Ο Scofield Thayer, κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας στη Νέα Αγγλία, έγινε φίλος με τους E. E. Cummings και T. S. Eliot στο Χάρβαρντ και την Οξφόρδη και δημοσίευσε την πρώτη αγγλική μετάφραση του «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν στο διάσημο περιοδικό του «Dial».
Καθώς ήταν στη Βιέννη το διάστημα 1921-1923 για να κάνει ψυχανάλυση με τον Σίγκμουντ Φρόιντ, συνέλεξε πάνω από 600 έργα τέχνης, ανάμεσα τους ερωτικά σκίτσα των Γκούσταβ Κλιμτ, Έγκον Σίλε και Πάμπλο Πικάσο.
Οι προσπάθειες όμως του Φρόιντ δεν απέτρεψαν την ψυχολογική του κατάρρευση και ο Thayer εξαφανίστηκε από τη δημόσια ζωή στα μέσα της δεκαετίας του '20. Η διαθήκη του, γραμμένη το 1925, άφηνε όλα τα έργα τέχνης του (εκτός από κάποια σκίτσα του Όμπρεϊ Μπίρντσλι) στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Ο τρόπος με τον οποίο οι τρεις άντρες απεικόνιζαν τις γυναίκες εκλαμβάνεται και ως ένα υποκατάστατο για τον τρόπο που, ως καλλιτέχνες, έβλεπαν γενικά τον κόσμο.
Όμως κανείς δεν το ανέφερε αυτό στο μουσείο μέχρι τον θάνατο του το 1982 κι έτσι χρειάστηκαν πάνω από 30 χρόνια για να προκύψει μία συνεκτική έκθεση μέσα από αυτόν τον τεράστιο αλλά ανομοιόμορφο κρυμμένο θησαυρό.
Η έκθεση «Obsession: Nudes by Klimt, Schiele, and Picasso»που αποτελεί μία παρουσίαση 52 έργων τέχνης αυτής της συλλογής στο Met Breuer είναι επίσης ανομοιόμορφη, με την έννοια ότι δεν είναι όλα αυτά τα έργα εξίσου καθηλωτικά.
Τα αχνά και διστακτικά προσχέδια με μολύβι του Κλιμτ δεν επωφελούνται από τη σύγκριση με τα σκίτσα του προστατευόμενού του, του Σίλε. Και ο ερωτισμός ως οργανωτικό κριτήριο δεν φαίνεται πολύ συγκεκριμένος όταν μιλάμε για τον Πικάσο: Η δουλειά του έχει πάντα το ίδιο χαρούμενα λάγνο βλέμμα, είτε σεξουαλικά φορτισμένη είτε όχι.
Βάζοντας, ωστόσο, στην άκρη το ποιος έρχεται πρώτος, οι τρεις καλλιτέχνες δημιουργούν ένα τρίο τόσο τέλειο, σαν μάθημα γεωμετρίας, με την αλάνθαστη αίσθηση του Πικάσο για το σώμα ως μία μάζα στο χώρο, την εμμονή του Κλιμτ σε διάφανα επίπεδα και επιφάνειες και τη δυνατή, μονομανιακή γραμμή του Σίλε.
Ο τρόπος με τον οποίο οι τρεις άντρες απεικόνιζαν τις γυναίκες εκλαμβάνεται και ως ένα υποκατάστατο για τον τρόπο που, ως καλλιτέχνες, έβλεπαν γενικά τον κόσμο.
Το μοντέλο στο έργο του Κλιμτ «Standing Nude» (1906-7) ακουμπάει το κεφάλι της πάνω στον έναν ώμο, καθώς λυγίζει το δεξί της χέρι κάτω από το ένα στήθος. Η θέση των χαρακτηριστικών στο ντελικάτο πρόσωπό της που μοιάζει με μάσκα είναι συγκεκριμένη και δείχνει τον πήχη και τα δάκτυλα της με μεγάλη ακρίβεια.
Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι η ρυθμική ροή των γραμμών του Κλιμτ: Κατεβαίνουν ελικοειδείς γύρω από την ωμοπλάτη, τα πλευρά και τον γοφό ή περιστρέφονται γύρω από το κεφάλι της σαν τουρμπάνι που γέρνει. Ο Κλιμτ περιγράφει το γυναικείο σώμα σαν ένα κόσμο από αδιάσπαστες καμπύλες.
Το έργο του «The Lovers» (1914) παραμένει σοκαριστικό, λόγω της αντίθεσης μεταξύ του ασαφούς περιγράμματος και του πιο σκοτεινού πλέγματος όπου συναντώνται τα δύο σώματα στην πραγματικότητα. Η αντίθεση αυτή αιχμαλωτίζει τόσο αποτελεσματικά την έξαψη ότι μόλις είδες κάτι που δεν έπρεπε – ας πούμε μέσα από ένα σκοτεινό παράθυρο ή μια μισάνοιχτη πόρτα.
Αλλά ακόμα και εδώ παρατηρούμε την δυσφορία που έχει ο Κλιμτ με την αληθινή φυσική παρουσία των σωμάτων που σχεδιάζει. Περιλαμβάνει τόσες λίγες λεπτομέρειες που το ζευγάρι μοιάζει να είναι τυλιγμένο με σεντόνια – κι ενώ βρίσκονται σε μία ιδιαιτέρως σαρκική στιγμή, φαίνονται σχεδόν σαν φαντάσματα.
Στα τρία αξέχαστα σκίτσα του 1920 με τις γυμνές λουόμενες στην παραλία, ο Πικάσο ακολουθεί το περίγραμμα των σωμάτων των μοντέλων του με υπεροπτική αδιαφορία για τις συνολικές αναλογίες τους, καταλήγοντας στη μία περίπτωση με μία λουόμενη η οποία θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον πάνω από δύο μέτρα ψηλή και μία άλλη της οποίας τα πόδια έχουν διαχωριστεί από τον κορμό της.
Όμως δουλεύει με τέτοια αυτοπεποίθηση και φαντασία που είναι σε θέση να αποδώσει την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα των γεγονότων που αποκαλύπτονται σε ένα όνειρο. Δίνεται επίσης η εντύπωση ότι ο Πικάσο ενδιαφερόταν περισσότερο για το ίδιο του το σχέδιο παρά για τις γυναίκες, αλλά καταλαβαίνουμε το γιατί.
Οι γυναίκες του Σίλε αντικειμενοποιούνται όσο πιο βίαια γίνεται. Συχνά κόβει ή παραλείπει δάχτυλα, πέλματα και πρόσωπα. Μουτζούρες πορτοκαλί και μπλε σκιών σε ζωγραφιές με νερομπογιά όπως το «Crouching Nude in Shoes and Black Stockings, Back View» (1912), φαίνονται σαν μελανιές – αν και είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι σε πολλά πορτρέτα του εαυτού του αντιμετωπίζει την εικόνα του με τον ίδιο τρόπο.
Αλλά αυτό που ενδιαφέρει τον Σίλε στο σώμα, σε αντίθεση και με τον Κλιμτ και τον Πικάσο, είναι η πλήρης φυσικότητα. Το αναπαριστά σαν να είναι ένα σύστημα από βαρούλκα και τροχαλίες σε συνεχή δυναμική ένταση. Χέρια και πόδια είναι τεντωμένα σαν χορδές ανάμεσα στις άγκυρες των εξογκωμένων συνδέσμων τους.
Στα καλύτερά του, ο Σίλε εμποτίζει κάθε άλλη διάσταση ενός σκίτσου με παρόμοια αντίθεση. Το «Seated Woman in Chemise» (1914) δείχνει ένα ημίγυμνο μοντέλο καθισμένο στο πάτωμα να κρατάει τα διπλωμένα της πόδια ανοιχτά με τα χέρια της. Το ωοειδές κεφάλι της, που μοιάζει με κεφάλι κούκλας, είναι τόσο ιδανικό που στην ουσία μοιάζει σχεδόν μη ανθρώπινο, ενώ η ωμή έκθεση της βουβωνικής χώρας αποδίδεται όσο πιο ειλικρινά και απλά επιτρέπει αυτό το μέσο.
Η στάση της ως σύνολο είναι αναγνωρίσιμα ρεαλιστική, αλλά μία μοναδική κυρτή γραμμή διατρέχει από το μάγουλό της έως τη βαριά στυλιζαρισμένη κλείδα της – και σε περίπτωση που είχες ξεχάσει έστω και για μια στιγμή ότι κοιτάς ένα τέχνασμα, βάζει την υπογραφή του σαν επιγραφή ακριβώς στο κέντρο, σαν να πρόκειται για έναν διαγωνισμό φαντασίας και πραγματικότητας, χωρίς νικητή.
Info
Η έκθεση «Obsession: Nudes by Klimt, Schiele, and Picasso» παρουσιάζεται στο Met Breuer μέχρι τις 7 Οκτωβρίου.
Με στοιχεία από τους New York Times.
σχόλια