Η ταινία σου «To a land unknown» («Σε μια άγνωστη χώρα») εστιάζει στο προσφυγικό και ιδιαίτερα στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Τι σε παρακίνησε να την κάνεις και γιατί την αφιέρωσες στη μητέρα σου;
Το πρώτο μου ντοκιμαντέρ, «A world not ours», αφορούσε τους φίλους μου και τις οικογένειές τους που δεν στάθηκαν αρκετά τυχεροί ώστε να μπορέσουν να φύγουν από τους προσφυγικούς καταυλισμούς του Λιβάνου, π.χ. από αυτόν στο Ein el-Helweh, που είναι ο μεγαλύτερος και έχει φιλοξενήσει τρεις γενιές Παλαιστίνιων προσφύγων από το 1948 μέχρι σήμερα ‒ έγινε μάλιστα στόχος ισραηλινών βομβαρδισμών τον Οκτώβριο με τη δικαιολογία ότι εκεί κρύβονταν αντάρτες.
Στον καταυλισμό αυτό μεγάλωσα κι εγώ μέχρι τα εννιά μου χρόνια, προτού εγκατασταθούμε οικογενειακώς στη Δανία. Στην ίδια πάντα θεματική, σκέφτηκα να αναδείξω τις ιστορίες προσφύγων που κατάφεραν τελικά να ξεκινήσουν το ταξίδι για την Ευρώπη, περνώντας πρώτα από την Ελλάδα, που είναι ο κύριος ενδιάμεσος σταθμός για μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή. Μαζί με μια ομάδα ταξίδεψα κι εγώ και έτσι βρέθηκα πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2011 στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στην Κυψέλη, όπου συγκατοικήσαμε ένα διάστημα σε ένα μικρό ισόγειο. Δηλαδή δεν ήταν τουριστική εκείνη η επίσκεψη, δεν είχα έρθει για παραθερισμό σε κάποιο νησί, παρότι πολύ θα το ήθελα!
«Θα μπορούσα μια χαρά να ζήσω στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της οποίας μας τίμησαν κιόλας πέρσι τον Οκτώβριο με δύο βραβεία. Εάν, ωστόσο, ήμουν πρόσφυγας, προφανώς θα προτιμούσα να εγκατασταθώ σε μια χώρα που έχει καλύτερες υποδομές, προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες και μεγαλύτερες απολαβές».
Τότε, λοιπόν, μου ήρθε η ιδέα να γυρίσω μια ταινία που να αφορά αυτόν ακριβώς τον «προθάλαμο», εστιάζοντας στην Αθήνα, και μάλιστα σε μια περίοδο που ακόμα δεν είχε κορυφωθεί η προσφυγική κρίση. Η εξέγερση στη Συρία, ας πούμε, που πέρα από τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς ξερίζωσε εκατομμύρια ανθρώπους, μετρούσε μόλις μερικούς μήνες. Πολλά, βέβαια, άλλαξαν από τότε που έκανα αυτά τα γυρίσματα στη Μέση Ανατολή, στην Ελλάδα και παγκόσμια, εμείς οι ίδιοι αλλάξαμε ως άνθρωποι, ένιωθα όμως ότι έπρεπε να βγάλω προς τα έξω αυτό το ντοκιμαντέρ το οποίο είναι μυθοπλασία και ντοκουμέντο μαζί.
Οι περισσότερες ταινίες που έχουν γυριστεί για το προσφυγικό δεν έχουν καταφέρει ή δεν θέλησαν να το αποτυπώσουν αρκετά ρεαλιστικά και αυτό ακριβώς επιδίωξα να κάνω, όσο γκρίζες κι αν είναι κάποιες όψεις του. Έχοντας αφιερώσει ήδη το πρώτο εκείνο ντοκιμαντέρ στον Δανό πατέρα μου, που με είχε βοηθήσει κιόλας να το ολοκληρώσω, όφειλα να αφιερώσω το «To a land unknown» στην Παλαιστίνια μητέρα μου, η οποία υπήρξε επίσης πρόσφυγας.

— Θα έλεγες ότι υπάρχει μια τάση είτε υπερβολικής ηρωοποίησης είτε υπερβολικής δραματοποίησης του προσφυγικού;
Ακριβώς, γι’ αυτό και επιχείρησα κάτι διαφορετικό, που να είναι ταυτόχρονα πιο κοντά στην πραγματικότητα ‒ και η πραγματικότητα αυτή είναι συχνά πιο σκληρή, πιο ωμή από αυτή που συνήθως αποτυπώνεται, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις. Η ταινία «To a land unknown» δεν είναι ούτε πολιτική, ούτε περιπέτεια, ούτε θρίλερ, παρότι έχει στοιχεία απ’ όλα αυτά, αλλά βρίσκεται πιο κοντά στο είδος του σινεμά που μου αρέσει, αυτό του Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’70, καθώς επίσης ταινιών που σημάδεψαν τη νεότητά μου, όπως το «Κάνε το σωστό» του Σπάικ Λι και το «Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς. Το είδα, επιπλέον, ως μια ευκαιρία στοχασμού και αναστοχασμού ταυτόχρονα, καθώς θέτει ζητήματα που συνήθως αποσιωπώνται, όπως η εξαπάτηση, η βία, η χρήση ουσιών και η εκμετάλλευση μέσα στην ίδια την προσφυγική κοινότητα.
— Σε μια στιχομυθία μεταξύ των δύο βασικών πρωταγωνιστών, ο Ρεντά (Αράμ Σαμπάχ) λέει στον ξάδελφό του, τον Σατίλα (Μαχμούντ Μπάκρι), ότι έχουν καταντήσει ασυνείδητοι εγκληματίες που κλέβουν και εξαπατούν άλλους πρόσφυγες, ακόμα και ομοεθνείς τους, προκειμένου να φτάσουν στην Ευρώπη – φτάνουν μάλιστα να εκμεταλλευτούν κι ένα ανήλικο παιδί.
Επιδίωξα να εστιάσω στο πώς κάποια θύματα καταλήγουν να γίνουν κι αυτά με τη σειρά τους θύτες, καθώς οι απελπισμένοι άνθρωποι εύκολα καταφεύγουν σε πράξεις απελπισίας. Το ένιωσα και ως μια υποχρέωση απέναντι στα θύματα τέτοιων καταστάσεων, τα ουκ ολίγα θύματα απαγωγών για λύτρα ας πούμε, γιατί και η δική τους φωνή οφείλει να ακουστεί.
Όσοι είμαστε απέξω και διατηρούμε κάποιες ευαισθησίες έχουμε την αφελή πολλές φορές εντύπωση ότι η αλληλεγγύη μεταξύ των προσφύγων είναι ή θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, δεν είναι όμως πάντα έτσι και έχει σημασία να δει κανείς γιατί συμβαίνει αυτό, καθώς δεν είναι μόνο ζήτημα κάποιων «κακών», που βέβαια υπάρχουν παντού και πάντα. Ας αναλογιστούμε μόνο πόσο πιο καλοί και ηθικοί θα ήμασταν εμείς στη θέση τους, πόσο πιο ανιδιοτελώς θα σκεφτόμασταν, πόσα «όχι» θα λέγαμε. Δείχνει, βέβαια, κι άλλα πράγματα η ταινία.

— Πολύ έξυπνο βρήκα το εύρημα του «Free Syria» ως έναν κωδικό που ζητούν τα δυο ξαδέλφια από τους απαχθέντες και τον προβληματισμό των απαγωγέων αν αυτό έχει αντικαταστήσει πια ως σλόγκαν το «Free Palestine», τουλάχιστον τον καιρό που γυριζόταν η ταινία.
Ναι, ήταν μια γλυκόπικρη αναφορά στο πώς αλλάζουν οι εποχές και οι προτεραιότητες, χωρίς φυσικά να υποβαθμίζω καθόλου την υπόθεση της ελεύθερης Συρίας, κάτι που δυστυχώς φαίνεται ότι θα αργήσει πολύ ακόμα. Μιλάμε, έπειτα, για έναν λαό όπως ο παλαιστινιακός που ζει στο πετσί του την προσφυγιά 77 χρόνια τώρα, επομένως μια απορία τύπου «τι έγινε, μας ξέχασαν εμάς;» ακουγόταν εύλογη σε μια περίοδο που στην επικαιρότητα κυριαρχούσαν οι εξελίξεις στη Συρία και το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα που μόλις είχε ξεκινήσει από εκεί έπαιρνε «προτεραιότητα». Αρχικά, όπως θα θυμάστε, ήταν κιόλας καλοδεχούμενοι στη Γερμανία ειδικά αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη οι Σύριοι πρόσφυγες, όπως δεν ένιωσαν ποτέ να είναι οι Παλαιστίνιοι, κι αυτό τους φαινόταν κάπως.
— Η Παλαιστίνη, η Γάζα ιδιαίτερα, είναι σήμερα ξανά στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας με μια νέα ανθρωπιστική τραγωδία να είναι σε πλήρη εξέλιξη και αναρωτιέμαι πώς βλέπεις την κατάσταση σήμερα εκεί (σ.σ. η συνέντευξη έγινε προτού ο Τραμπ δημοσιοποιήσει εκείνο το απίθανο AI βίντεο για τη «Ριβιέρα της Γάζας»).
Με ρωτάνε, ξέρετε, πολλοί για το «παλαιστινιακό πρόβλημα», όμως το πρόβλημα δεν είναι η Παλαιστίνη και οι Παλαιστίνιοι αλλά η καταπίεση και η κατοχή. Τόσο απλό! Το κυρίαρχο αφήγημα και όσοι το αναπαράγουν παρουσιάζει τους Παλαιστίνιους ως βίαιους, αδιάλλακτους τρομοκράτες, λες και οι θύτες είμαστε εμείς και τα θύματα εκείνοι που μας έφεραν σε αυτήν τη θέση, λες κι έχουμε φυλακιστεί στην ίδια μας τη γη. Στέκονται στα γεγονότα της 7ης/10, αλλά δεν επεκτείνονται στο τι έχει προηγηθεί ούτε στο πλαίσιο που αυτά συνέβησαν.
Δικαιολογούν ακόμα και το μακελειό που ακολούθησε με τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και την ισοπέδωση της Γάζας, η δε ισραηλινή κατοχή και καταστολή αντιμετωπίζεται ως κάτι δίκαιο και φυσιολογικό. Όλοι τους γνωρίζουν πολύ καλά πόσο άσχημο είναι αυτό που συμβαίνει δεκαετίες τώρα εκεί, αλλά σου λένε «σφύρα αδιάφορα, ρούφα την κόκα-κόλα σου και σκάσε!».
Φωνάζουν έπειτα για τους ακραίους, αποσιωπώντας τις συνθήκες που τους διαμορφώνουν και θα συνεχίσουν να τους διαμορφώνουν γιατί ακόμα κι αν όλη η Γάζα εκκενωθεί, όπως κάποιοι επιδιώκουν στο Τελ Αβίβ και στην Ουάσινγκτον, πιστεύει κανείς στ’ αλήθεια ότι οι διωγμένοι θα ξεχάσουν, θα αποδεχτούν την εξορία και θα συμβιβαστούν με την απώλεια;

— Επιστρέφοντας στην ταινία, που παρά το θέμα της έχει και χιουμοριστικές στιγμές, έχει ενδιαφέρον ότι, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα με τους περισσότερους πρόσφυγες, οι πρωταγωνιστές όχι μόνο δεν σκοπεύουν να παραμείνουν στην Ελλάδα αλλά δεν τη θεωρούν καν ευρωπαϊκή χώρα.
Έτσι είναι, γι’ αυτό άλλωστε αγαπώ κι εγώ τη χώρα σας, μου φαντάζει πολύ οικεία, όπως σε όλους όσοι είναι από τη Μέση Ανατολή, έχουμε τόσα κοινά εξάλλου. Λατρεύω το κλίμα, το φαγητό, τη φύση, τους ανθρώπους, την κουλτούρα, είναι μια υπέροχη χώρα να ζεις, αν φυσικά έχεις χρήματα, γιατί ξέρω ότι έχει ακριβύνει πλέον αρκετά. Θα μπορούσα μια χαρά να ζήσω στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της οποίας μας τίμησαν κιόλας πέρσι τον Οκτώβριο με δύο βραβεία. Εάν, ωστόσο, ήμουν πρόσφυγας, προφανώς θα προτιμούσα να εγκατασταθώ σε μια χώρα που έχει καλύτερες υποδομές, προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες και μεγαλύτερες απολαβές.
— Βέβαια, είναι ενδιαφέρον ότι όχι μόνο γυρίστηκε στην Αθήνα αλλά έχει και ελληνικές συμμετοχές, από την παραγωγή μέχρι το καστ, όπου βλέπουμε την Αγγελική Παπούλια στον ρόλο της Τατιάνας. Έχει επίσης την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Ήταν καταρχάς μεγάλη τύχη που γνώρισα τη Μαρία Δρανδάκη και συνεργάστηκα μαζί της στην παραγωγή. Θαυμάσια δουλειά έκανε νομίζω και ο Θοδωρής Μιχόπουλος στη διεύθυνση φωτογραφίας. Νιώθω επίσης ευτυχής που συνεργάστηκα με την Αγγελική, για την οποία ό,τι και να πω θα είναι λίγο! Ήταν και για την ίδια πρόκληση, καθώς έλεγε, να δοκιμαστεί σε έναν ρόλο αρκετά διαφορετικό απ’ όσους έχει υποδυθεί ως τώρα. Απαιτήθηκε, βέβαια, αρκετή υπομονή απ’ όλους τους συντελεστές, επαγγελματίες και μη ‒πέρα από τους βασικούς πρωταγωνιστές, η πλειονότητα των ηθοποιών είναι ερασιτέχνες‒, καθώς η ταινία χρειάστηκε πάνω από μια δεκαετία για να ολοκληρωθεί η ταινία.

Να πω εδώ ότι η Μανάλ Αουάντ, που υποδύεται τη θεία του μικρού Μάλικ, είναι πολύ διάσημη στον αραβικό κόσμο, ενώ το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ο Μαχμούντ Μπάκρι και ο Αράμ Σαμπάχ, είναι δύο φερέλπιδες νέοι Παλαιστίνιοι ηθοποιοί, όπως και ο Ιορδανός Μοχάμεντ Γκασάν. Είναι, θα έλεγα, μια πολυεθνική ταινία, αφού έχει συντελεστές από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, είναι βρετανική, γαλλική, ελληνική, ολλανδική και αραβική συμπαραγωγή, και ακούγονται τρεις γλώσσες σε αυτήν, αραβικά, αγγλικά και ελληνικά.
— Οι ίδιες οι εικόνες της Αθήνας που παρατηρούμε στην ταινία είναι μέσα από τα μάτια ενός πρόσφυγα ή μετανάστη: οι παλιές πολυκατοικίες και τα παρακμασμένα νεοκλασικά «καλών», αστικών κάποτε περιοχών, τα στενά δρομάκια, τα μικρομάγαζα, οι ελάχιστες οάσεις πρασίνου όπου μαζεύονται άνθρωποι κάθε ηλικίας και καταγωγής ‒ ακόμα και η Ακρόπολη αναφέρεται μεν, αλλά ουσιαστικά δεν τη βλέπουμε.
Πολύ σωστή παρατήρηση, γιατί αυτήν ακριβώς την οπτική είχα κατά νου στα γυρίσματα. Να δείξω την Αθήνα των προσφύγων και των μεταναστών, την Αθήνα της Κυψέλης, της πλατείας Αττικής, της Πατησίων, της πλατείας Βάθη, της Αχαρνών, των μικρών διαμερισμάτων όπου στοιβάζονται τόσοι νοματαίοι και των καταλήψεων που φιλοξενούσαν μέχρι και ολόκληρες οικογένειες προσφύγων. Την πόλη που βλέπουν και ανακαλούν στο μυαλό τους οι μη προνομιούχοι ξένοι της, όχι εκείνη των καρτ ποστάλ και των τουριστικών οδηγών.
Η ταινία του Μαντί Φλάιφελ «To a land unknown» που έκανε την ελληνική της πρεμιέρα στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 2024, αποσπώντας Βραβείο Κοινού και Καλύτερου Ηθοποιού για τον Μαχμούντ Μπάκρι, θα βγει στις αίθουσες στις 20/3.
ΣΕ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ (To A Land Unknown)