Ο Βιμ Βέντερς, δημιουργός θρυλικών ταινιών όπως «Ο Αμερικανός φίλος», «Η Αλίκη στις πόλεις», «Παρίσι Τέξας», «Τα φτερά του έρωτα» και των πρόσφατων ντοκιμαντέρ «Buena Vista Social Club» και «Pina», μετά από πρόταση του Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, διευθυντή της Staatsoper (Κρατική Όπερα του Βερολίνου) και της ορχήστρας Staatskapelle Berlin, σκηνοθετεί πρώτη φορά όπερα. Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 24 Ιουνίου και πρόκειται για τους «Αλιείς μαργαριταριών» του Ζωρζ Μπιζέ.
Η όπερα έχει διεθνώς ωφεληθεί (ή και χαντακωθεί) από σκηνοθέτες του κινηματογράφου που έχουν κληθεί κατά καιρούς να συνδράμουν σε παραστάσεις, όπως ήταν η περίπτωση των Άντονι Μιγκέλα, Βέρνερ Χέρτζογκ, Τέρι Γκίλιαμ, ακόμα και του Μίκαελ Χάνεκε. Σε ανταπόκριση από το Βερολίνο της εφημερίδας New York Times αναφέρονται δηλώσεις του σημαντικού κινηματογραφιστή που φέρεται να είπε: «Πώς να αρνηθώ την πρόταση του Μπάρενμποϊμ; Έχω δει αυτόν τον άνθρωπο να διευθύνει, ή σε σόλο ερμηνείες, σε ολόκληρο τον κόσμο. Δέχτηκα ανοιχτή του πρόσκληση να συνεργαστούμε και δέχτηκα αμέσως. Παραήταν καλό για να είναι αληθινό!»
Η τρίπρακτη όπερα Les Pêcheurs de Perles («Αλιείς μαργαριταριών») είναι βασισμένη σε λιμπρέτο των Μισέλ Καρέ και Εζέν Κορμόν και ο Μπιζέ την συνέθεσε με ταχείς ρυθμούς το καλοκαίρι του 1863. Έκανε πρεμιέρα στο Λυρικό Θέατρο (Théâtre Lyrique) του Παρισιού στις 30 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους και σήμερα αποτελεί τη δημοφιλέστερη όπερα του Μπιζέ μετά την Κάρμεν. Η υποδοχή του κοινού ήταν τόσο θερμή που παίχθηκε 18 φορές μέχρι το φθινόπωρο του 1863, παρόλο που επικρίθηκε από τον τύπο της εποχής. Χρειάστηκε να περάσουν τριάντα χρόνια ώστε να αναγνωριστεί η σπουδαιότητα του έργου και εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο δημοφιλή έργα ρεπερτορίου. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στον Ινδικό Ωκεανό στην Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα), όπου αναπτύσσεται έντονα η αλιεία μαργαριταριών και αναφέρεται σε δύο καρδιακούς φίλους που διεκδικούν τον έρωτα της ίδιας γυναίκας. Αν και ο Μπιζέ συνέθεσε την όπερα σε νεαρή ηλικία, χαρακτηρίζεται ως ώριμο έργο με μελωδικά και ρυθμικά χαρίσματα. Ως σημαντικότερα μέρη της όπερας αναφέρονται συχνά η άρια για τενόρο Je crois entendre encore και το μελωδικό ντουέτο τενόρου-βαρύτονου Au fond du temple saint.
Η όπερα «Αλιείς μαργαριταριών» είχε ξεχαστεί για σχεδόν έναν αιώνα όταν την ανέσυρε από τη λήθη η Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης την χειμερινή περίοδο 2015 – 16. Ο Μπάρενμποϊμ δεν την έχει διευθύνει ποτέ και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον να είναι αυτή με την οποία θα συνεργαστούν οι δύο τους. Ο Βιμ Βέντερς ξεκίνησε επίσης ως μουσικός και στα 21 του πούλησε το σαξόφωνο του για να αγοράσει μια κάμερα λήψης, επιλέγοντας έτσι μια καριέρα στον κινηματογράφο αντί στο χώρο της μουσικής. Παρολ'αυτά παρέμεινε σ' όλη του τη ζωή μουσικόφιλος, ακούγοντας από Μπαχ μέχρι Μπλουζ, ροκ, και ρυθμούς από την Αφρική, διατηρώντας ιδιαίτερη αδυναμία στη συγκεκριμένη όπερα και τη διάσημη άρια του ψαρά Ναντίν, καθώς τη συνέδεε στο μυαλό του με μια δύσκολη περίοδο της ζωής του όταν την πρωτοάκουσε.
Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Βέντερς έχει αφιερώσει ολόκληρες ταινίες του στη μουσική. Ομολογεί βέβαια ότι αντιμετώπισε δυσκολίες στις πρόβες, όπως στο ότι είναι εντελώς διαφορετικό να μετακινείς πλήθη σε μια ταινία απ' ό, τι στη σκηνή μιας όπερας και στο έργο του Μπιζέ εμφανίζεται χορωδία η οποία αποτελείται από 86 μέλη. Η κινηματογραφική του ματιά όμως προσεγγίζει τις μεγάλες σκηνές του έργου σαν να πρόκειται για πανοραμικά πλάνα - αν και η σκηνή της Staatsoper δεν είναι όσο μεγάλη όσο θα ήθελε. Η πείρα του στη σκηνοθεσία του σινεμά, στη μουσική και κυρίως στους φωτισμούς βοήθησαν πολύ. Όπως για παράδειγμα η πρώτη πράξη η οποία ξεκινάει σε απόλυτο σκοτάδι, και έβαλε τη γυναίκα που διεκδικούν οι δυο φίλοι, την ιέρεια Λεϊλά να φοράει ένα ολόφωτο κατάλευκο κοστούμι-πέπλο και ο τρόπος με τον οποίο διαχέεται το φως, μοιάζει σαν να είναι φτιαγμένη από μάρμαρο και ελεφαντόδοντο.
σχόλια