Γεμάτος σπιρτάδα, κυνισμό και επιδεκτικότητα, πόζα και μια αστείρευτη επιθυμία για ζωή, ο Νόελ Κάουαρντ, γεννημένος το 1899, μας χάρισε καταπληκτικές κωμωδίες γεμάτες παρεξηγήσεις, τη χαρά της ζωής και τον ήχο από τα παγάκια σε ένα γεμάτο ποτήρι ουίσκι, ενώ οι πρωταγωνιστές προσπαθούν να ξεμπερδέψουν το κουβάρι της ζωής τους. Θεατρικός συγγραφέας, συνθέτης, σκηνοθέτης, ηθοποιός και τραγουδιστής, σχολίασε με τρόπο ανάλαφρο και τολμηρό την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκε.
Ο ίδιος έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο στη σκηνή σε ηλικία έντεκα ετών. Ως έφηβος εισήχθη στην υψηλή κοινωνία, στην οποία θα διαδραματίζονταν τα περισσότερα έργα του, που εξακολουθούν να είναι και σήμερα στο ρεπερτόριο πολλών θεάτρων.
Το «Πονηρό Πνεύμα» ανέβηκε για πρώτη φορά στο West End και έκανε ρεκόρ: έκανε 1.997 παραστάσεις.
Από τη μια πόνος και καταστροφή και από την άλλη η αιώνια φόρα του ανθρώπου προς τα εμπρός, η ανάγκη μας να συνεχίσουμε πάση θυσία, η πεποίθησή μας πως η ζωή δεν σταματά ποτέ.
«Σε περίπτωση συναγερμού για αεροπορική επιδρομή κατά τη διάρκεια της παράστασης το κοινό θα ενημερωθεί από τη σκηνή… Όσοι θεατές επιθυμούν, μπορούν να αποχωρήσουν από το θέατρο, η παράσταση ωστόσο θα συνεχιστεί», σημείωναν οι παραγωγοί του έργου στις 2 Ιουλίου 1941.
Αργότερα ανέβηκε και στο Μπρόντγουεϊ, κάνοντας 657 παραστάσεις, έγινε ταινία με πρωταγωνιστή τον Ρεξ Χάρισον και αναβίωσε δεκάδες φορές, ακόμα και στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
Ο τίτλος του έργου είναι παρμένος από το ποίημα του Shelley «To a skylark», («Hail to thee, blithe Spirit! / Bird thou never weret»).
Αρκετό καιρό πριν από το 1941 ο Κάουαρντ σκεφτόταν να γράψει μια κωμωδία για τα φαντάσματα. Οι πρώτες του σκέψεις αφορούσαν ένα παλιό σπίτι στο Παρίσι στοιχειωμένο από φαντάσματα διαφορετικών αιώνων, με την κωμωδία να προκύπτει από τις αντικρουόμενες στάσεις τους, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει την πλοκή να λειτουργήσει στο μυαλό του.
Ήξερε ότι στη Βρετανία, εν καιρώ πολέμου, με τον θάνατο συνεχώς παρόντα, θα υπήρχαν αντιρρήσεις για μια κωμωδία με θέμα ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή, αλλά η σταθερή του άποψη ήταν ότι, καθώς η ιστορία θα αφορούσε φαντάσματα, δεν θα μπορούσε να είναι θλιβερή ούτε να πληγώσει όποιον τη βλέπει.
Όταν το γραφείο και το διαμέρισμά του στο Λονδίνο καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των γερμανικών βομβαρδισμών, ο Κάουαρντ έκανε σύντομες διακοπές με την ηθοποιό Joyce Carey στο Portmeirion στην ακτή της Snowdonia στην Ουαλία. Εκείνη έγραφε ένα θεατρικό έργο για τον Κιτς κι εκείνος ακόμα σκεφτόταν την απόκοσμη ελαφριά κωμωδία του:
«Καθίσαμε στην παραλία και συζητούσαμε την ιδέα μου για αρκετές ώρες. Μέχρι το μεσημέρι ο τίτλος είχε εμφανιστεί μαζί με τα ονόματα των χαρακτήρων και ένα πρόχειρο, πολύ πρόχειρο περίγραμμα της πλοκής. Στις επτά και μισή το επόμενο πρωί κάθισα, με τις συνηθισμένες νευρικές ταχυπαλμίες, στη γραφομηχανή μου. Η Τζόις βρισκόταν στον επάνω όροφο στο δωμάτιό της και πάλευε με τη Φάνι Μπράουν και την ιστορία αγάπης της με τον Κιτς. Υπήρχε ένα σωρό άγραφο χαρτί στα αριστερά μου και ένα κουτί με καρμπόν στα δεξιά μου. Το τραπέζι ταλαντεύτηκε και έπρεπε να βάλω μια σφήνα κάτω από το ένα πόδι του.
Κάπνισα αρκετά τσιγάρα διαδοχικά, κοιτάζοντας με θλίψη έξω από το παράθυρο την παλίρροια που τραβιόταν. Τοποθέτησα το χαρτί στο μηχάνημα και ξεκίνησα. Blithe Spirit. Μια ελαφριά κωμωδία σε τρεις πράξεις. Για έξι μέρες δούλευα από τις οκτώ ως τη μία κάθε πρωί και από τις δύο έως τις επτά κάθε απόγευμα. Το βράδυ της Παρασκευής, εννέα Μαΐου, το έργο ολοκληρώθηκε και, περιφρονώντας την ψεύτικη σεμνότητα, θα παραδεχτώ ότι ήξερα ότι ήταν πνευματώδες, ήξερα ότι ήταν καλά κατασκευασμένο και ήξερα επίσης ότι θα είχε επιτυχία», γράφει.
Οι θεατές που μπαίνουν στο θέατρο, κάνουν ένα διάλειμμα από την εφιαλτική πραγματικότητα, στη σκηνή η ζωή συνεχίζεται στον τρελό της ρυθμό. Κι έτσι, «μέσα στην ανασφάλεια, στην τρέλα και στη μαυρίλα, ανθεί μια εξωφρενική κωμωδία», όπως σημειώνει και ο σκηνοθέτης της παράστασης στο Εθνικό Θέατρο Γιάννης Χουβαρδάς.
Από τη μια πόνος και καταστροφή και από την άλλη η αιώνια φόρα του ανθρώπου προς τα εμπρός, η ανάγκη μας να συνεχίσουμε πάση θυσία, η πεποίθησή μας πως η ζωή δεν σταματά ποτέ. Εστιάζοντας σ’ αυτό το δίπολο και την απήχησή του στις μέρες μας, ο Γιάννης Χουβαρδάς αναπτύσσει ως κεντρικό άξονα της παράστασης την ιδέα ενός συνεχόμενου πάρτι.
Σε μια σχεδόν γυμνή σκηνή με ένα πιάνο και ένα τρόλεϊ με ποτά ακούγεται βραχνά από το βάθος το «We'll meet again», το τραγούδι που σφράγισε την εποχή των αποχωρισμών με τον κόσμο να φεύγει στον πόλεμο, ενώ βλέπουμε εξαντλημένες γυναίκες μετά από μια συνεδρία πνευματισμού, μια εξίσου εξαντλημένη πνευματίστρια και ο γοητευτικός συγγραφέας Τσαρλς Κόντομιν, που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στις δύο πλευρές του σύμπαντος, παίρνουν τη θέση τους.
Τι έχει συμβεί; Ο γάμος του Τσαρλς και της Ρουθ βρίσκεται σε μόνιμη κρίση – που πάντα αντιμετωπίζεται με μια σειρά από κοκτέιλ πάρτι και γερά μεθύσια. Όταν όμως στην εξίσωση μπει ένα εκκεντρικό μέντιουμ και το ενοχλητικό φάντασμα μιας πρώην συζύγου, η κατάσταση θα πάρει την κάτω βόλτα.
Πανέξυπνη, σχεδόν μεταφυσική, η κωμωδία του Κάουαρντ μιλά για τα βάσανα του έγγαμου βίου, τη συζυγική πίστη, βγάζοντάς τα από κάθε στενόχωρο ρεαλιστικό πλαίσιο και μεταφέροντας τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων σε μια άγνωστη και μυστηριώδη πλευρά, στη μετά θάνατον πραγματικότητα, από την οποία κάνουν επισκέψεις τα φαντάσματά του, καλοντυμένα και γοητευτικά, για να «λύσουν τις διαφορές τους».
Η πραγματικότητα μετατοπίζεται όσο χρειάζεται για να μπορεί κανείς να την αντιμετωπίσει από απόσταση και με καυστικό, φλεγματικό, ανελέητο χιούμορ από το οποίο δεν γλιτώνει κανένας. Οι άνθρωποι μπορούν σε ένα διάλειμμα από την πραγματικότητα να ασχοληθούν με τα φαντάσματά τους, την ώρα που κάπου έξω, όχι και πολύ μακριά, σκάνε βόμβες.
Ο Irving Wardle των «Times» έγραψε με αφορμή μια αναβίωση του έργου ότι στυλιστικά είναι το αριστούργημα του Κάουαρντ, η πιο ολοκληρωμένη του προσπάθεια να επιβάλει τη δική του άποψη στην ωμή πλευρά της ύπαρξης, και ο Michael Billington της «Guardian» για την επιρροή του στον Χάρολντ Πίντερ.
Το «Πονηρό Πνεύμα» συγκαταλέγεται, μαζί με τις «Ιδιωτικές ζωές» και το «Hay Fever», στα αριστουργήματά του.
Σε αυτήν την «ελαφριά κωμωδία για τον θάνατο», όπως τη χαρακτήρισε ο συγγραφέας, το θέατρο και ο πνευματισμός συναντιούνται μετωπικά. Ο ίδιος έλεγε: «Θα είμαι για πάντα ευγνώμων για το σχεδόν ψυχικό δώρο που μου έδωσε τη δυνατότητα να γράψω το "Πονηρό Πνεύμα" κατά τις πιο σκοτεινές μέρες του πολέμου». Όταν έγραψε το έργο, η ανάγκη να πιστεύει κανείς, ιδιαίτερα σε μια μεταθανάτια ζωή, ήταν έντονη σε έναν κόσμο που τον άγγιζε καθημερινά ο θάνατος.
Ο ίδιος εξευγένισε αυτή την αγωνία, τη σχολίασε, κατάφερε να τη βλέπουν με χαμόγελο. Τα σκοτεινά βικτοριανά φαντάσματα ο Κάουαρντ τα έκανε να γεμίσουν φως, φόρεσαν τα καλά τους και σκόρπισαν ελπίδα ή, έστω, ένα διάλειμμα από τη βαριά καθημερινότητα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι από πολλές απόψεις η προσωπική ζωή του και η προσωπικότητά του έμοιαζαν με εκείνες των κατασκευασμένων χαρακτήρων του. Ήταν πνευματώδης, γενναιόδωρος, κάπως κουρασμένος, σοφιστικέ, μοναχικός, σνομπ.
Έγραψε 27 κωμωδίες, δράματα και μιούζικαλ για τη σκηνή, 281 τραγούδια, το σενάριο της ταινίας «Brief Encounter», που εξακολουθεί να θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν με θέμα τον ρομαντικό έρωτα, και το ενδιαφέρον για τα έργα του ανανεώνεται συνεχώς.
Ο δεξιοτέχνης της εκλεπτυσμένης, τολμηρής κωμωδίας, που πέθανε το 1973, στα 73 του χρόνια, από καρδιακή προσβολή, καθώς ετοιμαζόταν να πιει τον πρωινό του καφέ στη βίλα του, στο Μπλου Χάρμπορ, στη βόρεια ακτή της Τζαμάικα στις Δυτικές Ινδίες, υπήρξε ένας σημαντικός εκπρόσωπος των δραματικών τεχνών μιας εποχής, εκείνων των δύο εκθαμβωτικών δεκαετιών μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, κατά τη διάρκεια των οποίων μια γενιά κομψών και έξυπνων νέων χαιρόταν να σοκάρει τους βικτοριανούς ηλικιωμένους.
Τα έργα του σήμερα μας διασκεδάζουν με τους σκηνικούς χαρακτήρες του που είναι πλούσιοι, κακομαθημένοι, νευρωτικοί, ματαιόδοξοι, σνομπ και εγωιστές, αυτούς που ο Κάουαρντ με την πνευματώδη προσωπικότητά του κατάφερε να κάνει υποφερτούς, έως και ελκυστικούς, βάζοντας στο στόμα τους ατάκες γεμάτες χάρη, χιούμορ και πνευματικότητα.
«Πονηρό Πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Κίνηση: Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Γλάστρας, Θανάσης Δήμου, Ειρήνη Λαφαζάνη, Κατερίνα Λέχου, Άννα Μάσχα, Αμαλία Μουτούση, Αργύρης Ξάφης, Κωνσταντίνα Τάκαλου
Εθνικό Θέατρο
Κτίριο Τσίλερ - Κεντρική Σκηνή
Από 26/2
Τετάρτη & Κυριακή: 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 20:30