Επειδή τα 16 λεπτά της συμμετοχής της περιορίστηκαν σε μόλις 4, η Πεγκ Έντουιστλ, ένα από τα πολλά κορίτσια που δοκίμασαν την τύχη τους στο Χόλιγουντ, οδηγήθηκε στο σύμβολο της πόλης όπου εναπόθεσε τα όνειρά της και, αποκαρδιωμένη και συντετριμμένη, βούτηξε θανάσιμα από τη διαβόητη πινακίδα με τα καταραμένα 13 γράμματα (ειρωνικά, η εν λόγω ταινία είχε τον τίτλο 13 Γυναίκες), που έγραφαν Hollywoodland. Έκτοτε, η φωτεινή επιγραφή πέταξε το land και κράτησε φυσικά το Hollywood, η Βρετανίδα ηθοποιός έγινε μύθος προς αποφυγήν, αν και, παραδόξως, καμία σημαντική ταινία δεν ραψώδησε τον πόνο της, ώσπου ο Μέρφι βάσισε τη φαντασιακή παραβολή του πάνω στο «τι θα γινόταν αν», ένα high concept για φιλόδοξους και αποφασιστικούς χαρακτήρες ενός εναλλακτικού σεναρίου, πολύ κοντά στη μαχητική πραγματικότητα του σημερινού Χόλιγουντ.
Στο ρεβιζιονιστικό φινάλε του Κάποτε στο Χόλιγουντ ο Κουέντιν Ταραντίνο διατύπωσε έναν ευγενή, ευσεβή πόθο αλλάζοντας το πρόσημο σε ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα, που σήμανε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Αντίθετα, ο Ράιαν Μέρφι δεν αναθεωρεί απλώς, αλλά ξαναγράφει την ιστορία μιας βιομηχανίας που χτίστηκε στις διακρίσεις, πλούτισε από την υποκρισία, εκμεταλλεύτηκε τα νιάτα και χειρίστηκε το κοινό για δεκαετίες, ξεκινώντας από την αρχή. Τοποθετημένη αμέσως μετά τον πόλεμο, η σειρά των επτά επεισοδίων μπλέκει πραγματικά πρόσωπα με επινοημένους χαρακτήρες, σε έναν διαλεκτικό αναχρονισμό του πλαισίου με το περιεχόμενο.
Πιστός στους ψυχαγωγικούς τροπισμούς και στην ατζέντα του, ο Ράιαν Μέρφι αναδεικνύει τις «παλιές» μειονότητες, τους γκέι, τους «έγχρωμους» και τις γυναίκες, προσφέρει αναδρομικά το βήμα σε φωνές που δεν ακούστηκαν και τις δικαιώνει υπερθετικά, αποκαθιστώντας την αμαρτωλή αθέτηση της ισονομίας.
Ο Τζακ Καστέλο είναι ένας όμορφος νεαρός επίδοξος ηθοποιός, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που πιάνει δουλειά στο βενζινάδικο του επιτήδειου Έρνι Γουέστ, ενός τύπου που παραπέμπει στον –σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα– διάσημο εραστή των διάσημων Σκότι Μπάουερς, και συνοδεύει κυρίες για να ζήσει την έγκυο σύζυγο, ώσπου να βρει δουλειά κομπάρσου. Εκεί γνωρίζει τον Άρτσι Κόλμαν, γκέι και μαύρο, σεναριογράφο του Πεγκ, δηλαδή της ιστορίας της Έντουιστλ. Ο Κόλμαν ερωτεύεται τον Ρόι Φιτζέραλντ, το χωριατόπαιδο που στα χέρια του στυγνού ομοφυλόφιλου ατζέντη Χένρι Γουίλσον ξαναβαφτίστηκε Ροκ Χάντσον.
Μετά από μια χιονοστιβάδα συγκυριών, ο Ρέιμοντ Έινσλι, σκηνοθέτης με καταγωγή από τις Φιλιππίνες, θα αναλάβει την ταινία για λογαριασμό του στούντιο Ace, αλλάζοντας τον τίτλο σε Μεγκ και με πρωταγωνίστρια όχι μια λευκή με αγγλική προφορά, αλλά τη μαύρη σύντροφό του, την Καμίλ Γουόσινγκτον. Ο ιδρυτής του στούντιο έχει πέσει σε κώμα και η παραμελημένη σύζυγός του, πρώην ηθοποιός του βωβού Έιβις Άμπεργκ (ενσαρκωμένη με μπρίο από τη βραβευμένη με δύο Τόνι, Πάτι Λιουπόουν), παίρνει το ρίσκο και δίνει το πράσινο φως σε μια ταινία που σπάει πολλά στερεότυπα, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο μια επικερδή εταιρεία, με το σκάνδαλο, την Κου Κλουξ Κλαν και τον κώδικα Χέιζ να καραδοκούν.
Πρόθυμοι να αξιοποιήσουν δημιουργικά μια ριζοσπαστική ιδέα και να πλουτίσουν το ρόστερ τους με νέα ταλέντα, δύο τέλεια εναρμονισμένοι συνεργάτες, η casting director Έλεν Κινκέιντ και ο διευθύνων παραγωγός των Ace Studios, Ντικ Σάμιουελς, ένας άντρας με ηγετικά προσόντα και απωθημένη σεξουαλικότητα (εξαιρετικός ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζο Μαντέλο), συναποτελούν το ακούραστο μοτέρ του ασυνήθιστου project.
Στο πρώτο επεισόδιο ο σκηνοθέτης πλησιάζει για τον κεντρικό ρόλο σε μια άλλη ταινία την Άνα Μέι Γουόνγκ (την υποδύεται η Μισέλ Κρούσιεκ), τη μοναδική ηθοποιό κινεζικής καταγωγής που ξεχώρισε στα πρώτα χρόνια του Χόλιγουντ, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να προσπεράσει την αρτηριοσκλήρωση της τυποποίησης, μόνιμα υποβιβασμένη σε ρόλους εταίρας και υπηρέτριας. Αποκορύφωμα, η εκπληκτική δοκιμή για τον χαρακτήρα της Ολάν στο Κάτω από το βλέμμα του Βούδα, που κατέληξε στη Λουίζ Ράινερ.
Ο Ίρβινγκ Θάλμπεργκ είχε δίκιο: το Όσκαρ κατέληξε στην Αυστριακή, και τόσο λευκή, Ράινερ, αλλά το point της ταινίας ξεκινά ακριβώς από την κίβδηλη εικασία μιας εσφαλμένης τακτικής, διότι κανείς δεν γνωρίζει αν με τη Γουόνγκ ως στωική Ολάν η υπερπαραγωγή δεν θα είχε τις ίδιες εισπράξεις και ενδεχομένως καλύτερη αποδοχή.
Στον αντίποδα της απελπισμένης, αλκοολικής ηθοποιού, που στην πραγματικότητα έφυγε στην Ευρώπη μετά το κάζο προς αναζήτηση τιμιότερων ευκαιριών, επελαύνει ο Χένρι Γουίλσον, ένας σαρωτικός, αθυρόστομος πότης που λάνσαρε πρόθυμα αγόρια και κορίτσια, συχνά εκπορνεύοντάς τα (η Λάνα Τάρνερ συγκαταλέγεται στους διάσημους πελάτες του), και θεωρούσε την ομοφυλοφιλία πρόστυχο χούι, ισοπεδώνοντας ψυχές με κυνική συμπεριφορά και ασταμάτητους εκβιασμούς.
Ο Μέρφι επιφυλάσσει την πιο πλήρη σεναριακή μεταμόρφωση στον πιο αντιπαθή παίκτη του glossy μωσαϊκού του, και ο Τζιμ Πάρσονς εκπλήσσει με τη δραματική ερμηνεία του, εγκαταλείποντας οριστικά τον εκκεντρικό nerd του Big Bang Theory. Ενώνοντας τα σημεία της νοσταλγίας με την επικαιρότητα, η βραβευμένη με Όσκαρ Μίρα Σορβίνο, μία από τις πρώτες σταρ που ξεμπρόστιασαν με λεπτομέρειες τον Χάρβεϊ Γουάινστιν, παίζει μια ηθοποιό εγκλωβισμένη σε άχαρο συμβόλαιο και συγκαταβατική απιστία, που συγκινείται από την κατανόηση που βρίσκει από δύο ισχυρές γυναίκες.
Ήδη από το τρέιλερ του «Hollywood» ο Μέρφι δεν φάνηκε διατεθειμένος να χαριστεί σε λεπτότητες και υπεκφυγές, όταν δείχνει δυο άντρες να ανεβαίνουν πιασμένοι χεράκι χεράκι τα σκαλιά μιας λαμπερής απονομής, το 1948! «Πιστεύεις πως κάνουμε το σωστό;» ρωτά ο ένας, για να λάβει καθησυχαστική απάντηση από τον θαρραλέο σύντροφό του, εν μέσω αποδοκιμασιών και, εύλογα, σαστισμένων βλεμμάτων.
Ο μοναδικός δηλωμένος ομοφυλόφιλος σταρ ηθοποιός του Χόλιγουντ, ο ασυνήθιστα κωμικός ζεν πρεμιέ της τελευταίας περιόδου του βωβού, Γουίλιαμ Χέινς, εγκατέλειψε με ψηλά το κεφάλι και ακέραιη την αξιοπρέπειά του το σπορ χρόνια πριν, όταν ο βασιλιάς Λούι Μπ. Μέγιερ τού ζήτησε να παρατήσει τον εραστή του ειδάλλως θα τον απέλυε, εκείνος τον έβρισε, διέκοψε κάθε σχέση με το επάγγελμα, έζησε μια ολόκληρη, φανερή ζωή με τον σύντροφό του και εξελίχθηκε στον πιο περιζήτητο και επιδραστικό ντεκορατέρ της πόλης, λανσάροντας το αμπίρ χολιγουντιανό ύφος στη λουσάτη, γουστόζικη προσέγγισή του στη διακόσμηση, με τη θαρραλέα στήριξη της αιώνιας φίλης του Τζόαν Κρόφορντ. Έκτοτε σιωπή, ψίθυροι, φόβος για το πουριτανικό κονκλάβιο, άρον άρον συγκάλυψη των σποραδικών εκτροπών και συνωμοτική ομερτά πίσω από τις βαριές πόρτες του Μπέβερλι Χιλς.
Πιστός στους ψυχαγωγικούς τροπισμούς και στην ατζέντα του, ο Ράιαν Μέρφι αναδεικνύει τις «παλιές» μειονότητες, τους γκέι, τους «έγχρωμους» και τις γυναίκες, προσφέρει αναδρομικά το βήμα σε φωνές που δεν ακούστηκαν και τις δικαιώνει υπερθετικά, αποκαθιστώντας την αμαρτωλή αθέτηση της ισονομίας. Γεμάτο αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στην αίσθηση δικαιοσύνης, το χρυσό αγόρι του Netflix οπλίζει τους ήρωές του με σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις: χαρακτήρες που ελίσσονται ανάμεσα στην ελευθεριάζουσα αυτοδιάθεση του σώματός τους, την ανενδοίαστη μαστροπεία και την καθαρή αφέλεια, που συνορεύει με την πλήρη ασχετοσύνη, γίνονται συγκινητικά εξομολογητικοί, απίστευτα συμπονετικοί, ικανοί να αρθρώσουν λόγια συγχώρεσης και λόγους για σεμινάριο.
Από το βενζινάδικο-ορμητήριο για υπηρεσίες ηδονής με το συνθηματικό Dreamland, τα ατμοσφαιρικά gay bars, τα ανομολόγητα πορνοσινεμά και τα περίφημα πάρτι του σκηνοθέτη Τζορτζ Κιούκορ, όπου αγαλματώδεις ποδοσφαιριστές βουτούσαν γυμνοί στην πισίνα προς τέρψιν άτακτων θαμώνων, όπως ο Νόελ Κάουαρντ, η Βίβιαν Λι και η Ταλούλα Μπάνκχεντ, μέχρι τα χαμηλόφωνα τετ α τετ, τις πρεμιέρες και τις απονομές βραβείων, οι πρωταγωνιστές συναινούν ζωηρά στην εκπόρνευση με αντάλλαγμα την εξουσία και τη φήμη – και ο Μέρφι τα δείχνει όλα, για να πετύχει τον σκοπό του.
Όπως κινηματογραφικοί σκηνοθέτες που προέρχονται από τη σκηνή της κωμωδίας και του stand-up ενσωματώνουν, όχι περιστασιακά αλλά δομικά, τα αστεία και τη σάτιρα για να κατεβάσουν στο κοινό πολιτική θεματολογία, αντίστοιχα ο Μέρφι του Politician, του American Horror Story και του Assassination of Gianni Versace έχει εφεύρει ένα φορμά τηλεοπτικής στοχοποιημένης φαντασίας, γυαλισμένα ρετρό και ταυτόχρονα εμφατικά meta, και το χειρίζεται με τα αλάνθαστα εργαλεία της καραμπινάτης σαπουνόπερας.
Το «Hollywood» διατηρεί τα πλουμιστά στολίδια στα ντεκόρ και τα κοστούμια μιας αλλοτινής χολιγουντιάδας, ωστόσο πόρρω απέχει από τα μελοδράματα υψηλών τύψεων ενός Ντάγκλας Σερκ ή τον ρεαλισμό του σινεμά της καταγγελίας, που ακολούθησε μετά την πτώση του studio system. Κρατά το ενδιαφέρον με την επιμελημένη διασταύρωση των πολλών χαρακτήρων, την ύφανση της εγνωσμένης ανεκδοτολογίας στην ίντριγκα και την επιστημονικά ρυθμική μετάβαση από το ένα επεισόδιο στο επόμενο.
Χαρακτηριστικό της αρετής και της αδυναμίας του Μέρφι είναι το έβδομο και τελευταίο μέρος, που κορυφώνεται με τη βραδιά της απονομής των 20ών Όσκαρ, τότε που επικράτησε η Συμφωνία Κυρίων του Καζάν και η Λορέτα Γιανγκ έκανε την έκπληξη στον πρώτο γυναικείο ρόλο, έναντι του φαβορί, της Ρόζαλιντ Ράσελ. Ο Μέρφι καταφεύγει σε μια εξωφρενική ανατροπή, που εκτυλίσσεται σαν ένοχη απόλαυση, ειδικά για τους μυημένους περί τα χολιγουντιανά, που φέρνει τον θεατή στη θέση των αγχωμένων υποψηφίων, αλλά γλιστράει σαν βελούδινο γάντι στην επιφανειακή, χαρωπή πανάκεια του «Glee», της μεγάλης crossover επιτυχίας του, που στοιχειώνει την όποια ανάταση φλερτάρει το πορτοφόλι των θεμάτων του.
σχόλια