Με τη λέξη Ma οι Ιάπωνες ορίζουν τον κενό χώρο που δημιουργείται στους γιαπωνέζικους κήπους ανάμεσα σε δύο δέντρα· τα κλαδεύουν έτσι ώστε να υπάρχει χώρος που να επιτρέπει τη συνομιλία τους. Ένα αόρατο δίχτυ συνδέσεων δημιουργείται στο Ma, το κενό που δεν είναι κενό.
Με αυτήν τη λέξη ως τίτλο παρουσιάζεται από τις 16 Ιανουαρίου έως τις 16 Φεβρουαρίου στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» η ατομική έκθεση της Ελένης Κρίκκη, που περιλαμβάνει έργα της από το 2017 μέχρι σήμερα.
«Στην έκθεση "Ma" ο αρνητικός χώρος έχει εξίσου μεγάλη σημασία και σε βοηθά να έρθεις σε εγγύτερη επαφή με τα υφασμάτινα "τόπια-τοπία" της Κρίκκη, που τώρα αποκτούν τον χαρακτήρα μιας ενιαίας εγκατάστασης. Μέσα από το κενό αντιλαμβάνεσαι τη διαφάνεια που οδηγεί στη ζωή, τα αποτυπώματα, το μαύρο και το κόκκινο, το φως που έρχεται από κάπου μακριά και συνυπάρχει με το σκοτάδι, τις εξισώσεις της αιωνιότητας, το πένθος όπως αυτό εκφράζεται σε ένα στρωμένο χαλί που σε γειώνει στο έδαφος. Ακούς ήχους από καμπανάκια, φαντάζεσαι μια κούνια να αιωρείται στον χώρο και θυμάσαι –δεν θα ξεχάσεις ποτέ– ένα απόσπασμα από το "Ημερολόγιο πένθους" του Roland Barthes: "Η Μαμά: (όλη της τη ζωή): χώρος χωρίς επιθετικότητα, χωρίς μικρότητα», λέει ο επιμελητής της έκθεσης Χριστόφορος Μαρίνος.
Η Ελένη Κρίκκη θυμάται «πολύχρωμα χαλιά ριγμένα στις πέτρινες μάντρες για να λιαστούν, αυλές με αργαλειούς, τοίχους με πολλαπλά στρώματα χρωματισμένου ασβέστη, όπου το λουλακί έβγαινε μέσα από τις ώχρες και τα ροζ, εσωτερικά σπιτιών με υφαντά και κεντήματα στους τοίχους, και μπάντες στρωμένες στο πάτωμα ή κρεμασμένες στον τοίχο πλάι στο κρεβάτι ή στο κεφαλάρι».
Στο εικαστικό έργο της Ελένης Κρίκκη τα τόπια γίνονται τοπία, οι κλωστές υφαίνουν τη μνήμη και η γεωγραφία ανάγεται σε κάτι βαθιά προσωπικό που αφορά τη συναισθηματική σχέση και οικειότητα της καλλιτέχνιδας με τον κόσμο του υφάσματος. Τα χρωματιστά «τόπια-τοπία» της είναι πρωτίστως «τοπία καταγωγής», υπό την έννοια ότι τα έργα της πηγάζουν από την παιδική της ηλικία, από κάτι μακρινό και αρχαίο, από τόπους και καταγωγικές μνήμες που έχουν αποτυπωθεί έντονα στη συνείδησή της και κατ’ επέκταση στην πρακτική της. «Για μένα, είναι συγγενικές ενώσεις με το παρελθόν και την καταγωγή μου», δηλώνει η καλλιτέχνις για τα βαμμένα και κεντημένα της υφάσματα, που είναι γεμάτα βελονιές με πολύχρωμες κλωστές.
Γεννημένη στα Τρίκαλα, μεγάλωσε μέσα στα υφάσματα. Ο πατέρας της ήταν έμπορος υφασμάτων και μέσα από τα τόπια, τις υφές και τα χρώματά τους που ανοίγονταν στους πάγκους του καταστήματος τής ανοιγόταν ένας μαγικός κόσμος, όπως και ο κόσμος των μοδιστράδικων που πήγαινε με τη μητέρα της.
Βλάχα στην καταγωγή, από ένα ορεινό χωριό της Πίνδου, στο οποίο πέρασε όλα τα καλοκαίρια της ως παιδί, διατηρεί τις εικόνες που της εντυπώθηκαν από τα ψηλά βουνά, τα δάση και τη μεγάλη πεδιάδα του Θεσσαλικού Κάμπου. Ενώ σπούδασε Φυσική και Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ, με παρότρυνση της Βάνας Ξένου και του Βλάση Κανιάρη ασχολήθηκε με τη ζωγραφική.
«Έτσι μπήκα στον χώρο των εικαστικών», λέει. «Τα πρώτα έργα, επιτοίχια και γλυπτά, ήταν συνθέσεις με φθαρμένα ξύλα και σίδερα, πανιά, χαρτιά και χρώμα. Η δουλειά μου έχει πολύ ύφασμα. Άλλοτε βάζω πάνω του στρώσεις από χαρτιά που στερεώνω με σμιχτές ραφές, άλλοτε το "κεντώ" με πολλές βελονιές. Η τελευταία ενότητα είναι πάνελ μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων από επιχρωματισμένα και τροποποιημένα κομμάτια υφασμάτων, ενωμένα στα "σύνορά" τους, που δημιουργούν τοπία προσωπικής γεωγραφίας. Επίσης, υπάρχουν κατασκευές και εγκαταστάσεις. Ντύνω τους τοίχους, απλώνω στο πάτωμα υφάσματα και με κλωστές και τάματα φτιάχνω χώρους τελετουργικούς».
Η Ελένη Κρίκκη θυμάται «πολύχρωμα χαλιά ριγμένα στις πέτρινες μάντρες για να λιαστούν, αυλές με αργαλειούς, τοίχους με πολλαπλά στρώματα χρωματισμένου ασβέστη, όπου το λουλακί έβγαινε μέσα από τις ώχρες και τα ροζ, εσωτερικά σπιτιών με υφαντά και κεντήματα στους τοίχους, και μπάντες στρωμένες στο πάτωμα ή κρεμασμένες στον τοίχο πλάι στο κρεβάτι ή στο κεφαλάρι».
«Η αγάπη της για τα μαθηματικά και οι σπουδές της στην αρχιτεκτονική εκδηλώνονται και στην εικαστική της παραγωγή, στα πεντάγραμμα αριθμητήρια από ξύλο, γύψο, ύφασμα, σύρμα και χρώματα, στις "προσωπικές γεωγραφίες", δηλαδή σε έργα που παραπέμπουν σε εκτάσεις, χάρτες και τοπογραφικές χαρτογραφήσεις, σε εξισώσεις ή παρτιτούρες, καθώς και στους χώρους που δημιουργεί από ξύλινα συρματωμένα πλαίσια για κηρήθρες. Στις επιτοίχιες υφασμάτινες συνθέσεις και εγκαταστάσεις της συνυπάρχουν ισότιμα το ρεαλιστικό με το μεταφυσικό, οι θετικές επιστήμες με τις ανθρωπιστικές, το συνειδητό με το ασυνείδητο.
Οι τίτλοι των έργων ("Επιθυμία", "Προσδοκία", "Περσεφόνη", "Αποτυπώσεις", "Αναδιπλώσεις", "Συντεταγμένες", "Τοιχογραφία", "Τότε") υποδηλώνουν ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια χαρτογράφηση συναισθημάτων και αναμνήσεων. Ο "Χειμώνας" αναδεικνύει τη σημασία των εποχών και του κύκλου του χρόνου, το ίδιο και το "Πολύχρονο", μια δοξαστική σύνθεση που περιλαμβάνει πολλούς χρόνους. Από την άλλη, το "Βυζαντινό', φτιαγμένο με ύφασμα, χρώματα και φως, είναι μια αναγωγή στο παρελθόν, ένας χώρος διαλογισμού και προσευχής», εξηγεί ο Χριστόφορος Μαρίνος.
Τα έργα της Ελένης Κρίκκη «πέφτουν και ρέουν», όπως το γάργαρο νερό και τα πολύτιμα δάκρυα. Η καλλιτέχνις χρησιμοποιεί κομμάτια υφάσματος τα οποία βάφει, επιζωγραφίζει και κεντάει με σμιχτές ή αραιές βελονιές. Ενωμένα μεταξύ τους με χαρτί, γύψο και κόλλα τα έργα κρέμονται ελεύθερα στον χώρο, αποκαλύπτοντας τις δύο όψεις τους, την καλή και την ανάποδη. Σε αυτές τις πολύχρωμες συνθέσεις μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων ξεδιπλώνονται ψυχικές καταγραφές και εντυπώσεις, «ενώσεις κομματιών ζωής καταγεγραμμένης στο ύφασμα».
Επιλέγει τα υφάσματα για το χρώμα, την υφή και το σχέδιό τους. Αφού τα βάψει, ο τρόπος που θα τα στεγνώσει επηρεάζει την τελική μορφή τους. Αν τα απλώσει απευθείας, προκύπτει σχεδόν μια μονοχρωμία. Αν όμως τα ακουμπήσει σε μια οριζόντια επιφάνεια και τα διπλώσει, βγαίνουν άλλα μοτίβα, μια χρωματική παλέτα με πολλές αποχρώσεις του μπλε ή του πράσινου.
Στη συνέχεια, σιδερώνει τα υφάσματα και τα ενισχύει με ειδικό ύφασμα, αυτό που χρησιμοποιούν οι μοδίστρες, για να γίνονται πιο στέρεα και να μην τσαλακώνουν. Όλη αυτή η διαδικασία είναι μια άσκηση πάνω στην πολυχρωμία μέσα από βαφές. Οι συνθέσεις της ποικίλλουν: κάποιες περιέχουν γραφές, ενώ άλλες λειτουργούν ως τοιχοποιία με αρμούς. «Αυτά δεν είναι μόνο χρώματα αλλά μια ψυχική ενέργεια», τονίζει η καλλιτέχνις και η λέξη «ρυθμός» επανέρχεται στα λόγια της.
Οι υφασμάτινες συνθέσεις, τα αριθμητήρια με τις σειρές από κομποσκοίνια, τα φυλαχτά-κεντήματα και τα χαλάκια προσευχής πλαισιώνονται από παλιά μπαούλα γεμάτα αναρίθμητα ρετάλια, τα οποία διαθέτουν «τεράστια ένταση», καθότι είναι η πηγή της δουλειάς. Κάποια από αυτά τα ρετάλια, κεντημένα, τοποθετούνται σε έναν καθρέφτη, σαν φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων που έχουμε την ανάγκη να μας συντροφεύουν και να τους απευθύνουμε καθημερινά έναν «συνεχή χαιρετισμό». Όπως στους γιαπωνέζικους κήπους, που το κλάδεμα των δέντρων αναδεικνύει το κενό και τη σημασία του, έτσι και εδώ ο χώρος ανάμεσα στις υφασμάτινες φωτογραφίες, εκεί όπου το βλέμμα εμπεριέχει τους άλλους, παρόντες και απόντες, αποδεικνύεται καθοριστικός.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ