Η γκαλερί 25 Newbury στη Νέα Υόρκη παρουσιάζει την έκθεση «Lucas Samaras: Chalk and Bronze», μια παρουσίαση δύο διακριτών αλλά αλληλένδετων σωμάτων εργασίας του Λουκά Σαμαρά, ο οποίος αποτελεί κεντρική μορφή στην αβανγκάρντ σκηνή της Νέας Υόρκης. Η έκθεση φέρνει σε διάλογο μια επιλογή από περισσότερα από δύο δωδεκάδες ζωηρά, αδημοσίευτα παστέλ από τη δεκαετία του 1960 με μια σειρά από αναπαραστατικά γλυπτά από μπρούντζο, τα οποία δημιούργησε ο Σαμαράς στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ο Λουκάς Σαμαράς άρχισε να χρησιμοποιεί τα παστέλ σε νεαρή ηλικία, εν μέρει ως μέσο επικοινωνίας. Όταν η οικογένειά του μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1940, για να ξεφύγει από τον Εμφύλιο που μαινόταν στην Ελλάδα, ο Σαμαράς δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά και είδε τα παστέλ σαν διέξοδο για να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο και τα συναισθήματά του.
Καθώς ένα παστέλ πρόσωπο διαλύεται σε πολύχρωμες ακτίνες φωτός, ένα μπρούντζινο σώμα παίρνει μορφή από το πρωτογενές του έδαφος, παράγοντας μια αίσθηση αγώνα, ένα απόσταγμα της διαρκούς έρευνας του Σαμαρά για τη φύση της αυτογνωσίας και της ενσωμάτωσης.
«Η τέχνη ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω χωρίς να μιλήσω», έλεγε σε μια συνέντευξή του. «Απλώς μου έδιναν χαρτί και παστέλ και έπιανα να ζωγραφίσω». Το ενδιαφέρον του για τα παστέλ διήρκεσε σε όλη τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Rutgers, όπου σπούδασε υπό την καθοδήγηση των σημαντικών καλλιτεχνών Allan Kaprow και George και Helen Segal.

Είναι γνωστός για τον καθοριστικό του ρόλο στην εμφάνιση και παρουσίαση των Happenings στα τέλη της δεκαετίας του 1950, για τα αινιγματικά του γλυπτικά κουτιά και τις καρέκλες, καθώς και για την εκτενή και πολυμορφική φωτογραφική του πρακτική, αλλά το λιγότερο γνωστό έργο του Σαμαρά σε παστέλ θεωρείται ουσιώδες για την καλλιτεχνική του πρακτική.
«Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα παστέλ είναι η βάση του έργου του Σαμαρά», εξηγεί ο Arne Glimcher, επιμελητής της έκθεσης και φίλος και ατζέντης του καλλιτέχνη για πάνω από 50 χρόνια. «Στα παστέλ εφηύρε όχι μόνο την παλέτα του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του».
Ο Σαμαράς παρουσίασε τα πρώτα του παστέλ στην Green Gallery της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πιο πρόσφατα, αυτά τα έργα αποτέλεσαν το θέμα μιας μεγάλης έκθεσης το 2016 στη Morgan Library. Η επιλογή των παστέλ που περιλαμβάνονται στην έκθεση αυτή αντανακλά το βαθύ ενδιαφέρον του Σαμαρά για τις έντονες χρωματικές δυνατότητες και τη σαν πούδρα ή αλεύρι υλικότητα του μέσου.
Πολλά από τα έργα περιλαμβάνουν αυτοπροσωπογραφίες, όπου τα πρόσωπα ή τα μέλη του σώματος εμφανίζονται κατακερματισμένα ή στρεβλωμένα, να απεικονίζονται σε έντονη αντίθεση και σε μονοχρωματικό φόντο. Σε άλλα έργα, το πρόσωπο συγχωνεύεται πρισματικά με το περιβάλλον του, μετακινώντας τη σταθερότητα των ορίων μεταξύ του σώματος και του κόσμου.
Ακούραστος και συνεχώς εξελισσόμενος στην αναζήτηση της φορμαλιστικής εξέλιξης, ο Σαμαράς στράφηκε στο μέσο του μπρούντζου σε μερικές μόνο περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της μακράς του καριέρας. Τη σειρά έργων που παρουσιάζονται στην έκθεση τη δημιούργησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν εξερευνούσε τις ανησυχίες για τη σάρκα και τη φιγούρα μέσα από μια σχεδόν αλχημική επεξεργασία του μετάλλου.


Όπως και τα πρώιμα παστέλ του, στα μπρούντζινα γλυπτά δημιουργεί την αίσθηση του μαλακού σώματος, μεταμορφώνοντας απίθανα τη σκληρότητα του μετάλλου στην τρυφερότητα της σάρκας. Το αποτέλεσμα αυτής της περιόδου δημιούργησε ένα σώμα με κάποια από τα ελάχιστα αναπαραστατικά έργα του που δεν είναι αυτοπροσωπογραφίες.
Αντίθετα, φαίνεται να αναφέρονται σε μια πιο γενικευμένη αντίληψη της ανθρώπινης κατάστασης – το πώς μπορεί να φαίνεται ή να νιώθει όταν κατοικεί κανείς το σώμα του, ενώ ο καλλιτέχνης επιχειρεί να εξωτερικεύσει μια απρόσιτη εσωτερικότητα. Αν τα παστέλ ενσωματώνουν διαλογισμούς για μια ζωντανή μορφή ζωής που γίνεται τέχνη, τα μπρούντζινα γλυπτά εκπροσωπούν τα στρεβλωμένα αντίγραφά τους.
Μικρής κλίμακας αλλά γεμάτες συναισθηματική ένταση, οι μπρούντζινες φιγούρες του Σαμαρά προσφέρουν οράματα στρεβλωμένων ή ίσως λιωμένων σωμάτων. Συχνά επικαλυμμένα με ασημί ή χρυσό, ακολουθούν τον τρόπο που διπλώνει η σάρκα, αναπαύονται μόνες ή εμφανίζονται ενωμένες η μία με την άλλη. Σε τρυφερές στιγμές, με τα σώματα αγκαλιασμένα και με το θολό και λαμπερό φως του μετάλλου, τα όρια μεταξύ αγωνίας και έκστασης, μεταξύ του εαυτού και του άλλου, αρχίζουν να διαλύονται.
Αυτές οι δυο ενότητες έργων παρουσιάζονται για πρώτη φορά μαζί από την έκθεση του 1982 στην Pace Gallery, αλληλεπιδρούν και αλληλοσυμπληρώνονται. Μαζί, αντανακλούν την αδιάκοπη εξερεύνηση του καλλιτέχνη για το πώς είναι να κατοικεί κανείς το ίδιο του το σώμα, τόσο σε φυσικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Καθώς ένα παστέλ πρόσωπο διαλύεται σε πολύχρωμες ακτίνες φωτός, ένα μπρούντζινο σώμα παίρνει μορφή από το πρωτογενές του έδαφος, παράγοντας μια αίσθηση αγώνα, ένα απόσταγμα της διαρκούς έρευνας του Σαμαρά για τη φύση της αυτογνωσίας και της ενσωμάτωσης.



Οι θεματικές της αυτοαναπαράστασης, της αυτοεξερεύνησης και της ταυτότητας αποτέλεσαν κινητήριο δύναμη πίσω από την πρακτική του Λουκά Σαμαρά, η οποία, στην αρχή της δεκαετίας του 1960, προώθησε τη σουρεαλιστική ιδεολογία ενώ πρότεινε μια ριζική απόκλιση από τα κυρίαρχα θέματα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της ποπ αρτ.
Όταν άρχισε να ζωγραφίζει αυτοπροσωπογραφίες και στράφηκε στη χρήση των παστέλ, βρήκε το μέσο που του επέτρεπε να εργάζεται γρήγορα, εξερευνώντας τις αναπαραστατικές και γεωμετρικές μορφές με πλούσια χρώματα και μαλακή υφή, χαρακτηριστικά που επανεμφανίστηκαν σε όλη του την πρακτική. Σύντομα στράφηκε σε αντικείμενα, δημιουργώντας κατασκευασμένα ανάγλυφα και κουτιά από στοιχεία που συνέλεγε από το άμεσο περιβάλλον του και από καταστήματα, μαχαιροπίρουνα, καρφιά, καθρέφτες, πολύχρωμα νήματα και φτερά.

Η τέχνη του, η οποία κινήθηκε προς την αυτοαντανάκλαση, βρήκε εξέλιξη στα πρώτα του έργα με καθρέφτες, την αυτοπροσωπογραφία του και την πιο πρόσφατη χρήση ψηφιακών αντανακλάσεων σε καθρέφτες, που λειτουργεί ως επέκταση του σώματός του, υπογραμμίζοντας τις μεταμορφωτικές δυνατότητες της καθημερινότητας – μια αληθινή συγχώνευση τέχνης και ζωής.
Το 1969, ο Σαμαράς άρχισε να επεκτείνει τη χρήση της φωτογραφίας, πειραματιζόμενος με την κάμερα Polaroid 360, η οποία ανταποκρινόταν στην ανάγκη του για άμεση έκφραση. Η καινοτομία του εξελίχθηκε με τη χρήση της Polaroid SX-70 το 1973, σε έναν συνδυασμό αυτοπροσωπογραφίας και αφαίρεσης, δημιουργώντας εικόνες μέσω της χρήσης της υγρής βαφής με στυλό ή δάχτυλο πριν τα χημικά στεγνώσουν.
Από αυτή τη διαδικασία πέρασε στην ψηφιακή τέχνη το 1996, όταν απέκτησε τον πρώτο του υπολογιστή και άρχισε να πειραματίζεται με εκτυπωμένα κείμενα σε χαρτί γραφομηχανής. Μέχρι το 2002, είχε αποκτήσει ψηφιακή κάμερα και η χρήση του Photoshop έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της πρακτικής του. Οι τεχνολογίες αυτές οδήγησαν στα «Photofictions» (2003), μια σειρά έργων που χαρακτηρίζεται από παραμορφωμένες αυτοπροσωπογραφίες και ψυχεδελικά τοπία.

