έτσι επειδή από αυτήν φεύγει δρόμος προς τα Μεσόγεια.
Στα λίγα μέτρα από το σημείο, από την κάτω πλευρά του ανοίγματος, παίζει συνήθως τα απογεύματα μία μπάντα προς τέρψιν των περιπατητών. Η περιοχή είναι γνωστή και ως Μπουμπουνίστρα, εξαιτίας κρήνης που το νερό της, που κατεβαίνει από τους Αμπελοκήπους ακολουθώντας την πορεία του υδραγωγείου του Αδριανού, τρέχει με τόση δύναμη, ώστε ακούγεται σαν μπουμπουνητό.
Κάποιοι, λίγοι Αθηναίοι, έχουν την πολυτέλεια ενός (ή και πλέον) κτήματος έξω από τον περιορισμένο αστικό ιστό. Αυτοί συνήθως φορτώνονται ο καθείς σε κάποιο μόνιππο ή απευθείας στη ράχη του αλόγου και το επισκέπτονται.
Μόλις η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρεται στην Αθήνα, οι έχοντες περιουσία, κοιτάζουν να πληροφορηθούν πρώτοι πού θα στεγαστεί το ανάκτορο του βασιλιά, ώστε να αγοράσουν πλάι ένα κομμάτι γης και να στήσουν κι εκείνοι το πολυτελές σπιτικό τους.
«Να χτίσουμε το ανάκτορο πάνω στον βράχο της ακροπόλεως!»
Σε μία τέτοια υποσχόμενη Αθήνα, λοιπόν, ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος Α΄, που θα χρηματοδοτήσει και το έργο, αναζητεί τον κατάλληλο τόπο για να χτίσει το παλάτι του γιου του. Έναν τόπο ασφαλή, με καλό κλίμα και ανοιχτό ορίζοντα. Οι προτάσεις από τους αρχιτέκτονες της βαυαρικής αυλής έρχονται σχεδόν ταυτόχρονα και δεν συναντιούνται πουθενά.
Ο Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze) προτείνει τον Κεραμεικό, ο Λούντβιχ Λάνγκε (Ludwig Lange) τους πρόποδες του Λυκαβηττού, ο Κάρολος Φρειδερίκος Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel) κάνει την εξόχως προχωρημένη πρόταση το παλάτι να χτιστεί επάνω στον βράχο της Ακροπόλεως και οι Σταμάτης Κλεάνθης και Έντουαρντ Σάουμπερτ (Eduard Schaubert) στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Σταδίου (πλατεία Ομονοίας).
Ο Λουδοβίκος απορρίπτει κατ΄αρχάς -και ευτυχώς- ως «ανάρμοστη» την πρόταση του Σίνκελ και ταλαντεύεται ανάμεσα στις υπόλοιπες. Η ιστορία λέει πως τη λύση δίνουν οι σύμβουλοί του με ένα τέχνασμα. Στα τρία προτεινόμενα σημεία της Αθήνας, αλλά και σε ένα τέταρτο, που υποδεικνύει ο τότε διευθυντής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου, Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (Friedrich von Gaertner), τοποθετούν από ένα κομμάτι κρέας. Το σημείο με το κρέας που θα σαπίσει αργότερα, θα είναι το ιδανικό για την ανέγερση του ανακτόρου.
Η «μοίρα» του κρέατος δείχνει τον λόφο της Μπουμπουνίστρας. Είναι η επιλογή του Γκέρτνερ. Μία μικρή λεπτομέρεια, η δυσωδία που «κατηφορίζει» από τα γειτονικά «κατσικάδικα» (ονομασία του Κολωνακίου, επειδή τότε υπήρχε πληθώρα μαντριών), θα ανατεθεί αργότερα για αποκατάσταση στο ζεύγος των αρχιτεκτόνων Κλεάνθη - Σάουμπερτ.
Ο Βαυαρός αρχιτέκτονας σχεδιάζει το κτήριο και την όψη του και εμφανίζεται στον βασιλιά. Είναι η εποχή που στην Ευρώπη ανθεί η μοναρχία και έτσι, ο οίκος του μονάρχη οφείλει να είναι επιβλητικός και πολυτελής. Η επιφάνεια του κτηρίου που σχεδιάζει ο Γκέρτνερ είναι μεγαλύτερη από εκείνη των ανακτόρων του Μπάκιγχαμ και η όψη του «ιδιαιτέρως περικαλλής», συμπεριλαμβάνουσα την πλειονότητα των στοιχείων του αρχιτεκτονικού διάκοσμου της εποχής.
Αλλά ο Λουδοβίκος θέλει ένα ανάκτορο όσο λιγότερο δαπανηρό γίνεται. Παίρνει μια κόκκινη γραφίδα και αρχίζει να τραβάει γραμμές. Σβήνει τα στοιχεία που κοσμούν την όψη του μεγάρου. Φήμη αναφέρει πως ο Γκέρτνερ θυμώνει. «Μα, Μεγαλειότατε, έχετε αφήσει μόνον έναν στρατώνα!» λέει στον Λουδοβίκο για να πάρει την απάντηση: «δεν πειράζει. Ο όγκος του αρκεί».
Ο λόφος της Μπουμπουνίστρας είναι ύπαιθρος, αλλά όταν ολοκληρωθεί το ανάκτορο, που σχεδιάζεται και που θα είναι το πρώτο κτήριο της περιοχής, ο βασιλεύς θα μπορεί από το μπαλκόνι του να ατενίζει ως την Ακρόπολη.
Αρχιτεκτονικά, το δημιούργημα του Γκέρτνερ θα αποτελέσει χαρακτηριστικό δείγμα κλασικού κτηρίου με αυστηρές γραμμές και με ανάπτυξη σε επίπεδα, λόγω της κλίσης του εδάφους. Ο Λουδοβίκος το θέλει λιτό και δωρικό, αλλά ο αρχιτέκτονας καταφέρνει με μετρημένα διακοσμητικά στοιχεία να το κάνει επιβλητικό. Λέγεται μάλιστα πως έκτοτε η περιοχή γύρω από το ανάκτορο αποκτά ειδικούς όρους δόμησης και η ανέγερση κάθε νέου μεγάρου προϋποθέτει την έγκριση των σχεδίων του από τον ίδιο τον Όθωνα.
Σύμφωνα με το βιβλίο υπό τον τίτλο «Εν Αθήναις, κάποτε» του αθηναιογράφου Διονύσιου Ηλιόπουλου, ο θεμέλιος λίθος του ανακτόρου μπαίνει το πρωί της 26ης Ιανουαρίου (κατά άλλες πηγές, με ελαφρές αποκλίσεις και συνυπολογισμό του παλαιού ημερολογίου, την 5η ή 6η ή 16η Φεβρουαρίου) του 1836, παρόντων των αντιπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων και της αθηναϊκής κοινωνίας. Την επομένη της τελετής θεμελιώσεως, ο Βαυαρός αρχιτέκτων γράφει σε έντυπο της εποχής: «Όταν έδωσαν εις τον νεαρόν Βασιλέα την σφύραν και εκείνος με παιδικήν αφοσίωσιν την παρέδωσε εις τον πατέραν του Βασιλέα Λουδοβίκον, αυτός με δάκρυα εις τα μάτια ενηγκαλίσθη το παιδί του και το κατησπάσθη υπό τα βλέμματα του αθηναϊκού κοινού».
Ούτε δύο μήνες δεν κλείνουν από τη έναρξη των εργασιών και ο Γκέρτνερ εγκαταλείπει την Αθήνα για το Μόναχο. Αφήνει στο πόδι του επιτηρητές του έργου, δύο αρχιτέκτονες, ανθυπολοχαγούς της βασιλικής φρουράς, και κλείνεται στο γραφείο του στη γερμανική πόλη, προκειμένου να σχεδιάσει και το εσωτερικό του ανακτόρου της Αθήνας. Ξεδιπλώνει όλες τις λεπτομέρειες σε 247 σχέδια.
Η ανέγερση του μεγάρου διαρκεί συνολικά 11 χρόνια (ο εσωτερικός διάκοσμος, οροφών και τοίχων, θα ολοκληρωθεί πολύ αργότερα), με την εργασία 500 και πλέον εργατών, αλλά και εθελοντών τεχνητών από τα κυκλαδονήσια, όπου ανθεί η μαρμαροτεχνία. Για την περίσταση μάλιστα επαναλειτουργούν τα λατομεία της Πεντέλης, που τροφοδοτούν το εργοτάξιο. Όσο για την ξυλεία, που απαιτείται, αυτή «ταξιδεύει» από την Κωνσταντινούπολη ειδικά για το αθηναϊκό ανάκτορο (σύμφωνα με τα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών).
Ισόγειο, πρώτος και δεύτερος όροφος ολοκληρώνονται στα τέσσερα πρώτα έτη και στις 11 Ιανουαρίου του 1840 τοποθετείται το πρώτο δοκάρι της στέγης, γεγονός που γιορτάζεται δεόντως λίγες μέρες μετά (οι κακές γλώσσες κάνουν λόγο για κατανάλωση 500 αρνιών και 5.000 φιαλών οίνου).
Το κτήριο αποτελείται από τέσσερις περιμετρικές πτέρυγες, μία ανά πλευρά, και μία κεντρική εσωτερική εκατέρωθεν της οποίας βρίσκονται δύο αίθρια (εσωτερικές αυλές) με ισάριθμα κλιμακοστάσια για ευκολότερη πρόσβαση και επικοινωνία.
Περιβάλλεται από δωρικές κιονοστοιχίες, στα ανατολικά και τα νότια, και προπύλαια στα δυτικά. Στην πρόσοψή του υπάρχουν 52 παράθυρα. Στο κέντρο του β΄ ορόφου διακρίνονται τρία μεγάλα και εκατέρωθέν τους 16 μικρότερα ισομεγέθη. Αντίστοιχα παράθυρα διακρίνονται και στον α΄ όροφο. Στο ισόγειο εκατέρωθεν της εισόδου μετρά κανείς άλλα 14 ισομεγέθη παράθυρα, εκ των οποίων μάλιστα ένα (το τρίτο από αριστερά) είναι «τυφλό». Δεν ανοίγει, δεν κλείνει. Υπάρχει μόνο για λόγους συμμετρίας.
Σχεδόν ταυτόχρονα με το ανάκτορο, του οποίου η «τελική πινελιά» καθυστερεί εξαιτίας των ενισχυμένων απαιτήσεων που παρουσιάζει μια βασιλική κατοικία, στα περιμετρικά όρια του λόφου εμφανίζονται αρχοντικά. Το δίδυμο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, στους οποίους στο μεταξύ ο Καποδίστριας έχει αναθέσει τον πολεοδομικό σχεδιασμό της Αθήνας, εργάζεται κοπιωδώς, αλλά μάλλον εις μάτην.
Οι δύο αρχιτέκτονες προτείνουν για την πόλη μεγαλεπήβολο σχεδιασμό με φαρδείς δρόμους και εντυπωσιακές πλατείες, γεγονός που προϋποθέτει απαλλοτριώσεις και υψηλές αποζημιώσεις. Η αρχική πρότασή τους απορρίπτεται ως «εξόχως δαπανηρή».
«Αίμα και βία στους φρέσκους τοίχους του ανακτόρου»
Η στέγη του ανακτόρου ολοκληρώνεται, οι εργασίες για τον εσωτερικό διάκοσμο, που έτσι κι αλλιώς έχουν ξεκινήσει από το ισόγειο, εξελίσσονται αργά και προσεκτικά και έρχεται η στιγμή για την εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους.
Όθων και Αμαλία, που στο μεταξύ διαμένουν προσωρινά στο αρχοντικό Δεκόζη-Βούρου (στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος - λειτουργεί ως μουσείου της πόλεως των Αθηνών), μπαίνουν πια στη νέα τους κατοικία στις 6 Αυγούστου του 1843. Στο υπόγειο στεγάζονται αποθήκες. Στο ισόγειο η γραμματεία και το ανακτορικό ταμείο με τους βοηθητικούς τους χώρους, το καθολικό παρεκκλήσιο του βασιλιά, το θησαυροφυλάκιο και τα μαγειρεία. Στον πρώτο όροφο βρίσκονται οι αίθουσες του θρόνου, των τροπαίων, των υπασπιστών, του χορού, των παιγνίων. Επίσης, η τραπεζαρία και τα βασιλικά διαμερίσματα, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους. Τον δεύτερο όροφο καταλαμβάνουν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των διαδόχων, του αυλάρχη και του προσωπικού των ανακτόρων.
Ο εσωτερικός διάκοσμος, που έχει σχεδιάσει ο Γκέρτνερ -έτσι όπως καταμαρτυρούν τα ολίγα εναπομείναντα στοιχεία του- είναι εξαίσιος. Κοσμήματα αποτελούν με την εικονογράφησή τους οι αίθουσες τροπαίων και υπασπιστών (σήμερα ενοποιημένες σε αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου). Η ζωφόρος (ύψους 1.22 μ. και μήκους 78 μ.) αποτυπώνει γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και προσωπογραφίες αγωνιστών κι έχει σχεδιαστεί από τον γλύπτη Λούντβιχ Μίκαελ φον Σβαντχάλερ (Ludwig Michael von Schwanthaler) με τη συνεργασία των ζωγράφων Φιλίππου και Γεωργίου Μαργαρίτη.
Την ίδια χρονιά Κλεάνθης και Σάουμπερτ δέχονται νέα «βολή», αυτή τη φορά από τη θρησκευτική ηγεσία του τόπου, όταν προτείνουν ως σημείο ανέγερσης του νέου, μεγαλύτερου μητροπολιτικού ναού της Αθήνας (ως τώρα μητρόπολη είναι ο ναός της Αγίας Ειρήνης, στην οδό Αιόλου) τη θέση όπου εντέλει θα χτιστεί το Οφθαλμιατρείο. «Είναι πολύ μακριά από τον αστικό ιστό και θα δυσκολεύει τους πιστούς» αντιδρούν οι ιεράρχες και η πρόταση των δύο αρχιτεκτόνων πέφτει εκ νέου στο κενό.
Ο μητροπολιτικός ναός, εντέλει, αποφασίζεται να χτιστεί πλάι στον σωζόμενο από τον 13ο αι. μ.Χ. μεσαιωνικό ναό της Θεοτόκου Γοργοεπήκοου και Αγίου Ελευθερίου, περιοχή που αξιολογείται ως ευκολότερη και ασφαλέστερη στην πρόσβαση για τους Αθηναίους πιστούς.
Πάντως, η κατασκευή του ανακτόρου στοιχίζει 100.000 λίρες, κόστος που καλύπτει εξ ολοκλήρου ο Όθων, παίρνοντας το ποσό από το προσωπικό ταμείο του πατέρα του ως άτοκο δάνειο. Από αυτό το ποσό επιστρέφει στο βασιλικό ταμείο όλες κι όλες 2.000 λίρες. Τα υπόλοιπα καλείται να καταβάλει το ελληνικό Δημόσιο.
Στην «Πολιτική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», ο Σπύρος Μαρκεζίνης αναφέρει πως ουδέποτε -ακόμα και μετά την έκπτωσή του από το θρόνο- διεκδίκησε ο Όθων αποζημίωση για τη δήμευση του μεγάρου από το ελληνικό Δημόσιο και πως το ζήτημα ανακίνησε αργότερα ο Μπίσμαρκ για λογαριασμό των κληρονόμων του Όθωνα. Το θέμα είναι πως ως το 1880, τα ταμεία του ελληνικού κράτους μειώνονται κατά 98.000 λίρες.
Με την εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους στο νεόδμητο μέγαρο, που υψώνεται επιβλητικό στον λόφο της Μπουμπουνίστρας, η περιοχή «βαφτίζεται» πλατεία Ανακτόρων. Το όνομά της θα αλλάξει σύντομα. Μέρες μόνο μετά τη μετακόμιση, τη νύχτα της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου ο υποστράτηγος Δημήτριος Καλλέργης με τους έμπιστούς του, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης με τους ατάκτους στρατιώτες του και ο αγωνιστής του ΄21, γνωστός ως «φουστανελοφόρος», Δημήτριος Καλλιφρονάς με τους πολίτες της Αθήνας, περικυκλώνουν το ανάκτορο ζητώντας από τον Όθωνα παραχώρηση Συντάγματος.
«Μεγάλο σπρωξίδι. Λαός και στρατός, ένστολοι με τα όπλα στους ώμους, εξαντλημένοι από την ένταση της αϋπνίας, όργανα της τάξεως μαζί με άτακτα σώματα παλαιών στρατιωτών και επώνυμων αγωνιστών της Επανάστασης του ΄21, καθώς και ήρωες με αρχηγό τον στρατηγό Μακρυγιάννη, παρά τα προτεταμένα όπλα των Βαυαρών στρατιωτών, είχαν περικυκλώσει το Παλάτι και εμπόδιζαν αδιακρίτως την είσοδο σ΄ αυτό. [...] Μια βοή, βγαλμένη λες από τα σπλάχνα της γης, τάραζε σαν ξαφνικό μπουρίνι εκείνο το ξημέρωμα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. [...] "Σύνταγμα! Σύνταγμα! Θέλουμε Σύνταγμα! Ζήτω το Σύνταγμα!" Η Ελλάδα ήταν μια Ελλάδα μεθυσμένη για δημοκρατία και Σύνταγμα» («Ο Διχασμός» - Φ. Λαπατά)
Η εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου στην πλατεία των ανακτόρων, με την «παρθενική» πολιορκία του παλατιού, επικρατεί στην Ιστορία ως «αναίμακτη επανάσταση», παρότι τόσο ο Άγγλος ιστορικός Ντάγκλας Ντέικιν (Douglas Dakin), όσο και ο Έλληνας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, την αναφέρουν ως «σχεδόν αναίμακτη».
Κατά τον πρώτο (στο έργο «Η Ενοποίηση της Ελλάδας»), σε εκείνο το συλλαλητήριο βρίσκει τον θάνατο ένας χωροφύλακας εν υπηρεσία. Κατά τον δεύτερο (στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»), τα θύματα της επανάστασης είναι «δύο μόνο χωροφύλακες φονευθέντες και εις νεανίας σφοδρώς κακοποιηθείς».
Εκείνη τη νύχτα, πάντως, με τις αποφασιστικές φωνές, που αντηχούν για πρώτη φορά στους φρεσκομπογιαντισμένους τοίχους του ολοκαίνουργιου παλατιού, η πλατεία Ανακτόρων μετονομάζεται εκ νέου, και αυτή τη φορά αυτοδικαίως σε πλατεία Συντάγματος. Έτσι μένει ίσαμε σήμερα. Για να ερμηνεύει δημοκρατικά όσες ακόμα παθιασμένες, απαιτητικές φωνές ακολούθησαν.
Ένας κήπος μεταμορφώνει τον «στρατώνα», οι τουαλέτες βρίσκουν πια τη θέση τους στο ανάκτορο
Το ανάκτορο στέκεται ογκώδες στη μέση του πουθενά. Οι λίγες πολυτελείς κατοικίες γύρω του δεν αρκούν για να αποσπάσουν τη ματιά από τα αχανή χωράφια, που το κάνουν πράγματι να μοιάζει με στρατώνα εν μέσω πεδίου βολής. Έτσι, η Αμαλία αναλαμβάνει δράση. Ακριβώς δίπλα στο μέγαρο διαμορφώνει μεγάλο κήπο (καλύπτει έως σήμερα την ίδια έκταση), αναθέτοντας τη φύτευση στον Γάλλο κηποτέχνη Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Bareaud), ο οποίος σχεδιάζει το εσωτερικό δίκτυο των μονοπατιών και καθορίζει τη μορφή και τη θέση των διακοσμητικών στοιχείων, των κτισμάτων, των υδάτινων εκτάσεων και των περίφρακτων χώρων.
Το 1839, περισσότερα από 15.000 καλλωπιστικά φυτά ταξιδεύουν από τη Γένοβα για να φυτευτούν στον κήπο της βασίλισσας. Άλλα πολλά μεταφέρονται από το Σούνιο και την Εύβοια. Η Αμαλία ρίχνεται με πάθος στη διαμόρφωσή. Είναι τέτοιο το ενδιαφέρον της για τον κήπο, που ασχολείται με τη φροντίδα του καθημερινά για τουλάχιστον τέσσερις ώρες. Το 1842 φυτεύει η ίδια τις Ουασινγκτόνιες (ζουν έως σήμερα) στην είσοδο του κήπου από τη λεωφόρο που φέρει το όνομά της.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και καθώς φυτά και δένδρα έχουν πια θεριέψει, το ανάκτορο με τον κήπο του «μυρίζει» Ευρώπη. Είναι ένας παράδεισος που δίνει ώθηση στον αστικό ιστό. Στην πόλη - χωριό όπου λίγο πριν, η ματιά σκορπίζεται στον ανοικτό ορίζοντα, στην «καρδιά» του 19ου αι. γεννιούνται θαύματα.
Οι παρακείμενες βίλες και κάμποσες υποδομές σε ύδρευση και αποχέτευση που στο μεταξύ είναι σε εξέλιξη με τη βοήθεια ξένων δανείων και χορηγιών από επιφανείς Έλληνες του εξωτερικού, με πρώτους και καλύτερους τους πατέρα και υιό Σίνα, Γεώργιο και Σίμωνα, μεταμορφώνουν σιγά σιγά την Αθήνα σε ελκυστική πρωτεύουσα.
Τα όριά της μεγαλώνουν με πολυτελή αρχοντικά και δημόσια κτήρια που χτίζονται σε μικρή πια απόσταση από την πλατεία Συντάγματος, κοντά στο Οφθαλμιατρείο και το Αρσάκειο, που έχουν ολοκληρωθεί και λειτουργούν, ενώ υπό κατασκευή είναι και τα γειτονικά κτήρια που θα στεγάσουν το πανεπιστήμιο και την Ακαδημία υπό την υπογραφή των Δανών αρχιτεκτόνων αδελφών Χάνσεν. Σε λίγα χρόνια θα ανεγερθεί η Εθνική Βιβλιοθήκη, που θα συμπληρώσει την αθηναϊκή τριλογία του νεοκλασικισμού και θα σηματοδοτήσει την οδό Πανεπιστημίου. Εργοτάξια πέριξ του μικρού οικιστικού πυρήνα ετοιμάζουν αξιοζήλευτες κατοικίες και κρατικά συγκροτήματα.
Το 1870, στη διασταύρωση των οδών Αμαλίας και Ξενοφώντος ανεγείρεται το τριώροφο Μέγαρο Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (σήμερα στεγάζει τα γραφεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα). Έξι χρόνια μετά, το 1876, ξεπηδά στην Μενάνδρου (Πεσμαζόγλου), κοντά στο Αρσάκειο, μέγαρο όπου στεγάζεται το παλιό Χρηματιστήριο, ενώ την τριετία 1882-85 ο Γερμανός αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλερ, που θα κατασκευάσει στην Αθήνα -και όχι μόνον- σειρά αριστουργηματικών κτηρίων (μεταξύ αυτών και το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο), υψώνει τη διώροφη κατοικία του στην οδό Μαυρομιχάλη. Έχουν προηγηθεί πολλά άλλα, μεταξύ αυτών η κατοικία του Αυστριακού πρέσβη (σημερινή Φειδίου), η οικία Θεοδωρίδου (διασταύρωση των Πανεπιστημίου και Ομήρου), το Μέγαρο Ιλισίων (Βασ. Σοφίας), το Εθνικό Τυπογραφείο (στην οδό Σταδίου, μεταξύ Αρσάκη και Σανταρόζα), το μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας (Αιόλου στο ύψος της πλατείας Κοτζιά), αλλά και ένα δείγμα αστικής πολυκατοικίας, έργο του Κλεάνθη (στην οδό Λυκοδήμου 18), που χρονολογείται το 1845.
Τώρα ξεπηδούν διάσπαρτες και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις σε κεντρικά και ημικεντρικά σημεία της πόλης με προεξέχον το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, αρχικά το 1866 στη σημερινή διασταύρωση των οδών Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας και ακολούθως (1874) στη σημερινή του θέση, σε μέγαρο σχεδιασμένο από τον Θεόφιλο Χάνσεν. Η Αθήνα μεταμορφώνεται σε μία μεγαλούπολη αντάξια της ιδιότητάς της ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους.
Εν τω μεταξύ, μετά την εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους στο Ανάκτορο της Μπουμπουνίστρας και καθώς τα χρόνια περνούν με τις πολιτικές ζυμώσεις έντονες στο εσωτερικό της χώρας, που προσπαθεί ως νεοσύστατο κράτος να βρει τον βηματισμό της, τα επαναστατικά αντιβασιλικά κινήματα πληθαίνουν.
Τον Οκτώβριο του 1962, με ψήφισμα του Έθνους η βασιλεία του Όθωνα καταργείται και ο μονάρχης μετά της συζύγου του Αμαλίας αναγκάζονται σε έξωση, διατηρώντας ωστόσο τον θρόνο, τον οποίο, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, καταλαμβάνει ο Δανός πρίγκιπας Γεώργιος Α'. Το ανάκτορο της πλατείας Συντάγματος αποκτά νέους ενοίκους και σε λίγα χρόνια, όταν ο Γεώργιος θα νυμφευθεί την Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας, και νέα οικοδέσποινα, η οποία προβαίνει σε μετατροπές και προσθήκες.
Κατ΄ αρχάς, τα αποχωρητήρια βρίσκουν πια τη θέση τους στο εσωτερικό του ανακτόρου. Επιπλέον, τροποποιείται το κλιμακοστάσιο της ανατολικής πτέρυγας και δημιουργείται ορθόδοξο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, στον δεύτερο όροφο. Κι επειδή, οι απαιτήσεις που απορρέουν από τη ιδιότητα της Αθήνας ως πρωτεύουσας έχουν αυξηθεί και είναι πλέον απαραίτητη η φιλοξενία επισήμων στο μεγαλοπρεπές ανάκτορο, ο σχεδιασμός περιλαμβάνει και τη δημιουργία αρκετών ξενώνων.
Το 1884 μία μεγάλη πυρκαγιά, που εικάζεται ότι προήλθε από αναμμένο καντήλι στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, αποτεφρώνει τον δεύτερο όροφο της βορινής πτέρυγας. Μία δεύτερη φωτιά εκδηλώνεται το 1909 και καταστρέφει ολοσχερώς την κεντρική πτέρυγα και τα αντίστοιχα σε αυτήν τμήματα της ανατολικής και δυτικής. Η βασιλική οικογένεια μετακομίζει στο θερινό ανάκτορο του Τατοΐου.
Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η αρχή του τέλους για τη «βασιλική χρήση» του μεγάρου. Παρότι το ζεύγος Γεώργιος Α΄ και Όλγα επιστρέφει στο κτήριο το 1912, ο ελληνοβουλγαρικός πόλεμος, η δολοφονία του βασιλιά και η κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, διακόπτουν τις εργασίες αποκατάστασης των ζημιών. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος επιλέγει ως κατοικία του το ανάκτορο της Ηρώδου του Αττικού (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο), που άλλωστε για εκείνον έχει παραγγελθεί η ανέγερσή του, και στο μέγαρο της πλατείας Συντάγματος στεγάζονται κατά διαστήματα η Όλγα και μέλη της βασιλικής οικογένειας. Το 1922, η βασιλομήτωρ εγκαταλείπει δια παντός την Ελλάδα και το ανάκτορο αφήνεται πια σε διάφορες χρήσεις του Δημοσίου.
Στην αρχή, από τους χώρους του περνούν κρατικές υπηρεσίες, ιδιωτικοί κοινωνικοί φορείς, διεθνείς οργανώσεις που συντονίζονται για την αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων που προκύπτουν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στην δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. εδώ βρίσκουν στέγη υπηρεσίες των υπουργείων Γεωργίας, Στρατιωτικών, Υγιεινής, αλλά και η Διεθνής Υπηρεσία Μετανάστευσης, η Αστυνομία Πόλεων, η «Χριστιανική Ένωσις Νεανίδων» (ΧΕΝ), ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, ο Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών κ.ά. Λειτουργούν, επίσης, ιατρείο βρεφών, οικοτροφείο φοιτητών, νοσοκομείο και ορφανοτροφείο της Near East Relief, καθώς και τα Εργαστήρια Μπενάκη. Τα διαμερίσματα του Γεωργίου Α΄ και το παρεκκλήσι στο ισόγειο χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση της βασιλικής περιουσίας, η οποία καταλήγει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία.
Το 1925, ένα μικρό κτίσμα ανεγείρεται στον περίβολο του ανακτόρου και μέχρι σήμερα είναι γνωστό ως «Παλατάκι». Το 1927 εγκαινιάζεται το «Μουσείο Ενθυμίων του Γεωργίου Α'», ως παράρτημα του Εθνικού-Ιστορικού Μουσείου, το οποίο λειτουργεί μέσα στο κτήριο έως το 1930 και από το 1936 έως το 1941.
Ο περιβάλλων χώρος στην πρόσοψη του μεγάρου αλλάζει όψη με τη δημιουργία του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, το 1928.
Τον Νοέμβριο του 1929 η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, ύστερα από πολλές συζητήσεις στη Βουλή, αποφασίζει τη στέγασή της, μαζί με τη Γερουσία, στο κτήριο του ανακτόρου της πλατείας Συντάγματος. Οι εργασίες για τη μετατροπή του κτηρίου σε Μέγαρο Βουλής και Γερουσίας σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, αποτελούν τη ριζικότερη επέμβαση σε αυτό μετά την κατασκευή του.
Κατεδαφίζεται η κεντρική πτέρυγα και κατασκευάζεται νέα για τη στέγαση των αιθουσών συνεδριάσεων της Βουλής και της Γερουσίας. Στο ισόγειο διαμορφώνονται χώροι γραφείων του πρωθυπουργού και του προέδρου της Βουλής και στον πρώτο όροφο των υπηρεσιών του σώματος. Στον δεύτερο όροφο δημιουργούνται χώροι φιλοξενίας της βιβλιοθήκης της Βουλής και του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο παραμένει στο κτήριο έως το 1992, οπότε μετακομίζει στο Αρσάκειο Μέγαρο.
Την 1η Ιουλίου του 1935 η Ε΄ Εθνοσυνέλευση αρχίζει πανηγυρικά τις εργασίες της στη νέα αίθουσα της ολομέλειας.
Από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Τόνια Α. Μανιατέα