Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που εκπροσωπούσε όλα τα χαρακτηριστικά του αμερικανικού παραμυθιού: ψηλός (6 πόδια και 5 ίντσες ύψος, δηλαδή 196 εκατοστά), Μεσοδυτικός από το Ιλινόι, clean-cut, αρρενωπός, όμορφος, αθλητικός, με μεγάλες φιλοδοξίες να φτάσει ψηλά. Όλες οι γυναίκες τον ποθούσαν και όλοι οι άντρες ήθελαν να του μοιάσουν.
Το αγόρι κατάφερε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους σταρ του Χόλιγουντ. Το παραμύθι όμως δεν είχε την κατάληξη που θα φανταζόταν κανείς. Ο παράδεισος δεν μπορούσε να επιτρέψει πολλά στην περίπτωσή του.
Η ιστορία του Ροκ Χάντσον περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν την κινηματογραφική βιομηχανία διαχρονικά γοητευτική: μυστικά, ψέματα, φρενήρη στοχοποίηση από τα tabloids, λευκούς γάμους, μπόλικο σεξ και έναν από τους πιο προβεβλημένους θανάτους της δεκαετίας του ’80.
Το νέο ντοκιμαντέρ «Rock Hudson: All That Heaven Allowed» που έκανε κινηματογραφική πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα για να διατεθεί πριν από λίγες μέρες για streaming στο HBO κατ’ αρχάς είναι ταινία κανονική, που απομακρύνεται αρκετά από τα τηλεοπτικής λογικής biopics ή τα true crime ντοκιμαντέρ που διατίθενται πλέον με το κιλό, κατά βάση μέσω του Netflix. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι διαθέτει ένα έξοχο σινεφίλ εύρημα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, πέρα από τις σκανδαλοθηρικές λεπτομέρειες του στόρι αυτού καθαυτού.
Ο σκηνοθέτης Στίβεν Κάιτζακ επιλέγει να αφηγηθεί αυτό το στόρι εστιάζοντας στις δύο πτυχές της ζωής του Χάντσον που αποτέλεσαν –μοιραία– συγκοινωνούντα δοχεία: στην καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του, που δεν παραδέχτηκε ποτέ δημόσια, και στον θάνατό του από AIDS.
Ο Ροκ έζησε λίγο, αλλά απόλαυσε τεράστια φήμη και τουλάχιστον φαίνεται πως έζησε καλά. Όπως ήθελε ή όπως του το επέβαλαν, αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Πέρα όμως από τα κλασικά φωτογραφικά slideshows, το αρχειακό υλικό και τις μίνι συνεντεύξεις ή ηχογραφήσεις ανθρώπων που τον γνώριζαν καλά, στην αφήγηση παρεμβάλλονται σκηνές από τις δεκάδες ταινίες του μονταρισμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να «σχολιάζουν» την πραγματικότητα, η οποία ήταν πολύ διαφορετική από τη βιτρίνα.
Όλα είναι θέμα μοντάζ, είναι σαν να θέλει να πει ο Κάιτζακ, και το μοντάζ ήταν πρωταγωνιστής και στη ζωή και την καριέρα του Ροκ Χάντσον, ενός Τομ Κρουζ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, θα μπορούσε να πει κανείς, ενός τρομερά λαοφιλούς σταρ δηλαδή, με αμφισβητήσιμο ταλέντο και σκιώδη προσωπική ζωή, όπου τα πάντα σε αυτή και στη δημόσια εικόνα του ήταν κατασκευασμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Έτσι, οι σκηνές όπου πλάνα των κλασικών ταινιών του έχουν μονταριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύεται το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας του δίνουν έναν απολαυστικά σαρκαστικό τόνο στην όλη αφήγηση.
Γιατί όμως ο Χάντσον κατέχει τέτοια σημαντική θέση στα «κατασκευάσματα» του Χόλιγουντ; Ούτε ο πρώτος και σίγουρα ούτε ο τελευταίος κρυφογκέι σταρ ήταν, για τον οποίο κυκλοφορούσαν αναρίθμητες φήμες και ο οποίος δεν επιβεβαίωσε ποτέ τι πραγματικά συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες, όσο ήταν εν ζωή.
Ήταν όμως το πρώτο τόσο διάσημο θύμα του AIDS. Και αυτό τον έκανε, ειρωνικά, να καταλάβει μια θέση στο πάνθεον των διάσημων που έφυγαν τόσο νωρίς, τόσο βίαια και άδικα, για να ανοίξουν τον δρόμο, τα μάτια και τα αυτιά αυτών που όφειλαν να δουν και να ακούσουν.
Μια γεύση από την ιστορία του είχαμε πάρει και σχετικά πρόσφατα, στη μίνι σειρά «Hollywood» (ποιου άλλου;) του Ράιαν Μέρφι, όπου παρουσιάζονταν γλαφυρά τα πρώτα του χρόνια μέχρι την άνοδό του στο stardome. Παιδί χωρισμένων γονιών από τη Γουινέτκα του Ιλινόι, μετά τη θητεία του στους Πεζοναύτες και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποφάσισε να μετακομίσει στην Καλιφόρνια, όπου ζούσε ο πατέρας του, για να πιάσει την καλή.
Εκεί δεν θα αργούσε να τον ανακαλύψει ο ανοιχτά ομοφυλόφιλος κυνηγός ταλέντων Χένρι Γουίλσον, που έμελλε να γίνει ο ατζέντης του, ο Βίκτορ Φρανκενστάιν του, ο άνθρωπος που τα επόμενα –πολλά χρόνια– θα καθόριζε την κάθε του κίνηση και θα τον οδηγούσε γρήγορα στο χρυσό, αποκλειστικό συμβόλαιο με το στούντιο της Universal.
Από κει και πέρα τα πράγματα θα κυλούσαν από μόνα τους. Ο Ρόι Χάρολντ Σέρερ Τζούνιορ θα γινόταν Ροκ Χάντσον (συνδυασμός που προέκυψε από τον βράχο του Γιβραλτάρ και τον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης!), οι μικροί ρόλοι της σειράς (το ’52 και το ’53 είχε στο ενεργητικό του, σύμφωνα με το IMDb, από έξι ταινίες) θα γίνονταν σταδιακά μεγαλύτεροι και πρωταγωνιστικοί και η Αμερική των early ‘50s θα ανακάλυπτε το είδωλο που χρειαζόταν.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνεται σε σκηνή της ταινίας, το θηλυπρεπές sleazy πρότυπο του βωβού σινεμά που εκπροσωπούσε ο Ρούντολφ Βαλεντίνο είχε ξεπεραστεί προ πολλού και το μεταπολεμικό κλίμα απαιτούσε κλασική αρρενωπότητα που απέπνεε σιγουριά και οικογενειακή ασφάλεια.
Αυτό ακριβώς το πρότυπο χρησιμοποίησε ο Γουίλσον για την εικόνα του Χάντσον, παρεμβαίνοντας ακόμα και στη χροιά της φωνής του, που απαιτούσε να είναι πιο μπάσα. Τι κι αν εκείνος «συγκατοικούσε» τότε με τον επίσης νέο και υποσχόμενο Μπομπ Πρεμπλ; Τα περιοδικά έκαναν λόγο για «περιζήτητους εργένηδες» και οι ρόλοι στα πρώτα μελοδράματα και ρομάντζα της εποχής άρχιζαν να πληθαίνουν.
Καθώς οι κινηματογραφικές σεζόν διαδέχονταν η μία την άλλη, η εμπορική δυναμική του Χάντσον μεγάλωνε, όμως δυνάμωναν και οι φωνές που αναρωτιούνταν γιατί δεν έχει αποκατασταθεί ακόμα. Μετά το πρώτο περιστατικό από το tabloid περιοδικό Confidential, που απειλούσε να αποκαλύψει την ομοφυλοφιλία του το 1955, η λύση έπρεπε να βρεθεί γρήγορα, εύκολα και αναίμακτα. Η Φίλις Γκέιτς, προσωπική γραμματέας του Γουίλσον, για κάποιους bisexual για άλλους ομοφυλόφιλη και η ίδια, ήταν η ιδανική υποψήφια για έναν ολόλευκο γάμο που θα βούλωνε τα στόματα και θα ολοκλήρωνε την τελειότητα.
Στα αμιγώς κινηματογραφικά, η εξέλιξη των ‘50s θα έβλεπε τον Χάντσον να περνά από το εκτυφλωτικό τεκνικολόρ του Ντάγκλας Σερκ, θα τον μεταμόρφωνε σε σταρ πρώτου μεγέθους και θα τον έκανε ιδανικό ζευγάρι με την Τζέιν Γουάιμαν στην τεράστια επιτυχία «Magnificent Obsession», θα του χάριζε την πρώτη και μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου στον θρυλικό «Γίγαντα» του Τζορτζ Στίβενς, τη μάλλον καλύτερη ταινία του, που τον έφερε πλάι στον Τζέιμς Ντιν (κι εκείνος υποψήφιος, έχασαν αμφότεροι από τον Γιουλ Μπρίνερ, στην τελετή απονομής που είχε λάβει χώρα μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Ντιν σε τροχαίο) και, κυρίως, στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που του χάρισε τη μακροχρόνια και ειλικρινή φιλία της, κι έπειτα θα τον συνέδεε κινηματογραφικά με την Ντόρις Ντέι στο απολαυστικό «Pillow Talk», εκείνη την ταινία στην οποία «ένας γκέι ηθοποιός υποδύεται έναν στρέιτ χαρακτήρα που το παίζει γκέι για να κερδίσει πιο εύκολα το κορίτσι». Η συνέχεια θα περιλάμβανε μια σειρά από επιτυχημένες ρομαντικές κομεντί που θα τον τυποποιούσαν σε αυτό το είδος.
Ο γάμος του με την Γκέιτς δεν κράτησε πολύ, όπως αναμενόταν, το διαζύγιο βγήκε με επιζήμιους οικονομικά όρους για τον ίδιο, ενώ το άστρο του θα άρχιζε σταδιακά να φθίνει από τα μέσα των ‘60s κι έπειτα, και ο Ροκ θα πέρναγε την επόμενη εικοσαετία της ζωής του ανάμεσα σε πολλά αγόρια, θα ανέπτυσσε φιλίες, κάποιες συντροφικές σχέσεις, θα υποδεχόταν δεκάδες νεαρούς στην πισίνα της έπαυλής του στο Μπέβερλι Χιλς, σε μυθικά πάρτι που τιμούσαν την ελευθεριότητα των ‘70s.
Παράλληλα, η τηλεόραση θα τον απορροφούσε σχεδόν ολοκληρωτικά, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αστυνομική σειρά «McMillan & Wife», στην οποία πρωταγωνίστησε από το 1971 έως το 1977.
Οι εξιστορήσεις των φίλων και των πρώην σεξουαλικών ή συντροφικών επαφών του που είναι ακόμα εν ζωή –μεταξύ των οποίων και ο Λι Γκάρλινγκτον, η «αληθινή αγάπη» του Ροκ, σύμφωνα με τη βιογραφία του που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, ο άνθρωπος με τον οποίο έζησε μαζί τέσσερα χρόνια στα '60s–, αν και ξεκάθαρα με τη ματιά της κλειδαρότρυπας, δίνουν μια πολύ ενδεικτική αίσθηση του κλίματος εκείνης της εποχής, της σταδιακής απελευθέρωσης της ομοφυλόφιλης επιθυμίας (που έλεγε και το δικό μας ΑΚΟΕ), πάντα όμως κεκλεισμένων των θυρών για το αυστηρά ετεροκανονικό Χόλιγουντ.
Ένα μικρό παραστράτημα αρκούσε για να συνθλίψει καριέρες, όπως είχε γίνει χρόνια νωρίτερα, όταν για να θαφτεί το άρθρο του Confidential και να σωθεί το βαρύ πυροβολικό του, ο Χένρι Γουίλσον δεν δίστασε να «θυσιάσει» έναν άλλο γκέι ηθοποιό που μανάτζαρε, τον Ταμπ Χάντερ, παρέχοντας τη σκανδαλοθηρική εναλλακτική που απαιτούσε το περιοδικό.
Ταυτόχρονα, αυτές οι εξομολογήσεις των ηλικιωμένων πλέον γκέι ανδρών, κάποιοι από τους οποίους μιλούν στην κάμερα πλάι στους τωρινούς συντρόφους/συζύγους τους, είναι από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ταινίας, για έναν κυρίως λόγο: γιατί οι άνθρωποι αυτοί επέζησαν, ενώ ο Ροκ Χάντσον όχι.
Και κάπου εκεί αρχίζει το AIDS drama, ικανό πάντα να ενεργοποιήσει τους δακρυγόνους αδένες του queer κοινού. Η εικόνα του άλλοτε ρωμαλέου, θηριώδους Χάντσον έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά στα ‘80s, ο ίδιος έχει χάσει βάρος, ενώ ένα καρδιακό επεισόδιο, αποτέλεσμα χρόνιας κατανάλωσης τσιγάρων και ποτών, τον οδηγεί τον Νοέμβριο του 1981 σε επέμβαση καρδιάς.
Στα τέλη του 1984 εμφανίζεται για μερικά επεισόδια στη θρυλική «Δυναστεία», που έμελλε να είναι ο τελευταίος του ρόλος, πλάι στη Λίντα Έβανς, αποστεωμένος, με φήμες από τα γυρίσματα να κυκλοφορούν και να αναφέρουν πως έχει πλέον εμφανές πρόβλημα στην ομιλία και αδυνατεί να θυμηθεί τα λόγια του, φήμες για ανορεξία, καρκίνο και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί η πένα του εκάστοτε γραφιά.
Από αυτά τα γυρίσματα προκύπτει και το πιο ανατριχιαστικό, αναφορικά με τη στιγματοποίηση των οροθετικών ατόμων, περιστατικό, που θυμίζει τη φρενίτιδα που επικράτησε ανάμεσα στο καστ και το συνεργείο, όταν ο ίδιος ο Χάντσον εξαναγκάστηκε από την πίεση του Τύπου να αποκαλύψει, μέσω της ατζέντισσάς του, ότι είχε διαγνωστεί με AIDS, λίγους μήνες πριν καταλήξει. Για τις ανάγκες μίας σκηνής, που περιλαμβάνεται αυτούσια στο ντοκιμαντέρ, ο Ροκ μοιραζόταν ένα φιλί με την Έβανς.
Η σκηνή γυρίστηκε πολλές φορές, εκείνος ήταν τρομερά συγκρατημένος, δεν του έβγαινε με τίποτα, όπως θυμάται σήμερα η ηθοποιός, και λίγο αργότερα θα μάθαιναν όλοι γιατί. Και μπορεί η ίδια να δηλώνει πως αντιμετώπισε το συμβάν με ψυχραιμία, αλλά όλοι μπορούν να φανταστούν τι ακριβώς είχε συμβεί όταν έγινε γνωστή η κατάσταση του Χάντσον εκείνα τα πρώτα, σκοτεινά χρόνια του ιού, που ούτε γνώση υπήρχε, πολλώ δε μάλλον ψυχραιμία και σωστή ενημέρωση.
Κάπου εκεί παρεμβάλλεται και η θρυλική ομιλία της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, με την ατάκα που απευθυνόταν στον εαυτό της, «bitch, do something yourself», μέσω της οποίας αναφερόταν στην ίδρυση του Αμερικανικού Ιδρύματος Έρευνας για το AIDS, στην οποία συνέβαλε η σταρ, σαφώς ευαισθητοποιημένη από την ασθένεια και, τελικά, τον θάνατο του φίλου της, τον Οκτώβριο του 1985, σε ηλικία μόλις 59 ετών.
Ο αριθμός των θυμάτων αυξανόταν ήδη γεωμετρικά, κάποιοι από αυτούς ήταν επώνυμοι, όπως ο Κλάους Νόμι που είχε φύγει ήδη από το 1983, όμως ο Χάντσον ήταν χωρίς αμφιβολία ο πρώτος πραγματικά διάσημος μέινστριμ αστέρας, του οποίου ο θάνατος και η τεράστια μιντιακή κάλυψη που ακολούθησε άλλαξαν τον ρου της ασθένειας και της ιστορίας, παρέχοντας μια απόκοσμη χαραμάδα ελπίδας, όταν η Αμερική της οπισθοδρόμησης και του ριγκανισμού αντιλήφθηκε ότι το AIDS δεν ήταν μια ασθένεια που αφορούσε μόνο τους «περιθωριακούς ομοφυλόφιλους».
Ο ίδιος βέβαια, παραδοσιακά υποστηρικτής των Ρεπουμπλικανών, δεν έλαβε ούτε την ψυχική ικανοποίηση μιας έστω υποστηρικτικής δήλωσης από την προσωπική του φίλη, Νάνσι Ρίγκαν, όταν η πρώτη κυρία αρνήθηκε να σχολιάσει τη διάγνωσή του.
Η τελευταία πράξη του δράματος είχε παιχτεί ανάμεσα στο Παρίσι, όπου ταξίδευε για να δεχθεί τις πρώιμες θεραπείες της εποχής που απλά παρατείναν λίγες εβδομάδες το προσδόκιμο των ασθενών, μέσω τρομερά τοξικών αντιρετροϊκών φαρμάκων, και στο Λος Άντζελες, στο σπίτι του στους λόφους του Μπέβερλι, όπου και πέρασε τις τελευταίες μέρες του, απόλυτα καταβεβλήμένος και «φαγωμένος» από την ασθένεια. Η τελευταία του επιστροφή στην πατρίδα του έγινε μετά τη δημόσια αποκάλυψη της κατάστασής του με ναυλωμένο αεροσκάφος της Air France, όπου επέβαινε μόνο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Ο Ροκ Χάντσον υπήρξε η επιτομή της χολιγουντιανής μάτσο Americana. Ο Ροκ Χάντσον ήταν γκέι, το ήξεραν όλοι οι οικείοι του, και πέθανε από AIDS. Αυτές οι δύο προτάσεις συνδέονται με μια βαθιά ειρωνεία που καταφέρνει να συλλάβει το ντοκιμαντέρ του HBO. Κι ενώ δεν προσθέτει απολύτως τίποτα στην ήδη πασίγνωστη ιστορία του, λειτουργεί ικανοποιητικά τόσο σε νοσταλγικό επίπεδο όσο και ως υπενθύμιση για την ευκολία με την οποία τα κεκτημένα μπορούν να χαθούν. Ο Ροκ έζησε λίγο, αλλά απόλαυσε τεράστια φήμη και τουλάχιστον φαίνεται πως έζησε καλά. Όπως ήθελε ή όπως του το επέβαλαν, αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Rock Hudson: All That Heaven Allowed | Official Trailer | HBO