Αληθινός ριζοσπάστης της κινηματογραφικής γλώσσας και ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της γενιάς του, ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ πρωτοστάτησε στις αρχές της δεκαετίας του '70 ως εκπρόσωπος ενός νέου φιλμικού κύματος, που δυστυχώς δεν βρήκε συνεχιστή (όπως συνέβη, ας πούμε, με τη γαλλική νουβέλ βαγκ).
Η πρώτη του ταινία τον βάζει με τη μία στον χάρτη: το Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί του 1965 αφηγείται την ερωτική ιστορία ενός μηχανικού και μιας κομμώτριας που εξελίσσεται σε μια σχεδόν ονειρική γιουγκοσλαβική βιομηχανική πόλη. Δείχνει να έχει ίδια πρόθεση αποδόμησης με αυτήν του Γκοντάρ, υπάρχει όμως μια τρυφερή καρδιά που πάλλεται και ένας παιχνιδιάρικος ρυθμός που ξαφνιάζει. Ακολουθούν το Έγκλημα ζηλοτυπίας (1967) και η Αθωότητα χωρίς προστασία (1969), όπου ο Μακαβέγιεφ έδειξε να αρθρώνει πιο τολμηρά μια εντελώς ξεχωριστή κινηματογραφική γλώσσα, στην οποία η τεκμηρίωση και η μυθοπλασία έδειχναν να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα.
Και τι έκανε τόσο ξεχωριστό το σινεμά του; Μα, ο Σέρβος σκηνοθέτης έπαιζε με τα εκφραστικά μέσα του σινεμά όπως ένας «τρελός επιστήμονας» παίζει με τα στοιχεία και τις χημικές ενώσεις: γνωρίζει όλους τους κανόνες τόσο καλά που, εν τέλει, τους βαριέται και γι' αυτό αποφασίζει να τους αγνοήσει για να δημιουργήσει κάτι τόσο φρέσκο και ανατρεπτικό που θα επαναπροσδιορίσει την ίδια την επιστήμη (ή την τέχνη) που υπηρετεί.
Και τι έκανε τόσο ξεχωριστό το σινεμά του; Μα, ο Σέρβος σκηνοθέτης έπαιζε με τα εκφραστικά μέσα του σινεμά όπως ένας «τρελός επιστήμονας» παίζει με τα στοιχεία και τις χημικές ενώσεις: γνωρίζει όλους τους κανόνες τόσο καλά που, εν τέλει, τους βαριέται και γι' αυτό αποφασίζει να τους αγνοήσει για να δημιουργήσει κάτι τόσο φρέσκο και ανατρεπτικό που θα επαναπροσδιορίσει την ίδια την επιστήμη (ή την τέχνη) που υπηρετεί.
Αυτό γίνεται ξεκάθαρο το 1971 όταν ο Σέρβος κινηματογραφιστής θα παρουσιάσει τα συγκλονιστικά Μυστήρια του Οργανισμού, την ταινία που το πλέον «δύσκολο» κινηματογραφικό κοινό, αυτό των Καννών, χειροκροτούσε για 13 λεπτά. Θαυμαστής του Βίλχελμ Ράιχ, ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ επηρεάστηκε σημαντικά από τις θεωρίες του και η ταινία του αποτελεί μια κινηματογραφημένη μεταφορά του έργου του μεγάλου ψυχαναλυτή, που όμως υπονομεύεται από την ίδια της τη φόρμα. Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να μιλήσουμε για την επαναστατικότητα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, δίχως να παίξουμε περίτεχνα (δηλαδή εντελώς ερωτικά) με ό,τι συνιστά τη φιλμική γλώσσα;
Μιλάμε άλλωστε για μια άλλη εποχή, όπου ιδεολογικοί αντιρρησίες και ανένταχτα πνεύματα επιστρατεύουν την τότε φρέσκια τέχνη του κινηματογράφου προκειμένου να δώσουν μια νέα πνοή στη γλώσσα του. Κάτι που ο Μακαβέγιεφ όχι απλώς πέτυχε, αλλά το «παραπέτυχε» κιόλας: η ταινία απαγορεύτηκε στη Γιουγκοσλαβία και οδήγησε στη διαγραφή του σκηνοθέτη από το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας, υποχρεώνοντάς τον στην αυτοεξορία – κάτι που ήταν αναμενόμενο, αν λάβουμε υπόψη μας τις κριτικές αιχμές του φιλμ απέναντι στις σοσιαλιστικές παρεκκλίσεις της εποχής. Έτσι, ο Μακαβέγιεφ «βαπτίστηκε» αντιφρονών σκηνοθέτης.
«Την πρώτη φορά που ανακάλυψα τον Ράιχ ήταν όταν ήμουν 20 ετών και υπήρχε ένα μικρό φυλλάδιο που ονομαζόταν Μαρξισμός και ψυχανάλυση. Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν ότι μιλούσε για τη σχέση μεταξύ σεξ και αγάπης. Τότε ζούσαμε σε πάρα πολύ έντονες κοινωνίες, στις οποίες επικρατούσε ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός και υπήρχε πολύ πάθος στην ατμόσφαιρα. Κι εμείς, ως νεαροί, όταν θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, να ασκήσουμε κριτική σε κάτι, πάντοτε αισθανόμασταν λίγο μουδιασμένοι, δεν ήμασταν τόσο ελεύθεροι ώστε να ασκήσουμε τέτοιου είδους κριτική. Και οτιδήποτε παρουσιαζόταν ως αγάπη για επανάσταση, αγάπη για σεξ κ.λπ. ήταν για μας ουσιαστικά μια έκφραση της αγάπης για εξουσία.
»Όταν έμαθα για τον θάνατο του Ράιχ και ανέτρεξα λίγο στη ζωή του, είδα ότι ήταν γεμάτη συγκρούσεις. Συγκρούσεις στην πατρίδα του, την Αυστρία, συγκρούσεις μετά, όταν πήγε στη Γερμανία, πέρασε από τη Ρωσία, τη Σκανδιναβία και τελικά κατέληξε στην Αμερική, η οποία θεωρούνταν και ήταν η χώρα της ελευθερίας. Αλλά κι εκεί πάλι συγκρούστηκε και κατέληξε να πεθάνει στη φυλακή, κι αυτό ήταν κάτι που με εντυπωσίασε. Το τέλος του, ουσιαστικά, ήταν κάτι που ο ίδιος προκάλεσε. Αλλά ως χαρακτήρας, μέσα από τα δικά μου τα μάτια, ήταν μια μεταφορά για όλον τον κόσμο, μια παρομοίωση όλου του κόσμου ήταν η ζωή του».
Ο Κόπολα καλεί τον σκηνοθέτη να σκηνοθετήσει, σε παραγωγή δική του, το Αποκάλυψη Τώρα! αλλά το σενάριο δεν τον ικανοποιεί. Η συνέχεια θα ήταν ακόμα πιο ρηξικέλευθη, ακόμα πιο ανατρεπτική: ένα φιλμ που μοιάζει με το αθυρόστομο αστείο ενός μικρού παιδιού, αλλά και μια διακήρυξη ελευθερίας, το Sweet Movie, ένα φιλμ «σπασμένο», σχεδόν σαν ένα σημειολογικό βαριετέ, στήνει μια ξεκάθαρα αντιεξουσιαστική πολεμική μέσα από τις εντελώς «χαλαρές» αφηγηματικά ιστορίες δύο γυναικών, της νικήτριας ενός διαγωνισμού ομορφιάς (τα γεννητικά όργανα της οποίας ακτινοβολούν) και της καπετάνισσας ενός πλοίου ζάχαρης, που συναγωνίζονται για την ερωτική εύνοια ενός εκατομμυριούχου. Και φυσικά το πλοίο δεν θα μπορούσε να μοιάζει με όλα τα άλλα: έχει στην πλώρη τον Καρλ Μαρξ, που κλαίει από το ένα μάτι, ενώ ο Μακαβέγιεφ παίζει με όλα τα στερεότυπα, διατηρώντας τόσο μια ιδεολογική σαφήνεια όσο και μια αξιοθαύμαστη αυθάδεια, είτε φιλμάροντας μια ερωτική σκηνή στον Πύργο του Άιφελ είτε σκηνές κοπρολαγνείας και παιδικής κακοποίησης.
Αποφεύγοντας εδώ τα στοιχεία του ντοκιμαντέρ, ο Μακαβέγιεφ δημιουργεί ένα τρομερό φιλμικό κολάζ που μοιάζει και με σχόλιο πάνω στην ίδια τη φύση του κινηματογράφου, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ένας ναυτικός από το Θωρηκτό Ποτέμκιν του Αϊζενστάιν γίνεται ένας από τους ήρωες του Sweet Movie (ο υπέροχος Πιερ Κλεμεντί).
Βέβαια, εμείς θυμόμαστε σήμερα την ταινία και για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Λέει ο σκηνοθέτης:
«Βρισκόμουν στο Παρίσι και μου τηλεφώνησε ένας φίλος του Μάνου από το Λονδίνο, ο οποίος μου είπε πως ο συνθέτης είχε δει την ταινία μου Τα μυστήρια του οργανισμού, είχε γοητευτεί και σκεφτόταν έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε. "Εγώ θέλω να κάνω κάτι γι' αυτόν τον άνθρωπο και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι αυτό" είπε, και κάθισε στο πιάνο πατώντας μια νότα. "Θα κλείσω τα μάτια μου και θα γράψω κάτι γι' αυτόν".
»Εγώ τότε δεν ήξερα πολύ καλά ποιος ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις και ποιο ήταν το έργο του. Του τηλεφώνησα στο Λονδίνο και του είπα να μου στείλει ένα δείγμα της δουλειάς. Εκείνος μου έστειλε το τραγούδι "Τα παιδιά κάτω στον κάμπο", το οποίο υπάρχει στην ταινία και το οποίο, όπως καταλαβαίνετε, επιλέχτηκε αμέσως! Το πνεύμα του Χατζιδάκι βρισκόταν πάντοτε στην ταινία και λειτουργούσε σαν καλός της άγγελος. Πολλές φορές νιώθαμε ότι ταίριαζε απόλυτα με αυτό που βλέπαμε, άλλες φορές όχι, αλλά ήταν τόσο εμφανές και τόσο επιβλητικό που πραγματικά μας γοήτευε όλους. Και όταν τελειώσαμε την ταινία ο Μάνος αποφάσισε να κάνει μια καινούργια έκδοση του βασικού τραγουδιού.
»Ψάχναμε να βρούμε τον Χατζιδάκι, ο οποίος εκείνο το διάστημα ήταν χαμένος, και τελικά τον βρήκαμε στο στούντιο όπου ηχογραφούσε. Μου είπε "σκέφτηκα να κάνω μια καλύτερη αλλαγή για το τέλος της ταινίας", αφήσαμε το ακουστικό ανοιχτό και είχε μια παιδική χορωδία εκεί επί τόπου, η οποία τραγουδούσε την καινούργια έκδοση. Φυσικά καταλαβαίνετε ότι εμείς ήμασταν σε κατάσταση πανικού γιατί θέλαμε να τελειώσουμε και δεν είχαμε μουσική. Τότε τον ρώτησα πώς θα προλάβει να μου στείλει αυτή την καινούργια έκδοση. Και μου είπε "θα σου τη στείλω αύριο, μην ανησυχείς καθόλου". Την επόμενη μέρα, και ενώ γινόταν τρομερός πανικός στο στούντιο, έρχεται ένας πιλότος της Ολυμπιακής και είχε τυλιγμένες σε εφημερίδες τις μπομπίνες με τη μουσική!».
Για την ιστορία, το τραγούδι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» γράφτηκε το 1945 για το έργο Το καλοκαίρι θα θερίσουμε του Αλέξη Δαμιανού, που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Χατζιδάκις το χρησιμοποιεί για να σχολιάσει μία απ' τις ειρωνείες της Ιστορίας: το 1943, οι ναζί ξεθάβουν τα πτώματα Πολωνών αιχμαλώτων που είχαν σφαγιασθεί από τους Σοβιετικούς το 1940 στο δάσος του Κατίν (απ' όπου και τα αυθεντικά πλάνα της σκηνής). Τη δε ιταλική βερσιόν του Sweet Movie επιμελήθηκε ο Πιερ-Πάολο Παζολίνι, που ανέλαβε το ντουμπλάρισμά της αλλά και τη μετάφραση των τραγουδιών του Χατζιδάκι.
Στο Μοντενέγκρο - Γουρούνια και μαργαριτάρια του 1981, η βαριεστημένη σύζυγος ενός Σουηδού γνωρίζεται με μια Γιουγκοσλάβα Τσιγγάνα και στη συνέχεια με τον Μοντενέγκρο, τον ιδιοκτήτη ενός καμπαρέ, που η ομορφιά και η αθωότητά του αρχίζουν να τη συγκινούν και να την ελκύουν μέχρι που –το μαντέψατε!– απελευθερώνεται σεξουαλικά. Με εξαίρετη μουσική από τη Μαριάν Φέιθφουλ (εδώ ακούστηκε το εκπληκτικό «Ballad of Lucy Jordan»), η ταινία αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μέχρι τότε εμπορική επιτυχία του και ήταν, κάτα κάποιον τρόπο, το «διαβατήριο» του σκηνοθέτη για το... Χόλιγουντ, όπου θα γυρίσει την πιο παράδοξη ταινία του, το Coca Cola Kid!
Εδώ, ο Έρικ Ρόμπερτς (αδελφός της Τζούλια Ρόμπερτς και φρέσκος από την επιτυχία του αριστουργηματικού Τρένου της μεγάλης φυγής του Αντρέι Κοντσαλόφσκι) ερμηνεύει έναν αντιπρόσωπο της Κόκα-Κόλα που έρχεται αντιμέτωπος με έναν μικρό παραγωγό αναψυκτικών σε μια περιοχή της Αυστραλίας, όπου συμβαίνει το εξής ανήκουστο: κανείς δεν θέλει να πίνει κόκα-κόλα! O Ρόμπερτς δίνει μια έντονη, συγκλονιστική ερμηνεία, δίπλα του η Γκρέτα Σκάκι (τη θυμάται κανείς σήμερα;) αποτελεί το ερωτικό αντικείμενο του πόθου (και, όλως τυχαίως, είναι κόρη του ανταγωνιστή του) και η ταινία βγαίνει στις αμερικανικές αίθουσες χωρίς να ανοίξει ρουθούνι από το διάσημο αναψυκτικό, ίσως επειδή every publicity is good publicity.
Αυτό που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι πως ο Μακαβέγιεφ, εκτός από ταινίες, έγραφε και βιβλία και πως ένα εξ αυτών αποτελούσε εκπαιδευτικό οδηγό για το σινεμά που απευθυνόταν αποκλειστικά σε παιδιά: το 24 μικρές εικόνες ανά δευτερόλεπτο βοηθούσε τους εκκολαπτόμενους σινεφίλ όχι μόνο να ανακαλύψουν τα μεγάλα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης αλλά και να αναπτύξουν κινηματογραφικό αισθητήριο. Την ιδιότητα του εκπαιδευτή δεν την εγκατέλειψε ποτέ: τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του ο Μακαβέγιεφ επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία όπου και ασχολήθηκε με την εκπαίδευση του σινεμά στη χώρα του και αλλού (υπήρξε καθηγητής και στο Χάρβαρντ).
Σήμερα, ο κινηματογράφος του έχει αναμφίβολα το στίγμα της εποχής του, αλλά οι εικόνες του κουβαλούν ακόμα εκείνη την παλιά δύναμη: να είστε σίγουροι πως πολλοί θα ενοχληθούν –ή καλύτερα, θα προσβληθούν– από τις εικόνες του στο επερχόμενο αφιέρωμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κάτι που προσωπικά μου ακούγεται τουλάχιστον αναζωογονητικό.