Δουλοπρεπής, αμόρφωτος, κόλακας, οσφυοκάμπτης περιωπής μπροστά στους ισχυρούς της –παράνομης‒ εξουσίας της χούντας των συνταγματαρχών αλλά και του χρήματος.
Ο νομάρχης, που δίνει το «παρών» κάθε βράδυ στα επεισόδια της τρίτης σεζόν των «Άγριων Μελισσών» του Ant1, κερδίζει κάθε σκηνή στην οποία εμπλέκεται, αφήνοντας ως χαρακτήρας μια κωμικοτραγική διάσταση που μάλλον προκαλεί λύπηση και γέλιο παρά απέχθεια.
Ο Κώστας Φιλίππογλου, ο άνθρωπος που τόσο πετυχημένα ενσαρκώνει τον κύριο νομάρχη, είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους ηθοποιούς και θεατρικούς σκηνοθέτες της γενιάς του. Με μια θαυμαστή πορεία που συμπεριλαμβάνει σπουδές στο Παρίσι, θητεία στα θεατρικά σχήματα του Πίτερ Μπρουκ και της Αριάν Μνουσκίν και αμέσως μετά στην περίφημη Complicité στο Λονδίνο, της οποίας υπήρξε μέλος, επέστρεψε πριν από μερικά χρόνια στην Ελλάδα, αρχικά για να διδάξει και λίγο αργότερα για να σκηνοθετήσει με επιτυχία σειρά παραστάσεων όπως η «Τίρζα» με τον Στέλιο Μάινα, ο «Φιλοκτήτης» με τους Μαρμαρινό, Χειλάκη και Μαρκουλάκη, και άλλες πολλές. Φέτος υπέγραψε μια νέα εκδοχή του «Θεού της σφαγής».
— Προκαλείτε και το γέλιο αλλά και την αποστροφή ως νομάρχης, κερδίζοντας συχνά τις σκηνές στις οποίες εμφανίζεστε, ακόμα και δίπλα σε αγαπημένους χαρακτήρες του κοινού.
Αυτό συμβαίνει ίσως γιατί ο χαρακτήρας φαντάζει υπερβολικός, σαν μια καρικατούρα. Το θέμα είναι ότι δουλεύοντάς τον και με τον σκηνοθέτη Λευτέρη Χαρίτο αποφασίσαμε να πάμε προς μια τέτοιου τύπου κατεύθυνση και να μην το φοβηθούμε.
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το σενάριο ήξερα ότι μπορούμε να στηρίξουμε και να φτιάξουμε μια περίπτωση αληθοφανούς κλόουν. Έχουν υπάρξει πολλοί τέτοιοι στην εξουσία και πάντα θα υπάρχουν ‒ αυτός είναι και διορισμένος από την χούντα. Έχω τεράστια ελευθερία να τον προσεγγίσω με έναν τρόπο σύγχρονου θεάτρου. Πολλοί είδαν σε αυτόν τη σειρά «The Οffice», αλλά όλα αυτά βασίζονται στο πολύ καλογραμμένο σενάριο.
Το ’21 είχε στο σύνολό του μια εθνικιστική κάλυψη, δείχνοντάς τα όλα ωραιοποιημένα. Οπωσδήποτε τώρα αρχίζει ένας διάλογος και νομίζω ότι για να ξαναπιάσουμε το πραγματικά εθνικό πρέπει να τελειώσουμε με τα δήθεν αφηγήματα που οι εθνικιστές επέβαλαν, μεγαλώνοντας μια γενιά με ψέματα.
— Πάντως, υπήρξαν ανάλογα παραδείγματα ανθρώπων καθόλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών, κι ας ήταν εκλεγμένοι. Εσείς δεν προλάβατε τη χούντα βέβαια…
Γεννήθηκα το 1965, οπότε κάτι πρόλαβα, ίσως και να θυμάμαι κάποια πράγματα. Βασίστηκα σε μορφές που υπήρξαν στη χούντα, όπως οι δήμαρχοι. Στη δημόσια διοίκηση ο ένας πήγαινε να βολέψει τον άλλον. Ο νομάρχης στη σειρά ήταν ένας εισπράκτορας στα τρένα, είναι πολύ γραφική αυτή η προαγωγή του.
Εγώ μεγάλωσα στη Μεταμόρφωση, ένα προάστιο της Αθήνας, τις γνωστές Κουκουβάουνες, που ακόμα τότε είχαν χωματόδρομους. Δεν είχαμε ενσωματωθεί ακόμα στην πόλη. Θυμάμαι τον δήμαρχό μας που ασφάλτωσε τον έναν δρόμο που πήγαινε στις λεγόμενες πολυκατοικίες ‒δύο όλες κι όλες εργατικές κατοικίες‒, ενώ όλες οι υπόλοιπες ήταν μονοκατοικίες με κεραμίδια.
Έχει αλλάξει πάρα πολύ η περιοχή από το ’65, η αλλαγή είναι απίστευτη, όπως και η καταστροφή. Υπήρξε τεράστια ανάπτυξη και λόγω της αστυφιλίας. Θυμάμαι ακόμα που πηγαίναμε βόλτα στον Κηφισό, που δεν υπάρχει πια, όπως επίσης τα «Ζήτω το Έθνος», το σχολείο και όλα αυτά.
— Αρχομανείς και ανίκανοι άνθρωποι υπάρχουν και σήμερα και θα υπάρχουν πάντα. Ωστόσο στη σειρά υπάρχει και η περίπτωση του στρατιωτικού που ενσαρκώνει ο Κουρής, που πίστεψε στην «επανάσταση» από υπερβολικό πατριωτισμό και, φυσικά, άκρατο αντικομμουνισμό.
Ναι, υπήρχαν κι αυτοί.
— Υπήρχε το παρακράτος αλλά και οι καιροσκόποι που ήθελαν να κερδίσουν από την κατάσταση.
Ναι, σε αυτούς ανήκει ο νομάρχης. Εννοείται ότι υπήρξε γνωστός και θαυμαστής του παρακρατικού Ακύλλα Μεγαρίτη (Αιμίλιος Χειλάκης). Δεν έχει δείξει να έχει σχέση με το παρακράτος, βέβαια. Στο επεισόδιο που πάει να τον βρει στην υπόγα, στους Άβαντες, δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται, δεν είναι ενεργό μέλος. Αλλά δεν έχω μια προσωπικότητα στο νου μου.
Οι αναφορές μου είναι ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπων και κάποιοι που υπήρξαν δήμαρχοι κατά τη Μεταπολίτευση, εκλεγμένοι κανονικά. Σε μικρά χωριά των χιλίων κατοίκων έλεγαν «ας βγει αυτός». Φυσικά, δεν θα ήταν κομμουνιστής. Σε επίπεδο τοπικό δεν ήταν χουντικοί όλοι όσοι δούλεψαν με τη χούντα, σε επίπεδο νομαρχιακό όμως ήταν όλοι ένοχοι.
— Ήταν πρόσφατος ο πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος, οπότε πολλοί ήταν διαποτισμένοι με τις έννοιες του πατριωτισμού και της υπεράσπισης των εθνικών συνόρων και ιδανικών που σήμερα φαντάζουν μακρινά και ίσως ύποπτα. Όλα αυτά η νέα γενιά τα απαξιώνει σήμερα.
Τα απαξιώνει γιατί έχουν εθνικιστικό και όχι εθνικό πρόσημο. Από τα βιβλία ως τη σημαία, όλα έχουν περιβληθεί ανάλογο πρόσημο.
— Δεν νομίζετε ότι εδώ και χρόνια υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση σε σχέση με όλα αυτά; Για την επέτειο του ’21 έγιναν μερικές εξαιρετικές εκθέσεις από τα μουσεία, που όμως δεν είχαν ανάλογη επισκεψιμότητα.
Ήταν όντως εξαιρετικές κάποιες από αυτές, αλλά είχαν την ατυχία να συμπέσουν με τον Covid. Το ’21 είχε επίσης στο σύνολό του μια εθνικιστική κάλυψη, δείχνοντάς τα όλα ωραιοποιημένα. Οπωσδήποτε τώρα αρχίζει ένας διάλογος και νομίζω ότι για να ξαναπιάσουμε το πραγματικά εθνικό πρέπει να τελειώσουμε με τα δήθεν αφηγήματα που οι εθνικιστές επέβαλαν, μεγαλώνοντας μια γενιά με ψέματα. Αυτό θα κάνει ένα κομμάτι της νεολαίας να δει με άλλο μάτι αυτές τις ιστορίες και τις προσεγγίσεις τους. Τότε θα πάψουμε να έχουμε φοβία για τη σημαία και οτιδήποτε «εθνικό» που καπηλεύτηκαν εθνικιστικές ομάδες.
Στο θέατρο, ας πούμε, αυτό που κάνει ο Τάρλοου με τη διασκευή του Τριαρίδη είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, γιατί λέγονται και αλήθειες. Δεν μπορείς να απο-ηρωποιήσεις τον Κολοκοτρώνη, δεν μπορείς να ισοπεδώσεις τη συμβολή του στην Επανάσταση. Αλλά στο σύνολό της η παράσταση δεν έχει εθνικισμούς και λέει τα αληθινά γεγονότα.
— Πώς είδατε αυτό που συνέβη με την κρίση του Covid, που συντονίστηκε ένας ολόκληρος πλανήτης και όλοι είχαμε συγχρόνως τις ίδιες εμπειρίες;
Ήταν εξαιρετικό αυτό που συνέβη. Εγώ έμεινα άναυδος με την ετοιμότητα της ανθρωπότητας, στην οποία δεν πολυπιστεύω. Aντιθέτως, πιστεύω ότι είμαστε έτοιμοι να αυτοκαταστραφούμε. Ξαφνικά, εξαιτίας ενός ιού κυβερνήσεις, από τις πλέον προοδευτικές μέχρι τις πιο συντηρητικές, εκτός των ακραίων, πήραν τα ίδια μέτρα και μέσα σε ελάχιστο για τα ιατρικά δεδομένα χρόνο βρέθηκε εμβόλιο για να μας προστατεύσει.
Βέβαια, αυτά τα αντανακλαστικά δεν υπήρξαν στην Αφρική ή σε χώρες της Ασίας, που δεν οργανώθηκαν αναλόγως. Αυτά συνέβησαν σε περιοχές πιο ανεπτυγμένες κυρίως, του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου. Αλλά μου έκανε μεγάλη εντύπωση η οργάνωση των δυτικών χωρών.
— Ξαφνικά, όχι μόνο ο κινηματογράφος και η μουσική αλλά και το θέατρο έγινε μια υπόθεση του ίντερνετ. Θέατρο online που δεν μπορούσε να προσφέρει τη συγκίνηση της ζωντανής παράστασης.
Εγώ έπαιξα online στην «Κυρία του Μαξίμ» του Εθνικού, σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου. Μετά τις προγραμματισμένες παραστάσεις κάναμε δύο live streamings. Έγινε εξαιρετική δουλειά με την ιδιαίτερη αισθητική του Μοσχόπουλου, μια μεγάλη παραγωγή που πήγε χαμένη, όπως και άλλες εκείνης της περιόδου. Έκανα έναν στρατηγό της αποικιοκρατίας που έρχεται σε αντιπαράθεση με έναν νέο, χαρακτηριστικό της φάρσας του Φεντό.
Ήταν λίγο περίεργο γιατί, ενώ ήταν σαν να μην έπαιζες για κανέναν, την ίδια στιγμή έπαιζες για 20.000 κόσμο. Ξαφνικά είχα μηνύματα από την Αυστραλία μέχρι την Αμερική. Ήταν παράξενη εμπειρία, γιατί στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, αν συμβεί ένα ατύχημα, ξαναπηγαίνεις τη σκηνή. Στο θέατρο έχεις το κοινό, που είναι σαν συνένοχός σου. Στο live streaming εκτίθεσαι, και αν κάτι πάει στραβά, δεν μπορείς να το επαναφέρεις.
Και κάτι άλλο, κάνουμε θέατρο ή σινεμά; Όταν παίζεις στο θέατρο, είσαι πιο εκφραστικός, οπότε στο live πρέπει να το μαζέψεις αυτό. Όταν κάναμε πρόβα με κάμερες το αποτέλεσμα ήταν εξωφρενικό, δεν βλεπόταν. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε πρόβες ειδικά για την περίσταση. Αυτό που είδε το κοινό ήταν μια πειραματική θεατρική φόρμα και αν επιστρέφαμε στην κανονικότητα, θα έπρεπε να ξαναβρούμε τους προηγούμενους ρυθμούς μας.
— Ήταν ένα θέατρο προσαρμοσμένο στον Covid λοιπόν.
Όντως, κάτι μεταξύ θεάτρου και τηλεόρασης.
— Ας θυμηθούμε τις δικές σας εμπειρίες στο θέατρο. Όταν επιστρέψατε από το εξωτερικό οι παλιοί σημαντικοί σκηνοθέτες και ομάδες δεν υπήρχαν πια, αντιθέτως το θέατρο πια στηριζόταν στην αποδόμηση, σε multimedia αισθητική, και κυριαρχούσε το devised theater, το οποίο εν τω μεταξύ εξαφανίστηκε, κανένας δεν μιλάει πια γι’ αυτό.
Δεν εξαφανίστηκε, άλλαξε μορφή. Ως αναφορά όντως δεν ακούγεται, αλλά στην ουσία του υπάρχει ακόμα. Οι «Παίχτες» που παίζονται τώρα είναι devised, όπως και οι «Κομμώτριες» του Μαρμαρινού.
— Να το πούμε τότε μετα-devised.
Ναι, καλή ιδέα! (γέλια) Στην Αγγλία το devised υπήρχε χρόνια.
— Μετά την εμπειρία της Complicité όλα αυτά θα είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εσάς.
Μπορεί να έλειπα από την Ελλάδα, αλλά δεν αποκόπηκα. Έφυγα το 1998 και επέστρεψα το 2013, ένα διάστημα 15 χρόνων κατά το οποίο ερχόμουν και δίδασκα στο Πανεπιστήμιο Πάτρας. Είχα αρκετά κενά στην Complicité, που μου επέτρεπαν να δραστηριοποιούμε και αλλού. Επίσης έπαιξα στο Αμόρε, στο «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία της Λίλο Μπάου, μέλους της Complicité.
— Και βασικής συνεργάτιδας του Πίτερ Μπρουκ.
Ναι, βεβαίως, έχει παίξει σε πολλές παραστάσεις του. Στο θέατρο του Πίτερ Μπρουκ και της Αριάν Μνουσκίν έκανα την εκπαίδευσή μου κι εγώ όταν έφυγα από την Ελλάδα. Ένα σωματικό θέατρο βασισμένο στην τεχνική του Ζακ Λεκόκ, όπως εξελίχθηκε μέσα στην Complicité, με αναφορές στον Μπρουκ και τη Μνουσκίν.
Οι συνιδρυτές της Complicité ήταν μια διεθνής ομάδα ηθοποιών που ετοιμάζονταν να στήσουν το θέατρό τους στη Γαλλία, εξού και το όνομα «Théâtre de Complicité», που σημαίνει «Θέατρο της συνενοχής». Τελικά μετακόμισαν ομαδικά στο Λονδίνο, όπου ο Σάιμον Μακμπέρνι, ένας από τους συνιδρυτές, είχε ένα διαμέρισμα που τους εξασφάλιζε τουλάχιστον στέγη. Η πρώτη τους παραγωγή ήταν το «A minute too late», μια εξαιρετική παράσταση που ουσιαστικά άλλαξε την αισθητική του αγγλικού θεάτρου. Θα έλεγες ότι ήταν το πρώτο μετα-devised, που λέτε κι εσείς. Από κει και πέρα ήταν και physical theater αλλά και κανονικό, δεν υπάρχει μια ορολογία που να το ορίζει.
— Με πολλή τεχνολογία πάντα;
Στην αρχή όχι. Η πρώτη φορά που μπήκε η τεχνολογία στην Complicité ήταν το 1999, με το «Mnemonic», στο οποίο έπαιζα κι εγώ. Αυτό το έργο παιζόταν για πολλά χρόνια.
— Εσείς πώς γίνατε μέλος της Complicité;
Με ενδιέφερε πολύ το πως εξέλισσαν την τεχνική του Λεκόκ και τη χρησιμοποιούσαν για να πουν ιστορίες. Ένας τρόπος ανθρωπιστικός, πολιτικός και απίστευτης αισθητικής. Ήταν πια πολύ γνωστή ως ομάδα, έχοντας κάνει μια σειρά από αριστουργηματικές παραστάσεις. Όταν πήγα στο Λονδίνο, το ’97-’98, για να κάνω σεμινάρια, τα οποία άλλωστε βασίζονταν στον Λεκόκ, με πήραν μαζί τους με συμβόλαιο.
Μετά το «Mnemonic» έκανα και το «Mesure for mesure» («Με το ίδιο μέτρο») του Σαίξπηρ. Ενδιάμεσα δούλευα στο κομμάτι της έρευνας και της προετοιμασίας για κάθε έργο που ετοιμαζόταν. Αλλά ως μαθητές του Λεκόκ, που ήταν μια διεθνής σχολή, στην Complicité επιδίωκαν πάντα ένα διεθνές θέατρο.
— Σε μια χώρα σαν την Αγγλία, όπου το θέατρο απαιτούσε βρετανικό ακαδημαϊσμό, η Complicité οπωσδήποτε έσπασε και αυτά τα στεγανά.
Γιατί τους ενδιέφερε η κουλτούρα που το ξένο μέλος τους έφερνε από τη χώρα προέλευσής του. Αυτή ήταν και η συνεισφορά κάθε ξένου ηθοποιού στην ομάδα.
— Επιστρέφατε λοιπόν κατά καιρούς είτε για να διδάξετε είτε για να παίξετε σε παραστάσεις στην Αθήνα.
Ναι, και τολμώ να πω ότι πολλοί από αυτούς που δίδαξα ήταν νέοι καλλιτέχνες που μετά έφυγαν στο εξωτερικό και, όταν γύρισαν, ξεκίνησαν το νέο θέατρο. Ήταν μια ευτυχής περίοδος για το ελληνικό θέατρο η δεκαετία από το 2000 έως το 2010, από κει που ήμασταν μια φτωχή χώρα το ’95.
— Ήδη υπήρχαν σημαντικές δυνάμεις ενός θεάτρου που προχωρούσε τα καλλιτεχνικά πράγματα. Υπήρχε το Αμόρε του Χουβαρδά αλλά και το Κυκλάδων του Βογιατζή και κάποια άλλα που πρόσφεραν σε νέους ηθοποιούς μια άλλη προσέγγιση.
Είναι αναμφισβήτητο ιστορικά ότι η συνεισφορά του Αμόρε στο θέατρο ήταν μεγάλη. Βέβαια, σε κάθε περίσταση πάντα υπάρχουν και αρνητικά και θετικά.
— Ναι, γιατί το Αμόρε υπηρετούσε μια απαιτητική αισθητική, αλλά οι παραστάσεις του δεν ήταν σε καμία περίπτωση το ίδιο πετυχημένες και ενδιαφέρουσες.
Συμφωνώ, αλλά φύγαμε από τον νατουραλισμό και τον ρεαλισμό και πήγαμε σε νέες φόρμες. Και όλα αυτά συνέβησαν μέσα σε 3-5 χρόνια. Με την εκκίνηση του Αμόρε άρχισαν να έρχονται ξένοι σκηνοθέτες, ο Χουβαρδάς και ο Μοσχόπουλος πειραματίζονταν και μπορεί να αποτύγχαναν κάποιες φορές, αλλά κάθε τους επιλογή είχε σημασία.
— Ωστόσο μειώθηκε η σημασία του ηθοποιού, η υποκριτική καπελώθηκε από τον σκηνοθέτη.
Έχετε δίκιο, αλλά ήταν άλλη η σκηνοθετική προσέγγιση από εκείνη του παλιού θεάτρου. Στο Αμόρε, και προηγουμένως από τον Κακλέα, γινόταν ένα θέατρο που δεν ήταν ρεαλιστικό/νατουραλιστικό, δεν βασιζόταν στον ηθοποιό και στον χαρακτήρα του αλλά στο πώς λέμε την ιστορία και γιατί τη λέμε τώρα. Άλλαζε η αισθητική του θεάτρου και αν επέμενες στον χαρακτήρα, φαινόσουν ναρκισσιστής, ότι έκανες ένα θέατρο συντηρητικό. Αυτή ήταν η λογική εκείνα τα χρόνια. Σήμερα στην Αγγλία η Κέιτ Μίτσελ κάνει ένα θέατρο ρεαλιστικό, κρατώντας την παράδοση ζωντανή με έναν δικό της τρόπο.
— Πότε αρχίσατε να σκηνοθετείτε ο ίδιος;
Το 2013, όταν με κάλεσαν να σκηνοθετήσω τα «Χάρτινα λουλούδια» στο θέατρο Ιλίσια με τον Σερβετάλη και τη Λέχου. Μετά έκανα την «Τίρζα», που αγκαλιάστηκε από όλους, τον «Φιλοκτήτη», που υποδέχτηκε θερμά η κριτική, και πήγα άλλες δύο φορές στην Επίδαυρο. Σε μερικές περιπτώσεις παίζω κι εγώ, όπως στο «Μαύρο χιόνι» του Μπουλγκάκοφ, στο Πόρτα.
Την τηλεόραση την απέφευγα, μέχρι που ήρθε η πρόταση του Λευτέρη Χαρίτου. Πρέπει όμως να πω ότι η αισθητική οφείλεται, εκτός από τους σεναριογράφους, και στον σκηνοθέτη, τον παραγωγό και το κανάλι και δεν θα πετύχαινε αν δεν ξεκίναγε έτσι από την αρχή.
— Πού βλέπετε να έχει φτάσει το θέατρο στην Ελλάδα σήμερα;
Έχουμε καλό θέατρο, έχουμε ανθρώπους που έχουν εκπαιδευτεί, αλλά θα πρέπει οι μεγάλοι θεσμοί, όπως το Φεστιβάλ, το Εθνικό και το Κρατικό, να απαγκιστρωθούν από τις κυβερνήσεις. Να αλλάξει η υποδομή, οι καλλιτεχνικοί διευθυντές να επιλέγονται αλλιώς και τα ΔΗΠΕΘΕ να γίνουν μικρά κρατικά. Σε σύγκριση με αυτό που άφησα όταν έφυγα ‒ο Βογιατζής, ο Παπαβασιλείου, ο Αντύπας, αυτές ήταν οι δυναμικές ανανέωσης τότε‒, έχουμε προχωρήσει πολύ.
Σήμερα, παρόλες τις αντιξοότητες λόγω Covid, γίνονται μερικές καλές δουλειές, όπως «Το Μαράκι έκλασε» στο Faust σε κείμενα της Κιτσοπούλου, όπου επτά άγνωστα κορίτσια γεμίζουν κάθε βράδυ το θέατρο. Κάπως έτσι λες «υπάρχει ελπίδα!».
— Εσείς τι ελπίδες και όνειρα έχετε για τον ίδιο;
Τα όνειρά μας έρχονται και χτυπάνε σε θεσμούς. Θέλω να κάνω την «Ηλέκτρα» σε μετάφραση του Μπλάνα. Όσον αφορά τις «Άγριες Μέλισσες» δεν ρωτάω, δεν θέλω να ξέρω τι θα γίνει, με ενδιαφέρει η υπόθεση το πολύ δέκα επεισόδια μπροστά. Ομολογώ ότι γοητεύτηκα πολύ από την τηλεόραση. Θα με ενδιέφερε από δω και μπρος να κάνω καλή τηλεόραση.