Χρήστος Μποκόρος, εικαστικός Facebook Twitter
Πρέπει να ξέρεις πάρα πολλά για να καταλάβεις το ασύλληπτο μέγεθος της άγνοιας και να είσαι σεβαστικός απέναντι στη γνώση σου. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO 

Χρήστος Μποκόρος: «Η τέχνη δεν είναι θέαμα, πρέπει να σε αφορά και να σε πονάει»

0

Γεννήθηκα στο Αγρίνιο, η μάνα μου έλεγε ότι την πιάσαν οι πόνοι μέσα στο καπνοχώραφο· τότε η πόλη ήταν συνδεδεμένη ακόμη με τα καπνά. Μέχρι τα 19 μου χρόνια έζησα εκεί, και κάθε καλοκαίρι ήμουν όντως στα καπνοχώραφα. Οι γονείς μου ήταν βιοπαλαιστές. Ο πατέρας μου είχε σπουδάσει νομικά, μετά έγινε αξιωματικός στον ΕΛΑΣ, έκανε εξορία, και μετά την εξορία άνοιξε ένα υφαντουργείο. Πήγε να δουλέψει εκεί υφάντρα η μάνα μου, προσφυγοπούλα, ερωτεύτηκαν, έκαναν οικογένεια, αλλά το υφαντουργείο έκλεισε και από όλα αυτά απέμεινε η οικογένεια: οι γονείς μου, εγώ και η αδελφή μου. Ήμουν το πρώτο παιδί στο σόι της μάνα μου, που ήταν πολυμελές, οπότε αυτό που κυρίως θυμάμαι είναι η αγάπη που εισέπραττα από ένα ευρύτερο περιβάλλον. Ο αδελφός του πατέρα μου και η γυναίκα του, δάσκαλοι και οι δύο, με μάθαν γράμματα. Ήταν άκληροι και με είχαν σαν παιδί τους. Στον θείο τον δάσκαλο χρωστάω ακόμη και το ότι ζωγραφίζω, γιατί πριν από το σχολείο με μάθαινε να σχεδιάζω. 

• Στη δικτατορία ο πατέρας μου αναγκάστηκε να κλείσει τα πλυντήρια-καθαριστήρια που είχε κάνει μετά το υφαντουργείο λόγω του ότι ήταν αριστερός. Τα πούλησε και ασχολήθηκε με αυτό που επιθυμούσε σε όλη του τη ζωή, την αρχαιολογία και την ιστορία του τόπου. Όσα λεφτά περίσσεψαν τα έδωσε στη μάνα μου και άνοιξε ανθοπωλείο, έτσι ήμασταν εύποροι για κάποια χρόνια. O πατέρας με έπαιρνε μαζί του με ένα μηχανάκι που είχε τότε, μια φλορέτα με μηχανή Zachs, και γυρίζαμε όλη τη Δυτική Στερεά, φωτογραφίζοντας και ψάχνοντας μέσα από τα μνημεία την ιστορία του τόπου. 

• Επαφή με την τέχνη δεν είχα ακριβώς, αυτό που θεωρώ επαφή είναι η εγγύτητα με τα πραγματικά μνημεία, οι αρχαίες πέτρες, οι τοιχογραφίες στα μοναστήρια και στις παλιές εκκλησίες, και ο θαυμασμός που ένιωθε ο πατέρας μου για τους ανθρώπους του πνεύματος γενικώς, π.χ. για τους μεγάλους καλλιτέχνες. Αλλά όλα αυτά τα άκουγα ως επιτεύγματα του ανθρώπου συνολικά σε ένα πλαίσιο που δεν είχε εθνικό χαρακτήρα ακριβώς αλλά έτεινε προς κάτι υψηλότερο, ως μια προσπάθειά του να ξεπεράσει τον ίδιο του τον εαυτό και να χωρέσει τον κόσμο όλο. 

Εξάλλου, τι είναι η τέχνη; Ένα μνημείο. Τα σπουδαία έργα τα λένε μνημεία, που σημαίνει μνήμη. Τη μνήμη μας την κάνουμε μνημείο, αυτή είναι η πραγματική δεξιότητα του ανθρώπου, να ξαναστήνει μπροστά του, με τρόπο αθάνατο, αυτό που έχει φύγει ήδη και να το θυμάται. Αυτή είναι όμως η μόνη δυνατότητα που έχουμε για αθανασία.

• Ένα απόγευμα ο πατέρας μου, παρότι αριστερός, μου έδειξε τη βυζαντινή εικονογραφία στο μοναστήρι της Θεοτόκου Μυρτιάς πάνω από την Τριχωνίδα. Φωτογράφιζε διάφορα πράγματα που εγώ δεν καταλάβαινα, μάλιστα βιαζόμουν να τελειώσουμε για να πάω στην ντίσκο το βράδυ, διότι στα 16 μου αυτό ήταν το ζητούμενο. Κάποια στιγμή, μέσα στον ναό, πριν αρχίσει η λειτουργία του εσπερινού, μου λέει: «Χρηστάκη, τις βλέπεις όλες αυτές τις ζωγραφιές;». Ήταν τρεις περίοδοι εικονογραφικές και μου έδειξε πώς να ξεχωρίζω ποιος είναι ο Ξένος Διγενής, ο Φράγκος Κατελάνος κ.λπ. Εγώ μετά βίας τις ξεχώριζα, κι εκεί, όπως έβλεπε τη δυσκολία μου, μου είπε «αυτά δεν είναι τυχαία εδώ μέσα βαλμένα, είναι μια μυητική διαδικασία όλο αυτό, κάτι λέγανε στους ανθρώπους τότε που ήταν αγράμματοι, που δεν είχαν βιβλία». Μου εξήγησε τι ζωγράφιζαν στον νάρθηκα και τι στον κυρίως ναό, τι σήμαινε το δωδεκάορτο πάνω, ποιοι ήταν οι άγιοι στην Ιερά Πύλη, τι σημαίνουν η Πλατυτέρα από πίσω με τα ανοιχτά χέρια, οι στρατιωτικοί άγιοι, οι πατέρες από κάτω. Βγαίνοντας έξω, και έχοντας δει αυτό το συνονθύλευμα των εικόνων, που δεν του έδινα σημασία κιόλας, καθίσαμε στο πεζούλι. Άρχισε ο εσπερινός, μπροστά μας ήταν η Τριχωνίδα, η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας, που ο ήλιος την έκανε κόκκινη καθώς έδυε προς τα δεξιά, και μου είπε «γι’ αυτό λέμε ότι ο ήλιος βασιλεύει αυτή την ώρα, γιατί το ηλιοβασίλεμα είναι τόσο μεγαλοπρεπές. Αυτή είναι η ώρα που μαζεύεις τα συμπράγκαλα στο χωράφι κατάκοπος και πας να ξεκουραστείς, μέχρι την επόμενη μέρα· περνάς από κάνα ξωκλήσι, ανάβεις ένα κεράκι για τους πεθαμένους σου και ακούς αυτές τις ψαλμωδίες, που εκεί που το κορμί είναι κατάκοπο ανεβάζουν την ψυχή και φτιάχνουν μια ισορροπία περίεργη. Του είπα «δεν πάμε μέσα να την ακούσουμε;» και μου απάντησε «άσε τους παπάδες να κάνουν τη δουλειά τους, την ακούς κι από δω».

Χρήστος Μποκόρος, εικαστικός Facebook Twitter
Κάποτε μου είπαν ότι έχασα τόσα χρόνια στη ζωγραφική. Τίποτα δεν έχασα, γιατί για μένα το ζητούμενο ήταν πάντα το ίδιο, να βρούμε το καλό, να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε γύρω μας, να γίνουμε διάφανοι και να χωρέσουμε τον κόσμο όλο, και να τον αντανακλούμε. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Θυμάμαι, επίσης, την Παναγία της Μεγάλης Χώρας, μια εκκλησία πάρα πολύ παλιά, όπου ένιωσα για πρώτη φορά ότι η τέχνη έχει ένα μυστικό, ένα μυστήριο, κάτι περίεργο. Ήταν μια παλιά μικρή βασιλική χωμένη στο πουθενά, δίπλα στον αύλακα του Αχελώου. Είχαμε πάει πάλι απόγευμα, ήταν ο παπάς και η παπαδιά εκεί, μας άνοιξαν την πόρτα, μπήκαμε μέσα, είδαμε το τέμπλο, ο πατέρας μου επέμενε ότι υπάρχουν κι άλλες εικόνες πίσω απ’ το τέμπλο, ο παπάς του έλεγε «δεν υπάρχουν», αλλά του επέτρεψε να βγάλει μια εικόνα. Είδαν τότε στο πλάγιο φως που έπεφτε τι υπήρχε ζωγραφισμένο από πίσω, στον τοίχο, ένας στρατιωτικός άγιος. Φαίνονταν οι τρύπες από την καταστροφής που είχε γίνει ίσως στον καιρό της Τουρκοκρατίας και εντυπωσιάστηκα. Ήταν θαμπός, όχι όπως είναι οι εικονογραφημένες εκκλησίες, είχε πάνω του την υγρασία και τη μούχλα του ασβέστη, παρ’ όλα αυτά οι αχτίδες που έμπαιναν του έδιναν μια λάμψη αλλούτερη. Και αισθάνθηκα ότι πίσω από τη ζωγραφική κρύβεται κάτι άλλο, πιο μυστήριο. Εκεί βίωσα την υπόσταση αυτού του πράγματος που ακούγεται ως ανυπόστατο. Αυτή ίσως είναι η σπουδαιότερη εμπειρία που κουβαλάω από παιδί σε σχέση με την τέχνη. Γιατί ως ζωγράφους θεωρούσα κάποιους που έκαναν κορνιζάδικα στο Αγρίνιο ή κάποιους γραφικούς με μπερεδάκι που βγαίναν και έκαναν τοπία. Κι ύστερα, στα 17-18, πίστευα ότι είναι κάποιοι τύποι που καπνίζουν μπάφους και κάνουν διάφορες ψυχεδέλειες και τέτοια. Δεν με ενδιέφεραν όλα αυτά. Την μεγάλη ευρωπαϊκή ζωγραφική, τους αναγεννησιακούς πίνακες, δεν τους έβλεπα ως ζωγραφική ακριβώς αλλά ως μνημεία πολύ σπουδαία που δεν τα συνέκρινα καν με τον εαυτό μου και με τις ζωγραφίτσες που έκανα. Αυτό σήμαινε ότι δεν έβλεπα στη ζωγραφική το μέλλον μου. 

• Όταν πήγαινα στη Γ’ Γυμνασίου με φώναξαν οι γονείς μου στο ανθοπωλείο. Ήταν εκεί ένας πλασιέ της ABC, της σχολής ζωγραφικής δι’ αλληλογραφίας, και ο πατέρας μου μού είπε: «Χρηστάκη, μήπως θέλεις να κάνεις μαθήματα;». Λέω «ωραία, να κάνω». Αρχίσαμε τα μαθήματα, ύστερα όμως από τρεις-τέσσερις μήνες δεν έστελνα αυτά που μου ζητούσαν, παραπονεθήκαν προφανώς στον πατέρα μου, κι αυτός μου είπε «παιδί μου δεν περισσεύουν τα λεφτά που δίνουμε, αν σε ενδιαφέρει, να συνεχίσουμε, διαφορετικά να το σταματήσουμε». Του είπα ότι δεν με ενδιέφερε και το σταματήσαμε. Δεν έβλεπα μέλλον στη ζωγραφική, εξάλλου ήμουν ήδη, από 15 χρονών, οργανωμένος στον αντιστασιακό χώρο και είχα τραβήγματα με την Ασφάλεια. Τον Αύγουστο του ’73, πριν από το Πολυτεχνείο, ήμουν μια εβδομάδα στα κρατητήρια, στην ασφάλεια, για κάποιο σύνθημα που γράψαμε. Οπότε, το μυαλό μου ήταν αλλού, και επειδή αλήτευα κιόλας ο πατέρας μου φοβόταν ότι δεν θα προκόψω. Πολλά παιδιά, συντοπίτες μου, πηγαίναν τότε στην Ιταλία και μου πρότεινε να πουλήσουμε το κτήμα και να πάω κι εγώ στην Ιταλία. Πήγε στην Πάτρα, στο προξενείο, και ζήτησε να γραφτώ στην αρχιτεκτονική και όντως με δέχτηκαν στη Φλωρεντία και στη Βενετία, αλλά είχα περάσει ήδη στη Νομική Κομοτηνής, που ήταν έκπληξη και για τον πατέρα μου και για μένα. Αυτό ήταν το βασικό που ήθελα, να δω πώς γίνονται οι νόμοι, πώς μπορώ να συμβάλω στο να γίνουν καλύτεροι – κοινωνικό ήταν το ζητούμενο, ένας καλύτερος κόσμος. Δεν πίστευα ότι η ζωγραφική μπορεί να συμβάλει σε αυτό. Οπότε, πήγα στη Νομική κι εκεί κατάλαβα ότι δεν είναι ακριβώς έτσι όπως τα πίστευα τα πράγματα· στο δεύτερο-τρίτο έτος είδα ότι δεν αλλάζει η κοινωνία ακριβώς με τους νόμους. Καταλάβαινα ότι το πιο σπουδαίο πράγμα που μας οδηγεί στο καλό και στο καλύτερο είναι το παράδειγμα που σε συνεπαίρνει όχι ο νόμος που σε αναγκάζει με τον φόβο της τιμωρίας να συμμορφωθείς.   

• Τελείωσα τη Νομική, δηλαδή άφησα ένα μάθημα για να μην κοπεί η αναβολή. Ρεμπέλεψα δυο-τρία χρόνια, ήρθα για ένα εξάμηνο στην Αθήνα και έγραφα λήμματα σε μια εγκυκλοπαίδεια – με είχε στείλει ένας φίλος βιβλιοπώλης στο πατάρι του και διάβαζα και μορφωνόμουν, διάβαζα λογοτεχνία και φιλοσοφία πολύ από τότε. Κάποια στιγμή, όταν ήμουν 23 χρονών –είχε πεθάνει ο πατέρας μου στο μεταξύ, όταν ήμουν 21–, ενώ διάβαζα τον Προυστ και δεν είχε βγάλει ο Ζάννας ακόμα τους δύο τελευταίους από τους 13 τόμους, έπεσε στα χέρια μου ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι και άλλαξαν όλα. Διάβασα όλον τον Ντοστογιέφσκι.

Χρήστος Μποκόρος, εικαστικός Facebook Twitter
Δεν υπάρχουν άνθρωποι μόνοι, σχέσεις υπάρχουν, και ο άνθρωπος είναι σχέσεις. Καθένας μας είναι σχέσεις. Και η ζωγραφική σχέσεις χρωμάτων είναι. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Κατέληξα «ναυαγός» στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έτσι αισθανόμουν, σαν να ναυαγήσαν όλα τα άλλα τα όνειρα και τα σχέδια που είχα, οι επιθυμίες. Τότε κατάλαβα ότι το μόνο μου χάρισμα είναι το ότι μπορούσα να ζωγραφίζω, το ήξερα ότι το είχα αυτό, αλλά δεν θεωρούσα ότι μπορεί να γίνει επάγγελμα. Μπήκα, λοιπόν, εκεί αισθανόμενος ότι δεν είχα στέρεη καλλιτεχνική παιδεία, σε ένα χάος αλλούτερο. Άλλα πράγματα λέγαν, άλλα πράγματα κάνανε, και αναγκάστηκα εκεί, μόνος μου, να μάθω τι ακριβώς ήθελα απ’ την τέχνη. Γιατί κατά βάση δεν ξέρω τι είναι η τέχνη, αυτό που καταλάβαινα με τα δεδομένα που είχα, το προικιό του Αγρινίου δηλαδή, ήταν ότι η τέχνη είναι κάτι υψηλό, το οποίο πρέπει να σε συνεπάρει, να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να φτάσεις κάπου αλλού. Δύσκολα πράγματα. 

• Μπήκα στην Καλών Τεχνών για να παρακολουθήσω τον Μόραλη, αλλά τη χρονιά που μπήκα εκείνος πήρε σύνταξη. Τον είδα να φεύγει κι έμεινα στο εργαστήριό του, το οποίο ανέλαβε ο Δημήτρης ο Μυταράς. Δεν είχαμε επαφή με τον Μυταρά, ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα που έκανε εκείνος. Εγώ δεν καταλάβαινα τι ακριβώς ήθελα να κάνω, είχα το χάρισμα να αναπαριστώ τον κόσμο όπως είναι, να ζωγραφίζω παραστατικά, αλλά δεν ήξερα ακριβώς ποιο ήταν το νόημα αυτού του πράγματος, πώς να το χρησιμοποιήσω, τι να κάνω μ’ αυτό. Αυτό που ήταν πολύ χρήσιμο στην Σχολή Καλών Τεχνών, όμως, ήταν η συνάφεια με τους συμφοιτητές, με αυτούς που είχαμε παρόμοιες αγωνίες. Απ’ αυτούς διδάχτηκα πράγματα, μαζί ζυμωθήκαμε και έφτιαξε ο καθένας ό,τι έφτιαξε μετά, παρότι χωρίσαμε. Αυτό συμβαίνει με όλα τα πράγματα στη ζωή, εκεί που έχεις τη συνάφεια, τη συναφή αγωνία, παράγεσαι και εσύ και το έργο σου. 

• Χωρίς να το καταλάβω έγινα επαγγελματίας ζωγράφος, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Βέβαια, ακόμα αισθάνομαι αρχάριος. Έχω ζωγραφίσει εκατοντάδες, χιλιάδες κεράκια και κάθε φορά που πάω να ζωγραφίσω άλλο ένα λέω «τώρα πώς θα το κάνω αυτό;». Καθένα είναι διαφορετικό, όπως και οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί, δεν είμαστε αριθμοί, δεν είμαστε τύποι, είμαστε πρόσωπα. Αυτό το πιστεύω και ευρύτερα, ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα πρόσωπο και ότι κάθε στιγμή μας μετέχει σε μια αιωνιότητα, καθένας μας είναι κάτι περισσότερο από αυτό που αναγνωρίζει ως τον εαυτό του. Οι άνθρωποι καταγόμαστε από άλλους ανθρώπους, ζούμε ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους και εκ των υστέρων, τόσα χρόνια μετά, σκέφτομαι τι σημαίνει Αγρινιώτης, Αθηναίος, Πειραιώτης, Έλληνας.

Χρήστος Μποκόρος, εικαστικός Facebook Twitter
Χρήστος Μποκόρος, «Κεριά» (2002).

• Έμενα πάντα σε ισόγεια, ήθελα πάντα να έχω πρόσβαση στον δρόμο, στα καπνοχώραφα ουσιαστικά, διότι τι άλλο θέλει ο άνθρωπος; Την παιδική του ηλικία θέλει να βιώσει ξανά και ξανά. Εκεί θα γυρίσουμε, εκεί επιστρέφουμε ήδη μες στο μυαλό μας. «Μου είναι αδιάφορο από πού θα ξεκινήσω», έλεγε ο Ηράκλειτος, «γιατί έτσι κι αλλιώς εκεί θα καταλήξω, πάλι θα το βρω». Ισχύει για όλους μας, κουβαλάμε τον χώρο που δημιουργήσαμε οι ίδιοι, δημιουργήσαμε τη δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε και να κρίνουμε τον κόσμο, κι αυτό, όσο κι αν εμπλουτίζεται, γεννήθηκε άπαξ. Αυτό το άπαξ όμως έχει το παν μέσα του, δεν γίνεται να αφαιρέσεις έναν άνθρωπο απ’ τον κόσμο και να υπάρξει ο κόσμος. Τίποτα δεν είναι για πέταμα. Ο Τσαρούχης μου είχε πει ότι δεν υπάρχουν καθαρά χρώματα. Εγώ ζωγράφιζα τετραχρωμία, ακόμα το κάνω: χρησιμοποιώ τα τέσσερα βασικά χρώματα και προσθέτω ελάχιστα άλλα. Εκείνος έλεγε ότι ζωγραφίζουμε με τα τέσσερα χρώματα, αλλά κανένα δεν πρέπει να είναι καθαρό, κάθε χρώμα πρέπει να έχει και λίγο από τα άλλα τρία, να ’ναι λερωμένα, μπερδεμένα, δηλαδή να υπάρχει συσχέτιση. Δεν υπάρχουν άνθρωποι μόνοι, σχέσεις υπάρχουν, και ο άνθρωπος είναι σχέσεις. Καθένας μας είναι σχέσεις. Και η ζωγραφική σχέσεις χρωμάτων είναι. Και το φως δεν υπάρχει από μόνο του, σχετίζεται με το σκοτάδι. Δηλαδή, μόνο αν διαχειριστείς το σκοτάδι θα κερδίσεις το φως. Φως είναι αυτό που σε βοηθάει να συμμαζευτείς και να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα γύρω σου – αν κοιτάξεις τον ήλιο μόνο του σε τυφλώνει. Εδώ είναι και μια παρακαταθήκη του πατέρα μου, αυτό που θυμάμαι πιο πολύ απ’ αυτόν: «Χρηστάκη, το φως να βλέπεις, ακούς; Μη χάνεις από τα μάτια σου το φως». Αλλά το φως δεν είναι στόχος που πρέπει να φτάσουμε, είναι μέσο για να φωτιστούμε. Είναι η φωτεινή οδός μας. 

• Τον πρώτο καιρό που ήμουν στη σχολή προσπαθούσα να μάθω πώς να ζωγραφίζω τον ορατό κόσμο, τον πραγματικό, ήταν μια μαθητεία στο πραγματικό όλα εκείνα τα χρόνια, αλλά μέσα σ’ αυτό το διάστημα βρέθηκα απέναντι στο μεγάλο ερώτημα «τώρα τι κάνω;». Αυτό που έλεγαν στη σχολή «σπουδάζω», «μελετώ» ή «κάνω μαθητεία στο…» δεν το καταλάβαινα καθόλου εγώ, δεν ξέρω τι σημαίνει μαθητεία. Επίσης, δεν έχω προσχέδια, το έργο ή θα γίνει ή δεν θα γίνει, το βλέπω ως μια οδό για να φτάσεις κάπου. Τι πάει να πει μαθητεία; Κάθε έργο, ακόμα και αν μαθητεύεις σε κάποιον, είναι ένα τελειωμένο έργο, κάτι έγινε εκεί, έχει κατατεθεί πνεύμα, ύλη, μόχθος, αγωνία, ταλέντο, δεξιότητα, χάρισμα. Εκεί λοιπόν, μέσα στο τέλος της περιόδου αυτής, της μαθητείας στο πραγματικό, άρχισαν να με προκαλούν κάποια περίεργα νεύματα, πειρασμοί του αόρατου, διότι σκεφτόμουν «ωραία, τι κάνουμε στη ζωγραφική; Αποχρώσεις, τόνους και σχέδιο. Τι προσπαθούμε να βάλουμε; Το φως». Αλλά αναρωτιόμουν μήπως το φως είναι κάτι περισσότερο απ’ τη φωτοσκίαση, μήπως είναι ζητούμενο συνολικότερο, υψηλότερο, ηθικότερο, κι εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ αυτό το σπουδαίο που είπε ο Βιτγκενστάιν, ότι η αισθητική και η ηθική είναι το ίδιο. Μπαίνοντας μέσα σε αυτόν τον πειρασμό του αόρατου, προσπάθησα να μην αποδώσω το φως ως ζωγραφική και ως πλαστική αξία, εξάλλου στα έργα μου δεν με ενδιαφέρουν τόσο πολύ οι πλαστικές αξίες όσο μια άλλη απόδοση του φωτός που δεν χτυπάει στα μάτια αλλά στην καρδιά του θεατή. Αυτό για μένα είναι το ζητούμενο, η κοινωνία, να κοινωνήσουμε αυτό ακριβώς στο κοινό. Δεν επικοινωνεί ο θεατής με τον ζωγράφο ή τον οποιονδήποτε δημιουργό την ώρα που βλέπει το έργο, είναι πέραν όλων αυτών. Η βασική συνθήκη του ανθρώπου-θεατή-μετόχου στο έργο τέχνης νομίζω ότι είναι διαφορετική από αυτήν που ορίζει η τρέχουσα αντίληψη. Λέμε ότι εκτίθενται τα έργα και οι θεατές τα βλέπουν· όχι, δεν εκτίθενται τα έργα, πιστεύω πως εκτίθενται οι θεατές ενώπιον των έργων, αναρωτιούνται «εγώ τι θέλω εδώ, έχω κάτι να κάνω εδώ, με ενδιαφέρει αυτό; Αν δεν με ενδιαφέρει, να φύγω να πάω αλλού, σε αυτά που με ενδιαφέρουν και έχω κάτι να πω». Δηλαδή η σχέση πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από την καθαρή οπτική αντίληψη του καθενός. Την οπτική αντίληψη δεν την έχουμε μόνο για βλέπουμε, μέσω αυτής μπαίνει το φως μέσα μας. Την έχουμε για να το καταλαβαίνει η ψυχούλα μας· αγκάθι η αγάπη και αγκυλώνει, πρέπει να το καταλάβουμε το τσιμπηματάκι. Αν δεν καταλάβεις το τσίμπημα, τι να τις κάνεις τις ιστορίες και τις διηγήσεις περί αυτού; Αν δεν πιάσεις τη φωτιά, το κάρβουνο, να καείς, τι να το κάνεις το «μην το αγγίξεις, θα καείς»;

• Δεν ισχύουν μόνο στη ζωγραφική αυτά, ισχύουν και στη ζωή, δεν την έχω ξεχωρίσει ποτέ τη ζωγραφική από τη ζωή. Κάποτε μου είπαν ότι έχασα τόσα χρόνια στη ζωγραφική. Τίποτα δεν έχασα, γιατί για μένα το ζητούμενο ήταν πάντα το ίδιο, να βρούμε το καλό, να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε γύρω μας, να γίνουμε διάφανοι και να χωρέσουμε τον κόσμο όλο, και να τον αντανακλούμε. Το ύψος για τον καθένα είναι αυτό που μπορεί να αναστήσει στη δικιά του τη ζωή, δεν θα του το δώσει η τέχνη, δεν θα σώσει η τέχνη τον κόσμο.

Χρήστος Μποκόρος, εικαστικός Facebook Twitter
Έμενα πάντα σε ισόγεια, ήθελα πάντα να έχω πρόσβαση στον δρόμο, στα καπνοχώραφα ουσιαστικά, διότι τι άλλο θέλει ο άνθρωπος; Την παιδική του ηλικία θέλει να βιώσει ξανά και ξανά. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Εκείνον τον αντιστασιακό μου καιρό είχα διαβάσει και το βιβλίο του Γκι Ντεμπόρ Η κοινωνία του θεάματος – σοκ. Τώρα αυτή η κοινωνία έχει αντικατασταθεί πλήρως. Επίσης, η άνοδος της ασημαντότητας, που έγραφε ο Καστοριάδης, έχει προχωρήσει και έχει γίνει η κυριαρχία της ασημαντότητας, διότι όλα γίνονται γι’ αυτό το θέαμα, γι’ αυτή την εικόνα, δηλαδή για έναν ψεύτικο κόσμο. ο οποίος όμως βιώνεται σαν αληθινός. Οι άνθρωποι τον βιώνουν ως αληθινό και είναι μόνο μια εικόνα. Άκουγα το σύνθημα «κάτω η χούντα του Μητσοτάκη» – δεν έχουν ζήσει χούντα αυτοί που το λένε. Η χούντα ήταν άλλο πράγμα, είχες φόβο τη νύχτα να περπατήσεις, είχες φόβο να συναντήσεις, να μιλήσεις, να πεις τη γνώμη σου, δηλαδή αντιστεκόσουν σε πολύ ισχυρές δυνάμεις. Θα μου πεις, πάντα υπάρχει μια ισχυρή δύναμη που μας υπερβαίνει και μας καταπλακώνει, αλλά αυτή είναι η συνθήκη της ανθρώπινης ζωής πάντα. Δηλαδή η στάση μας απέναντι σε αυτή θα μας κρίνει και το αν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε έναν όρθιο εαυτό και φωτεινό. Γιατί αν διατηρείς τον εαυτό σου όρθιο σακάτη, δεν θα μπορείς να προσφέρεις ούτε στην ιδέα ούτε στους άλλους. Άρα, τι σημαίνει αυτό; Παν μέτρον άριστον.  

• Στις 24 Ιουλίου 1974, ενώ έκανα φροντιστήριο για να μπω στη Νομική, ο καθηγητής, που ήταν αριστερός, μας λέει «σήμερα γιορτάζουμε, ελευθερία, δημοκρατία, χαμός, πηγαίνετε έξω πιείτε καφέδες», δεν κάναμε μάθημα. Το μεσημέρι πάω στο σπίτι για φαΐ κι ο πατέρας μου, όπως τρώγαμε, μου λέει «άλλαξε ρούχα και πάμε στο χωράφι για πότισμα» – τα καπνά δεν περίμεναν. Πήγαμε στο κτήμα, βάλαμε μπρος τη μηχανή, δέσαμε τους σωλήνες για να ποτιστεί το χωράφι και του είπα «ρε μπαμπά, δεν μπορούσαμε σήμερα, τέτοια μέρα, να το αναβάλουμε;» «Γιατί», λέει, «τι έχει η μέρα;» «Γι’ αυτήν τη μέρα δεν αγωνιζόμασταν τόσο καιρό;» Όπως ήταν κάτω σκυμμένος, σηκώνεται, παίρνει ένα πολύ σοβαρό ύφος και μου λέει: «Χρηστάκη, παιδί μου, φυλάξου, τα μάτια σου δεκατέσσερα τώρα, οι καιροί είναι δύσκολοι, οι άνθρωποι τώρα θα σε ξεγελάνε. Θα έρθουν εχθροί που θα το παίζουνε φίλοι, και φίλοι σου που θα γίνουν εχθροί. Φυλάξου!». Τότε δεν καταλάβαινα τίποτα, έλεγα «τι μου λέει τώρα αυτός, θα πάω στο πανεπιστήμιο και θα κάνω σπουδαία πράγματα». Αυτή την πικρή γνώση τη συνειδητοποίησα τρία-τέσσερα χρόνια αργότερα. Πόσο δίκιο είχε ο παλιός αριστερός που είχε βιώσει στο πετσί του και στην εξορία τη δυστυχία και την απάρνηση των ιδεών.

• Πριν από τριάντα χρόνια, το ’92, πήρα ένα ερειπωμένο σπιτάκι σε ένα εγκαταλειμμένο ανταρτοχώρι, στη Βίνιανη, το αρχηγείο του ΕΛΑΣ, ανάμεσα σε Καρπενήσι και Αγρίνιο. Το Βελούχι βλέπω από το μπαλκονάκι, από κεί πήρε το όνομά του ο Άρης Βελουχιώτης. Άρχισα να το φτιάχνω το ’94 και αφού δεν πήγαινα στον τάφο του πατέρα μου, είπα, θα φτιάξω το σπιτάκι, το βράδυ θα ανάβω τα φώτα και μέσα στην ερημιά και στο σκοτάδι, γιατί τότε δεν υπήρχε κανένα άλλο φως, θα είναι σαν να ανάβω κεράκια στις ψυχές όλων αυτών που έδωσαν τη ζωή τους όλη, την καριέρα τους, το μέλλον τους, για ένα πουκάμισο, για ένα κιβώτιο αδειανό. Για ένα τίποτα. Και για όλα αυτά διατηρήσανε στη ζωή τους ένα χαμόγελο και μια περηφάνια, μαζί με τη δυστυχία όμως. Χωρίς πανηγυρισμούς, γιατί ήξεραν πολύ καλά και τι σημαίνει αγώνας και τι συνθηκολόγηση. 

Χρήστος Μποκόρος, εικαστικός Facebook Twitter
Mε είχε ρωτήσει μια δημοσιογράφος κάποτε «πώς το διαχειρίζεσαι αυτό με τις σημαίες;». Απάντησα: «Μα είναι δυνατό να παραχωρείτε τη διαχείριση του συμβόλου της κοινότητας μέσα από την οποία απαιτείτε τα δικαιώματά σας στη ζωή σας σε κόμματα και αποκόμματα; Να ντρέπεσαι να πεις τι είσαι, σε τι ανήκεις;». Αυτή είναι η κατάσταση, όμως, τη ζούμε ακόμα. Χρήστος Μποκόρος, Έξοδος, 2006.

• «Πώς γίνεται τώρα αυτή η αριστερή παιδεία να κάνει κεράκια και σημαίες;» μου λένε οι φίλοι μου. Το ’97 έκανα στην γκαλερί Ζουμπουλάκη την «Προσφορά» που είχα πρόσφορα· οι φίλοι μου, αριστεροί, μου έλεγαν «τι είναι αυτές οι μαλακίες; Είσαι τρελός;», αλλά εγώ καταλάβαινα την αγωνία της αριστερής και εντελώς άθεης μάνας μου όταν έφτιαχνε τα πρόσφορα και με έβαζε να καλλιγράφω τα ονόματα των ζωντανών και των νεκρών για να τα πάω στην εκκλησία και μου έσκιζε τα χαρτιά αν έκανα λάθος – γιατί αυτή δεν πάταγε. Δηλαδή, ενώ δεν πίστευε, έκανε με το καλύτερο αλεύρι το καλύτερο προζύμι και ήθελε να είναι τέλεια η σφραγίδα, τύλιγε με άσπρη πετσέτα με κοφτό κεντηματάκι γύρω γύρω το ψωμί και είχε κι ένα κοφινάκι καθαρό που φύλαγε πάνω από τη σερβάντα, δηλαδή πρόσφερε το καλύτερο υλικό της στο τίποτα, σε κάτι που δεν το πίστευε. Πώς συνάδουν όλα αυτά; Επίσης, με είχε ρωτήσει μια δημοσιογράφος κάποτε «πώς το διαχειρίζεσαι αυτό με τις σημαίες;». Απάντησα: «Μα είναι δυνατό να παραχωρείτε τη διαχείριση του συμβόλου της κοινότητας μέσα από την οποία απαιτείτε τα δικαιώματά σας στη ζωή σας σε κόμματα και αποκόμματα; Να ντρέπεσαι να πεις τι είσαι, σε τι ανήκεις;». Αυτή είναι η κατάσταση, όμως, τη ζούμε ακόμα. 

• Η τέχνη δεν είναι θέαμα, πρέπει να σε αφορά και να σε πονάει. Έχουμε ξεχάσει λέξεις όπως «συμπόνια» και «μετοχή στον κόσμο», κυρίως έχουμε ξεχάσει μια λέξη που ήταν πολύ σημαντική όταν ήμουν νέος: στα φοιτητικά μου χρόνια, τα πιο επαναστατικά, αυτό που έπρεπε να αποφύγουμε ήταν η αλλοτρίωση. Τώρα δεν συζητάμε για αλλοτρίωση, είμαστε οι ίδιοι αλλοτριωμένοι. Έχουμε χωθεί σε αυτήν. 

• Tα καλλιτεχνικά δεν τα καταλαβαίνω, δεν ξέρω από τέχνη, δεν σπούδασα σε αυτά, μόνος μου κατάλαβα ό,τι είναι να καταλάβω, μέσα απ’ αυτό που κάνω. Ιστορία τέχνης και τέτοια δεν ξέρω πολλά, καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα νήμα που συνδέει όλη την ιστορία του πολιτισμού. Βέβαια όλο αυτό τώρα είναι κομματιασμένο, με κόμπους, αλλού έχει ξεθωριάσει, αλλού είναι έντονο, αλλά διαισθητικά μετέχω σε αυτό το νήμα, και όπου με πονάει εκεί ακουμπάω και παίρνω δύναμη κάθε φορά. Και απ’ τον πόνο παίρνουμε δύναμη. Εξάλλου, τι είναι η τέχνη; Ένα μνημείο. Τα σπουδαία έργα τα λένε μνημεία, που σημαίνει μνήμη. Τη μνήμη μας την κάνουμε μνημείο, αυτή είναι η πραγματική δεξιότητα του ανθρώπου, να ξαναστήνει μπροστά του, με τρόπο αθάνατο, αυτό που έχει φύγει ήδη και να το θυμάται. Αυτή είναι όμως η μόνη δυνατότητα που έχουμε για αθανασία, το να ζωντανεύουμε το παρελθόν ως μνήμη. Και μνήμη δεν είναι το παρελθόν, δεν είναι αυτά που ζήσαμε, είναι ό,τι συγκρατήσαμε εμείς από αυτά που ζήσαμε και το θέλουμε παρόν κοντά μας, σαν φυλαχτό. Μέσα απ’ την τέχνη, το ορθώνουμε ως μνημείο επιβλητικό και σεβαστό. Γι’ αυτό, σε μια έκθεση, σε ένα μουσείο, σε ένα μνημείο μπροστά οι άνθρωποι είναι πιο σεβαστικοί, αισθάνονται σαν σε εκκλησία, – όσοι το καταλαβαίνουν. Επειδή αντανακλά το μνημειώδες.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO. Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Τα πράγματα τελευταία τα βλέπω δύσκολα και ακατανόητα, πολλά από αυτά τουλάχιστον, αλλά δεν χάνω το θάρρος μου. Επίσης, προσπαθώ να δείχνω εμπιστοσύνη στα παιδιά μου. Όχι να πραγματώσουν τις δικές μου ιδέες αλλά να ’χουν δύναμη να ανοίξουν τα δικά τους φτερά. Θα μου πεις, η κατάσταση γύρω φαίνεται δύσκολη, ασφυκτική, απελπιστική... Δεν πιστεύω ότι τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα, πιστεύω ότι η ζωή είναι πάντα δύσκολη. Ο Παπαδιαμάντης λέει κάπου «σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου». Μόνο που οι άνθρωποι πλέον είναι πιο μαλθακοί, πιο αδύναμοι και απρόθυμοι να επωμιστούν τις ευθύνες. Δεν μπορούν να πάρουν την ευθύνη του εαυτού τους, όλα θέλουν να τα κάνει ένα κράτος που θα τους δίνει δικαιώματα, συμπεριληπτικότητα. Κάποιοι άλλοι πρέπει να τα κάνουν όλα αντί γι’ αυτούς. Δεν γίνεται έτσι η ζωή, άμα δεν την πάρεις στα χέρια σου, δεν την ταρακουνήσεις και δεν σε ταρακουνήσει κυρίως εκείνη, αν δεν σου στραπατσάρει τον εγωισμό και δεν σου πει «ρεμάλι, όλοι μαζί είμαστε»… Κανείς δεν σώζεται μοναχός του, κοινή είναι η ιστορία.

• Η ζωή με έχει μάθει να έχω υπομονή και ψυχραιμία. Θυμάμαι μια φράση του Επίχαρμου, «νήφε και μέμνησο απιστείν», να παραμένεις νηφάλιος και μην ξεχνάς να κρατάς και κάποιες αμφιβολίες. Όσο μεγαλύτερη γνώση έχεις, τόσο μεγαλύτερη είναι η επαφή σου με το άγνωστο. Γι’ αυτό έλεγε ο Σωκράτης «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα». Πρέπει να ξέρεις πάρα πολλά για να καταλάβεις το ασύλληπτο μέγεθος της άγνοιας και να είσαι σεβαστικός απέναντι στη γνώση σου. 

Ο Χρήστος Μποκόρος ετοιμάζει δύο αναδρομικές εκθέσεις. Η μία θα γίνει από Απρίλιο έως Μάιο στη βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο και η άλλη τον Αύγουστο στο Φετιχιέ τζαμί στη Ναύπακτο και θα περιλαμβάνουν νέα έργα που είναι φτιαγμένα γι’ αυτούς τους χώρους.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO. 

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Εικαστικά
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

mpokoros

Εικαστικά / Χρήστος Μποκόρος: «Αν δεν τραγουδήσεις τον ήρωα, ποιος θα τον μάθει;»

Με αφορμή την έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη, ο σημαντικός Έλληνας ζωγράφος μιλά στη LiFO για τη νέα του δουλειά, ένα αρθρωτό έργο σε τέσσερις ενότητες με τον τίτλο «1821, η γιορτή».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ένα πανόραμα της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής μέσα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου

Εικαστικά / Ένα πανόραμα της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής μέσα στη βασιλική του Αγίου Μάρκου

44 έργα, που έχουν δημιουργηθεί από το 2000 και έπειτα, από 32 καλλιτέχνες, ξετυλίγουν το νήμα της πορείας της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής σε μια έκθεση στο Ηράκλειο Κρήτης.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο υφασμάτινος κόσμος προσευχών της Ελένης Κρίκκη

Εικαστικά / Ο υφασμάτινος κόσμος προσευχών της Ελένης Κρίκκη

Στο εικαστικό της έργο τα τόπια γίνονται τοπία, οι κλωστές υφαίνουν τη μνήμη και η γεωγραφία ανάγεται σε κάτι βαθιά προσωπικό που αφορά τη συναισθηματική σχέση και οικειότητα της καλλιτέχνιδας με τον κόσμο του υφάσματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανεκτίμητα έργα ισλαμικής τέχνης απ’ τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου 

Αποστολή στην Τζέντα / Ταξίδι στην Μπιενάλε Ισλαμικών Τεχνών

Η LIFO ταξίδεψε στη Σαουδική Αραβία και επισκέφθηκε τη δεύτερη Μπιενάλε Ισλαμικών Τεχνών, μια έκθεση που γεφυρώνει το χθες με το σήμερα και αναδεικνύει την καλλιτεχνική έκφραση της ισλαμικής κληρονομιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ψυχοπαίδης

Εικαστικά / Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης έφτιαξε μια πόλη από αναγεννημένα ερείπια στην γκαλερί Ζουμπουλάκη

Από ένα μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν ξεβρασμένα στο σήμερα, τα σπασμένα αυτά κομμάτια μάς κάνουν να ανακαλούμε με τη φαντασία μας την προϊστορία τους, μια αλλοτινή ζωή που κάποτε υπήρξε.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το νέο μουσείο του Έντβαρντ Μουνκ στο Όσλο μαγνητίζει

Πέθανε Σαν Σήμερα / Έντβαρντ Μουνκ: Αυτό το μουσείο στο Όσλο φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του

Ένα κάπως αμφιλεγόμενο αλλά σίγουρα εντυπωσιακό κτίριο-ορόσημο, δημιούργημα των Estudio Herreros, φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συλλογή έργων ενός από τους σπουδαιότερους και πλέον επιδραστικούς καλλιτέχνες των μοντέρνων καιρών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Los Caprichos - Goya

Εικαστικά / «Los Caprichos»: Ο σκωπτικός Γκόγια στην Εθνική Πινακοθήκη

80 χαρακτικά που σατιρίζουν τη διαφθορά, τη θρησκευτική υποκρισία, την απληστία, την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία. Έργα που μπορεί να αποτέλεσαν μια οικονομική καταστροφή για τον μεγάλο Ισπανό ζωγράφο, αλλά θεωρούνται πρόδρομοι της μοντέρνας τέχνης.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αξίζει να τους προσέξετε: Νέα ονόματα στη σύγχρονη τέχνη

Εικαστικά / Αξίζει να τους προσέξετε: Νέα ονόματα στη σύγχρονη τέχνη που δείχνουν τη δουλειά τους τώρα

Οι αθηναϊκές γκαλερί και οι ανεξάρτητοι χώροι μοιάζουν αυτή την περίοδο να βρίσκονται σε μια διαρκή περίοδο δοκιμών, θέλοντας να προτείνουν και νεότερους καλλιτέχνες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σημαντικές εικαστικές εκθέσεις - Χειμώνας 2025

Εικαστικά / 10 νέες εικαστικές εκθέσεις για το επόμενο τρίμηνο

Καθώς το επόμενο διάστημα αποτελεί μεταβατική περίοδο εν αναμονή σημαντικών εκθέσεων που θα δούμε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2025, κάνουμε μια σύντομη επισκόπηση των επόμενων εβδομάδων, στις οποίες κυριαρχεί η ελληνική εικαστική σκηνή, με σημαντικούς ζωγράφους και γλύπτες, ενώ επιστρέφει στην Εθνική Πινακοθήκη η περίφημη σειρά χαρακτικών του Γκόγια.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Τα χρήματα είναι δευτερεύον πράγμα»: Ο Τζεφ Κουνς στα 70

Εικαστικά / «Τα χρήματα είναι δευτερεύον πράγμα»: Ο πολυεκατομμυριούχος Τζεφ Κουνς στα 70

Λίγο πριν τα 70ά του γενέθλια, ο διάσημος και αμφιλεγόμενος εικαστικός συμμετέχει σ’ έναν «διάλογο» με το ίνδαλμά του, τον Πάμπλο Πικάσο. Υπάρχουν όμως κοινά στοιχεία ανάμεσά τους;
THE LIFO TEAM
Οι μεγάλες εκθέσεις του 2025

Εικαστικά / Οι μεγάλες διεθνείς εκθέσεις του 2025 που αξίζουν το ταξίδι

Τα σχέδια των Dolce & Gabbana και η εμβληματική τέχνη του Anselm Kiefer, οι περφόρμανς του Leigh Bowery, οι γυναίκες της Suzanne Valadon και ο ονειρικός κόσμος του Wes Anderson βρίσκονται ανάμεσα στις πιο σημαντικές εκθέσεις της νέας χρονιάς.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ