Ο Τζόζεφ Μάλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ θεωρείται ο τελευταίος και σημαντικότερος εκπρόσωπος της αγγλικής ρομαντικής τοπιογραφίας. Γεννήθηκε στο Λονδίνο, στο Μέιντεν Λέιν του Κόβεντ Γκάρντεν, το 1775, αλλά καθώς η μητέρα του ήταν ψυχικά άρρωστη και ως εκ τούτου νοσηλευόταν σε ψυχιατρικές κλινικές, μεγάλωσε σε συγγενικό του σπίτι στο Μπρέντφορντ, στις όχθες του Τάμεση, δυτικά του Λονδίνου. Ο πατέρας του ήταν μπαρμπέρης και διατηρούσε μαγαζί κοντά στο Κόβεντ Γκάρντεν, όπου είχε πελάτες καλλιτέχνες και ηθοποιούς. Διαπίστωσε το ταλέντο του γιου του στη ζωγραφική από πολύ νωρίς και ήταν ο πρώτος που τον ενθάρρυνε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ζωγράφου ή, έστω, του σχεδιαστή. Στην πορεία της ζωής του ο πατέρας Τέρνερ θα έμενε δίπλα του ως ο έμπιστος βοηθός του, ζώντας μαζί του στο ίδιο σπίτι, μέχρι το τέλος του.
Ήταν πάρα πολύ τσιγκούνης και παραδόπιστος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, συγκατοικούσε με τον πατέρα του και, όταν αυτός πέθανε, ξεκίνησε κάποιες περίεργες σχέσεις με δύο γυναίκες, τις οποίες δεν παντρεύτηκε ποτέ, κι έκανε και δύο κόρες εκτός γάμου. Ήταν πάρα πολύ μοναχικός και μυστικοπαθής και δεν αποκάλυψε ποτέ τα φοβερά μυστικά της δουλειάς του
Η διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης και επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης κ. Μαριλένα Κασιμάτη, από την οποία ζητήσαμε μας μιλήσει για τη ζωή και το έργο του μεγάλου ζωγράφου, λέει: «Οι ζωγράφοι που μπαινόβγαιναν στο μπαρμπέρικο όντως αναγνώρισαν την ιδιοφυΐα του νεαρού ζωγράφου. Θεωρήθηκε αμέσως παιδί-θαύμα, γεννημένο για ζωγραφική, που με αυτήν θα μπορούσε να επιβιώσει. Ο πατέρας του, μάλιστα, έκανε συνεχώς μικροεκθεσούλες μέσα στο μαγαζί και πουλούσε τα έργα του γιου του. Από την αρχή, λοιπόν, ο πατέρας είχε δύο στόχους: να κάνει τον γιο του καλλιτέχνη και να βγάζει λεφτά. Έτσι κι έγινε. Ως το τέλος της ζωής του ο Τέρνερ ζούσε για να ζωγραφίζει και να βγάζει λεφτά από αυτό. Ήταν πάρα πολύ τσιγκούνης και παραδόπιστος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, συγκατοικούσε με τον πατέρα του και, όταν αυτός πέθανε, ξεκίνησε κάποιες περίεργες σχέσεις με δύο γυναίκες, τις οποίες δεν παντρεύτηκε ποτέ, κι έκανε και δύο κόρες εκτός γάμου. Ήταν πάρα πολύ μοναχικός και μυστικοπαθής και δεν αποκάλυψε ποτέ τα φοβερά μυστικά της δουλειάς του».
Ο Τέρνερ ξεκίνησε μαθήματα σχεδίου δίπλα στον τοπιογράφο Τόμας Μάλτον στα τέλη του 1789 κι αμέσως πέρασε στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου σε ηλικία 14 ετών ως πρώιμο ταλέντο. Ο κραταιός τότε σερ Τζόσουα Ρέινολντς, διευθυντής της σχολής, που ήταν ήδη αρκετά γερασμένος αλλά όριζε ακόμα το πνεύμα της εποχής, πήρε αμέσως τον έφηβο υπό την προστασία του. Η άποψη που επικρατούσε τότε ήταν ότι όσοι είχαν έφεση στο σχέδιο έπρεπε να στρέφονται στην αρχιτεκτονική, πράγμα που έκανε και τον ίδιο να ενδιαφερθεί για το επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Αυτό το απέτρεψε ο Τόμας Χάρντγουικ, αρχιτέκτονας δίπλα στον οποίο εργάστηκε ένα διάστημα, ο οποίος αναγνώρισε τη ζωγραφική του ιδιοφυΐα και τον ενθάρρυνε κι αυτός με τη σειρά του να παραμείνει ζωγράφος. Ο Τέρνερ άρχισε από πολύ νωρίς να ταξιδεύει στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως στην Ουαλία, σχεδιάζοντας τοπία τα οποία ολοκλήρωνε στο ατελιέ του στο Λονδίνο. Συνήθιζε να πραγματοποιεί αυτά τα ταξίδια το καλοκαίρι και να δουλεύει τους χειμώνες.
Η κ. Κασιμάτη εξηγεί: «Ο Τέρνερ, μαζί με τους άλλους ρομαντικούς τοπιογράφους της εποχής του, όπως ο Κόνσταμπλ, είχε το πάθος του τοπίου. Μέσα στην κατηγοριοποίηση των τεχνών της εποχής υπήρχαν πάρα πολύ σαφείς διαχωρισμοί των ειδών της ζωγραφικής. Ανάλογα με αυτά γινόταν κάποιος ευγενής ζωγράφος ή απλός χειρώνακτας. Αυτά τα είδη ήταν η ιστορία, η ιστορική ζωγραφική, δηλαδή η ζωγραφική που περιλαμβάνει ιστορικές ή θρησκευτικές στιγμές, η ηθογραφία, το πορτρέτο, τα τοπία και η φύση. Ο Τέρνερ μπλέκει πάρα πολύ με τα τοπία και κάνει πάρα πολλές υδατογραφίες.
Η πρώτη του έκφραση είναι η υδατογραφία, γιατί στην Ακαδημία ως επί το πλείστον σχεδιάζανε και αυτό αποτελούσε το κορυφαίο στοιχείο της διδασκαλίας. Αλλά, όπως έλεγε ο Ρέινολντς, “δεν θα ζωγραφίζετε μόνο για να απεικονίζετε αλλά και για να έχει ένα νόημα αυτό που κάνετε”. Αυτό ο Τέρνερ το κράτησε μέχρι το τέλος της ζωή του. Ταξίδεψε πάρα πολύ και όλη του η δουλειά ήταν προσανατολισμένη στο να ανεβάσει αυτό το χαμηλό είδος στο ύψος που νόμιζε ότι του άρμοζε και στην απεικόνιση του “sublime”, όπως αποκαλούν οι ρομαντικοί το μεγαλείο της φύσης. Υιοθετεί αυτήν τη γραφικότητα και ανατρέχει στα ολλανδικά τοπία, σε θαλασσογραφίες, κυρίως για να εμπνευστεί. Ήταν επίσης πατριώτης και το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας στα 1793 −ο οποίος διήρκεσε 22 χρόνια− του δημιουργεί την ιδέα ότι η εύθραυστη πολιτική ιστορία της Αγγλίας οφείλει να αναδειχθεί.
Οι ακουαρέλες που κάνει ταξιδεύοντας ανά την Αγγλία αλλά και στο εξωτερικό, κυρίως στην Ελβετία, τον φέρνουν αντιμέτωπο και με την τρομακτική διάσταση του τοπίου: χαράδρες, καταιγίδες, θύελλες μες στο νερό. Όλα αυτά τα ζωγραφίζει αποφεύγοντας τον λυρισμό, θέλοντας να δείξει με έναν τρόπο ότι η διάνοια κυριαρχεί στο συναίσθημα. Από τους θαλασσογράφους, αυτός που τον εμπνέει είναι ο Βαν ντερ Βέλντεν, και από τους τοπιογράφους, ο Κλοντ Λορέν, ο μεγάλος Γάλλος ζωγράφος που είχε μεγάλη απήχηση στην Αγγλία, ο οποίος τοποθετεί νύμφες και θέματα μυθολογικά μέσα σε τόπους όπου κυριαρχεί το φως − σαν σκηνικά με ανοιχτούς ορίζοντες, με ήλιους που περιβάλλονται από ρωμαϊκές κυρίως αρχαιότητες και στοιχεία της φύσης. Αυτό το υιοθετεί πλήρως στα πρώτα του βήματα ο Τέρνερ και αρχίζει να κάνει ένα πολύ γερό όνομα, στήνοντας σιγά-σιγά το αγγλικό ρομαντικό τοπίο που μέχρι τότε δεν υπήρχε. Ριζοσπαστικός κι επαναστατικός, είναι ο πρώτος μεγάλος μάστορας της Αγγλίας που ανεβάζει το άθλιο είδος της τοπιογραφίας σε μέγιστο».
Ο Τέρνερ ταξίδεψε πάρα πολύ στην Ευρώπη, επισκέφτηκε το Μουσείο του Λούβρου, όπου μελέτησε τους μεγάλους δασκάλους, και εμπνεύστηκε από το φυσικό στοιχείο και τις μεγάλες καταστροφές. Του έκαναν μεγάλη εντύπωση και αποτύπωσε μοναδικά μεγάλες πυρκαγιές, όπως αυτή του Κοινοβουλίου της Αγγλίας το 1834, μεγάλα λιμάνια, όπως το Γκραν Κανάλε της Βενετίας, διάσημα ναυάγια, θύελλες, καταιγίδες, την ομίχλη, αλλά πρωτίστως τον ήλιο και το δυνατό φως, εφευρίσκοντας έναν ιδιαίτερο τρόπο να χρωματίζει τους πίνακές του, τόσο τις υδατογραφίες όσο και τα λάδια του.
Έπαιρνε ένα φύλλο χαρτί, το ύγραινε με ψεκασμό και επάνω του έχυνε αραιωμένα χρώματα, ψυχρά και θερμά μαζί, κάτι που δεν είχε γίνει μέχρι τότε, μια πολύ μοντέρνα κίνηση για την εποχή − αυτό το πήραν πολύ αργότερα οι εξπρεσιονιστές και ενδιαμέσως οι ιμπρεσιονιστές. Τα άπλωνε πάνω στο υγρό υπόβαθρο, γινόντουσαν κάποιοι εκτυφλωτικοί συνδυασμοί και το παιχνίδι αυτό της φυσικής κατάστασης του χρώματος το άφηνε να στεγνώσει. Επάνω σε αυτό άπλωνε μετά το θέμα του. Αυτό είναι το μυστικό των κατοπινών έργων του
Η κ. Κασιμάτη εξηγεί: «Στήνει αυτό το καταπληκτικό εύρημα ότι η ζωγραφική είναι χρωματιστή. Μέχρι τότε επικρατούσε το σχεδιαστικό κομμάτι, όχι τόσο το χρώμα. Έπαιρνε ένα φύλλο χαρτί, το ύγραινε με ψεκασμό και επάνω του έχυνε αραιωμένα χρώματα, ψυχρά και θερμά μαζί, κάτι που δεν είχε γίνει μέχρι τότε, μια πολύ μοντέρνα κίνηση για την εποχή − αυτό το πήραν πολύ αργότερα οι εξπρεσιονιστές και ενδιαμέσως οι ιμπρεσιονιστές. Τα άπλωνε πάνω στο υγρό υπόβαθρο, γινόντουσαν κάποιοι εκτυφλωτικοί συνδυασμοί και το παιχνίδι αυτό της φυσικής κατάστασης του χρώματος το άφηνε να στεγνώσει. Επάνω σε αυτό άπλωνε μετά το θέμα του. Αυτό είναι το μυστικό των κατοπινών έργων του. Με τον πατέρα του να του τρίβει χρώματα και να μην έχει κανέναν στα πόδια του να αποκαλύψει το μυστικό. Μονοπωλώντας την αγγλική αγορά και κάνοντας μεγάλη περιουσία.
Επίσης, δούλευε πάρα πολύ με ύλες, χτυπούσε από πάνω από το χρώμα κόκκους χρωμάτων. Οι επιφάνειές του έχουν πάρα πολύ πυκνό χρώμα, και όμως η εντύπωση που παίρνουμε είναι του αφράτου, αεράτου κι ανάλαφρου πίνακα, γιατί ακριβώς δεν υπόκειται στις σχεδιαστικές αρχές της εποχής. Το θέμα προκύπτει μέσα από το χρώμα. Το πάθος του ήταν η εξερεύνηση των δυνατοτήτων για νέες απεικονίσεις. Και μέσα σε αυτή την εξερεύνηση τον εντυπωσιάζουν οι επιστημονικές και ερευνητικές επιτυχίες της Royal Society των επιστημόνων. Αυτό τον κάνει πάρα πολύ ενεργό μέτοχο. Μην ξεχνάμε ότι η εποχή του είναι αυτή της Βιομηχανικής Επανάστασης, η εποχή του ατμού, της εξέλιξης και της προόδου, της κυριαρχίας της Αγγλίας. Ως πατριώτης προβάλλει πολύ το στοιχείο αυτό και συμμετέχει σε συζητήσεις επιστημόνων – άλλωστε, η Ακαδημία Τεχνών ήταν δίπλα στην Ακαδημία Επιστημών, μεσοτοιχία στο ίδιο κτίριο!».
Για τον σπουδαίο ζωγράφο, όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο η ωριμότητα γινόταν απόσταγμα γνώσης στη ζωγραφική του, τόσο πιο σημαντικά γινόντουσαν τα έργα του. Αυτό φαίνεται έντονα στην εργογραφία του τα χρόνια μεταξύ του 1830 και του 1850, λίγο πριν από τον θάνατό του. Η κ. Κασιμάτη συνεχίζει: «Με το που τελειώνει με την τοπιογραφία, ζωγραφίζει τα καιρικά φαινόμενα, τη στιγμιαία αλλαγή του καιρού, τον απασχολεί πώς μπορείς να τα απεικονίσεις αυτά, τη δραματική ένταση που κυριαρχεί στα στοιχεία της φύσης, γιατί ο ίδιος κόντεψε να ναυαγήσει κάποιες φορές. Λέγεται ότι για να ζωγραφίσει μια φοβερή καταιγίδα δέθηκε στο κατάρτι σαν Οδυσσέας, κάτι που εντάσσεται στη μυθολογία του. Ενδιαφέρεται πάρα πολύ για το φως. Γιατί; Την ίδια εποχή οι φυσικοί εξέταζαν την κατάσταση του ήλιου. Κατέληξαν ότι ο ήλιος δεν είναι ένα σημείο αλλά ένα άθροισμα από πολύ αιχμηρές απολήξεις, όπως είχε αποκαλυφθεί τότε από έναν ερευνητή αστρονόμο που διαπίστωσε ότι η επιφάνεια του ήλιου δεν είναι ενιαία. Οι απεικονιστικές πρωτοτυπίες του Τέρνερ, λοιπόν, εναρμονίζονταν με τις περί φυσικής αντιλήψεις της εποχής του.
Επίσης, παρακολουθούσε πάρα πολύ στενά τη μετεωρολογία, τις αλλαγές στις μορφές των σύννεφων, μελέτες του ουρανού, είχε έναν θαυμασμό για τον καιρό. Αυτό είναι το “sublime”, το οποίο γίνεται πάθος για την απεικόνιση της δύναμης της φύσης, της τρομακτικής και της εύθραυστης κατάστασης του ανθρώπου. Συνόδευε πάντα τα ταξίδια του με πάρα πολλά μπλοκ ιχνογραφίας, καταγράφοντας τα φαινόμενα της φύσης. Σώζεται ένας τεράστιος όγκος σχεδίων, γύρω στα 40.000. Εκτός από τα μετεωρολογικά και τα της τεχνολογίας, είναι σύγχρονος του Μάικλ Φαραντέι, του πατέρα του ηλεκτρομαγνητισμού. Περνάει τη δημιουργία ρεύματος από μαγνητικά πεδία στο έργο του “Χιoνοθύελλα στη θάλασσα”, όπου απεικονίζει το παιχνίδι των μαγνητικών γραμμών στον Βόρειο και Νότιο Πόλο. Έτσι πρέπει να εξηγήσει κανείς αυτήν τη δύνη που σχηματίζεται.
Είναι ο τρόπος του να αποτυπώνει τις ανακαλύψεις της φυσικής, παρά το μεγαλείο της φύσης, και η τεχνική του είναι τέτοια που του το επιτρέπει. Είναι ο πρώτος που εφαρμόζει τον λευκό καμβά, που δέχεται το “πασάλειμμα” της βάσης του, που του δίνει αμέσως ένα υπόβαθρο πάρα πολύ συγκεκριμένο για να κάνει το αφαιρετικό του έργο από πάνω. Μετά το επεξεργάζεται με σπάτουλα, δουλεύοντας ελάχιστα με πινέλο, κάτι πολύ μοντέρνο. Έχει κάνει περισσότερα από 400 λάδια και 37.000 υδατογραφίες, πάρα πολλές εκ των οποίων είναι μελέτες. Σε πολλά καταγράφει και την εξέλιξη της τεχνολογίας. Ζωγραφίζει πάρα πολλά ατμόπλοια τα οποία παρακολουθούσε στις παραθαλάσσιες περιοχές όπου ζούσε και στα λιμάνια όπου ταξίδευε. Ήταν μαγεμένος από το θέμα της ταχύτητας στο ταξίδι. Ένας μοναχικός οδοιπόρος που ταξιδεύει για να βιώσει το μεγαλείο και δεν συνομιλεί με κανέναν, παρά βρίσκει τον εαυτό του στο τοπίο − το ίδιο του συμβαίνει και με τα επιτεύγματα της τεχνολογικής επανάστασης, ατμόπλοια και ατμομηχανές. Υπάρχει ένα έργο του με πάρα πολλά βαγόνια κι έναν λαγό, το ζώο που θεωρούνταν το πιο γρήγορο τότε».
Πέθανε σε ηλικία 76 ετών, το 1851, στα χέρια της δεύτερης συντρόφου του, Σοφίας Μπουθ, και λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν «ο ήλιος είναι θεός»
Στο πέρασμα των χρόνων, και μετά την απώλεια του πατέρα του, που τον συγκλόνισε, ο Τέρνερ έγινε ένας εκκεντρικός κλοσάρ. Σχεδόν εξαθλιώθηκε, παρόλη τη φήμη και τον πλούτο που συγκέντρωσε. Πέθανε σε ηλικία 76 ετών, το 1851, στα χέρια της δεύτερης συντρόφου του, Σοφίας Μπουθ, και λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν «ο ήλιος είναι θεός». Η τεράστια επιρροή που άσκησε η τεχνοτροπία του στους ιμπρεσιονιστές, κυρίως στον Μονέ, μοιάζει σαν να μετάγγισε όλους του τους νεωτερισμούς στην εξέλιξη της ζωγραφικής. Η πατρίδα του, στην οποία άφησε όλα του τα έργα, τον τιμά ιδιαίτερα και το σημαντικότερο εικαστικό βραβείο φέρει το όνομά του. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του μπορεί να τα δει κανείς στην Tate Gallery του Λονδίνου, αλλά και αλλού. Μια πλευρά ελληνικού ενδιαφέροντος είναι η υπέροχη ακουαρέλα «’T is Greece, but living Greece no more» από τον στίχο του ποιήματος «Γκιαούρ» του λόρδου Βύρωνα. Ο Τέρνερ εμπνεύστηκε ένα τοπίο κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, με μια συμβολική γυναικεία φιγούρα που ξεψυχάει κάτω από την Ακρόπολη, αποδίδοντας έτσι τον στίχο του Βύρωνα και το φιλελληνικό πνεύμα του ποιητή. Το έργο παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη στο πλαίσιο της έκθεσης του 2000 «Αθήνα - Μόναχο. Τέχνη και Πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα» σε επιμέλεια της κ. Μαριλένας Κασιμάτη.
σχόλια