Δέκα ολόκληρα χρόνια, εκατοντάδες παραστάσεις: τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Η βουτιά στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν αποδείχτηκε πολύ πιο επίπονη απ' όσο είχα φανταστεί. Προσπάθησα να λάβω υπόψη μου όσο το δυνατόν περισσότερα κριτήρια. Τελικά, όμως, δεν υπάκουσα σε αυστηρές θεατρολογικές προδιαγραφές αλλά στις επιταγές του θυμικού. Επέλεξα, δηλαδή, όσες δουλειές άφησαν για κάποιον λόγο ανεξίτηλο σημάδι στη μνήμη μου: είτε επειδή κατάφεραν να δημιουργήσουν αλησμόνητες εικόνες, είτε επειδή πάλεψαν θαρραλέα με δυσπρόσιτα κείμενα, είτε επειδή προέταξαν μια εντελώς προσωπική ματιά που ξέφευγε εντυπωσιακά και γόνιμα από την πεπατημένη. Δεν αντιστάθηκα, τέλος, σε παραστάσεις με «συλλεκτική» αξία, όπως αυτές του Γιάννη Σκουρλέτη και του Άρη Μπινιάρη, οι οποίοι έκαναν τότε την παρθενική –και καθόλου τυχαία, όπως αποδεικνύεται– εμφάνισή τους.
1.
Alarme
(2011, Άττις)
Θεόδωρος Τερζόπουλος
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την Αγλαΐα Παππά και τη Σοφία Χιλλ ως λυσσασμένες βασίλισσες που ξεπήδησαν από το φαντασιακό του Θεόδωρου Τερζόπουλου; Καταδικασμένες να έρπουν μέσα σε ένα μαύρο παραλληλόγραμμο, η Ελισάβετ της Αγγλίας και η Μαρία Στιούαρτ της Σκωτίας σφύριζαν σαν φίδια, ακκίζονταν σαν γάτες ή ερωτοτροπούσαν ασύστολα σαν ηλεκτρισμένες, φτάνοντας ενίοτε σε ερωτικό παροξυσμό. Η υψηλή αισθητική όψη της, ο εξπρεσιονιστικός φωτισμός και οι στυλιζαρισμένες κινήσεις των ηθοποιών δημιουργούσαν την απόλυτη αντίθεση με το απολαυστικό υβρεολόγιό τους, τόσο προκλητικά «χαμηλό» για πρόσωπα υψηλής καταγωγής: «κλέφτρα», «ψεύτρα», «τσαρλατάνα», «σκρόφα», «βρόμα», «απατεώνισσα», φώναζαν η μία στην άλλη. Η αλληλογραφία των δύο ιστορικών προσώπων έδωσε στον σκηνοθέτη το έναυσμα για να επιτύχει αυτή την εκρηκτική ένωση αντιθέτων: να εμφυσήσει την ανατρεπτική πνοή της παρωδίας μέσα σε ένα εικαστικό αριστοτέχνημα. Οι βασίλισσες αποθεώνονται και απομυθοποιούνται την ίδια στιγμή. Η εξουσία απογυμνώνεται, το στυλ της, όμως, παραμένει αλώβητο.
2.
Graveyard Café Band / in extremis
(2011, TAF)
Γιάννης Σκουρλέτης - Κώστας Δαλακούρας
Η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Γιάννη Σκουρλέτη μετέδωσε από τότε ακόμη το όραμά του για έναν εστέτ πεισιθάνατο ρομαντισμό επινοημένο εκ νέου μέσα από το πρίσμα του μεταμοντέρνου. Με λιγοστά μέσα ο σκηνοθέτης έστησε ένα γοτθικό καμπαρέ με ηλεκτρονικό φόντο –εμπλουτισμένο με παραδοσιακές ηχητικές πινελιές από όργανα όπως η λύρα και το βιολί– κι έδωσε νέα πνοή σε κείμενα παραμελημένα και φιλολογικώς περιφρονημένα (ποιήματα του Δημ. Παπαρρηγόπουλου, του Σπ. Βασιλειάδη, του Ζαν Μωρεάς, της Ανθούλας Σταθοπούλου, της Φωτεινής Οικονομίδου, του Πλάτωνα Ροδοκανάκη, του Αχιλλέα Παράσχου κ.ά.), τα οποία απέκτησαν αίφνης απίστευτη φρεσκάδα και πρωτοφανές ενδιαφέρον μέσα από αυτό το στήσιμο. Το ξεπερασμένο γλωσσικό ιδίωμα μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Αθήνας, επέστρεψε με νεύρο και χιούμορ στο βαμπιρολάγνο τοπίο της σημερινής ποπ κουλτούρας. Τρεις στυλιζαρισμένες φιγούρες (έξοχοι οι Θεμιστοκλής Καρποδίνης, Φρόσω Ζαγοραίου, Σαμψών Φύτρος) με λευκά πρόσωπα και «μαύρα» μάτια τραγουδούν και βυθίζονται αμέριμνα στην άβυσσο της εμμονής τους – τότε, τώρα, πάντοτε.
3.
Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα
(2013, Εθνικό Θέατρο)
Γιάννης Χουβαρδάς
Δύο ατσάλινες γυναίκες και τα αυστηρά, αλύγιστα φορέματά τους: αυτή η εικόνα είναι που μένει περισσότερο στο μυαλό μας μετά από τόσα χρόνια. Τα γλυπτά κρινολίνα της ενδυματολόγου Ιωάννας Τσάμη συναντήθηκαν αλησμόνητα σε εκείνη την παράσταση με τα οιδιπόδεια πάθη της αρχαιότητας, προσδίδοντάς τους σύγχρονο πρόσωπο. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, αντιμετωπίζοντας δικαίως το Πένθος του Ο'Νιλ ως Ορέστεια ιδωμένη από την πλευρά της Ηλέκτρας, δημιούργησε ένα σύνολο υψηλών προδιαγραφών, αποστασιοποιημένο, αλλά επιβλητικό. Ψηλοί τοίχοι συνέκλιναν επικίνδυνα, ενώ τα «ζωντανά» οικογενειακά πορτρέτα περιφρουρούσαν ακοίμητα την κάθε κίνηση των ηρώων, αιωνίως βυθισμένων στο ημίφως των ενοχών τους. Σκληρές, δυναμικές, αξέχαστες, η Μαρία Πρωτόπαππα και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: η πρώτη ως θυγατέρα προσκολλημένη στον πατέρα, μια καταπληκτική βικτοριανή Ερινύα, και η δεύτερη ως σκύλα μάνα κι ερωτευμένη γυναίκα που χειρίζεται επιδέξια το μελό, όταν της χρειάζεται, για να επιτύχει τους σκοπούς της.
4.
Το θείο τραγί
(2014, bios)
Άρης Μπινιάρης
Ήταν εντελώς απρόσμενη η έκπληξη που μας περίμενε εκείνο το βράδυ στο bios, το θυμάμαι ακόμη τόσο έντονα. Ανακαλύψαμε έναν νέο άνθρωπο με διαφορετική ματιά. Βιώσαμε μια θεατρική πράξη που έμοιαζε με συναυλιακή εμπειρία. Ακούσαμε ένα λογοτεχνικό κείμενο σαν τραγούδι. Διέθετε έναν σπάνιο παλμό όλο αυτό, που σε παρέσυρε σαν ποτάμι. Η μουσικότητα του λόγου του Σκαρίμπα, ενός λόγου αισθαντικού και αντισυμβατικού, ενέπνευσε τον Άρη Μπινιάρη να στήσει (μαζί με τον Τάσο Βαρελλά στο μπάσο και τον Βασίλη Γιασλακιώτη στα τύμπανα) μια πρωτότυπη συναυλία. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ως περφόρμερ ήταν εντυπωσιακός, το σώμα του απόλυτα εναρμονισμένο με τους ήχους και τα νοήματα, με κινήσεις φυσικές αλλά μεγεθυμένες από εσωτερική ένταση, με το μικρόφωνο δαμασμένο. Ένας ερμηνευτής ερωτευμένος με το κείμενο που μας μετέδιδε, αναβλύζοντας πάθος, ορμή, φλογερή δοτικότητα.
5.
Ο αδαής και ο παράφρων
(2018, Θέατρο Πορεία)
Γιάννος Περλέγκας
Μια παράσταση που σε κέρδιζε σε όλα τα επίπεδα: ερμηνευτικό, σκηνοθετικό, εικαστικό. Και όλα τα επίπεδα ήταν άψογα. Αυτό όμως που την έκανε τόσο ξεχωριστή ήταν η αίσθηση της αδιάκοπης, ζωτικής επικοινωνίας ηθοποιού και θεατή. Ο Γιάννος Περλέγκας μαγνήτιζε την ψυχή μας, ακροβατώντας στα σύνορα του ρόλου του: ήταν ένας ακούραστος κονφερασιέ που άνοιγε διαρκώς το κείμενο προς τους θεατές, μετατρέποντας τη διαδικασία της παιχνιδιάρικης ανάγνωσης σε πράξη συλλογική, ευφρόσυνη και πολυεπίπεδη. Ο μπερνχαρντικός λόγος, έχοντας περάσει από πολλά φίλτρα χιούμορ και φαντασίας, μας δόθηκε σπαρταριστός, σπινθηροβόλος, αναβαπτισμένος. Κλασικά κωμικά νούμερα επιστρατεύτηκαν προκειμένου να αποδοθεί η πάντοτε παρανοϊκή συνθήκη της ύπαρξης, καλλιτεχνικής και μη, που λαχταρά την υπέρβαση της σάρκας, αλλά συνήθως καταλήγει με το πρόσωπο χωμένο στη γαβάθα του κονσομέ ή πασαλειμμένη με μια λευκή τούρτα. Είμαστε τραγικοί και γελοίοι ταυτόχρονα, θα συμφωνούσε ο Μπέρνχαρντ.
Διαβάστε την κριτική της παράστασης εδώ.
6.
Ο ευαγγελισμός της Κασσάνδρας
(2018, Μπάγκειον)
Θάνος Σαμαράς
Στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα ο Θάνος Σαμαράς επέδειξε μια πρωτοφανή λαχτάρα για ομορφιά. Δεν ήταν όμως μόνον η υψηλή αισθητική του αυτό που τον έκανε να ξεχωρίσει: ήταν το χιούμορ και η συνέπεια της παράστασης, ο τρόπος με τον οποίο καθοδήγησε την ηθοποιό του και διαχειρίστηκε το υλικό του, πλάθοντας ένα σύμπαν εξωπραγματικό και γήινο μαζί, γεμάτο αντανακλάσεις και αναφορές – από τα υποβρύχια b-movies ως τον Serge Lutens και από το ηχητικό σήμα μιας παιδικής εκπομπής ως τη Σαλώμη ή την Μπριζίτ Μπαρντό. Ο λόγος του Δημητριάδη, αφομοιωμένος, ζυμωμένος, σφυρηλατημένος, αναδύθηκε ολοζώντανος. Η Έλλη Τρίγγου εντυπωσίασε με την άνεση, την ευελιξία, την απόλυτη αυτοκυριαρχία της ως Κασσάνδρα: μια γυναίκα που ολοκλήρωσε προσφάτως τη σαρκική επανάστασή της και τώρα διαδίδει ενθουσιωδώς το ευαγγέλιο του πόθου στους αμύητους.
Διαβάστε την κριτική της παράστασης εδώ.
7.
Ο Γυάλινος Κόσμος
(2018, Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας)
Δημήτρης Καραντζάς
Αφήνοντας επιτέλους στην άκρη τον καθωσπρεπισμό του, ο Δημήτρης Καραντζάς γέννησε μια εξαιρετική παράσταση, «μικρής» κλίμακας, αλλά άπειρης τρυφερότητας. Πρώτη φορά γέλασα τόσο με παράσταση του Γυάλινου Κόσμου και το λέω αυτό ως ύψιστο κοπλιμέντο για τους συντελεστές. Το λέω με εκτίμηση για την ικανότητα του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του να κάνουν το έργο δικό τους, να το φέρουν στο σήμερα, να το απαλλάξουν από φωνές και κλάματα, υπερ-δραματικές εντάσεις, να του δώσουν φρέσκια πνοή, να το καταστήσουν μοντέρνο, σπαρταριστό και αστραφτερό. «Ζεστά λουτρά συναισθήματος... ακολουθούμενα από ψυχρά ντους ειρωνείας»: ο ορισμός του Έρβινγκ Μπάμπιτ για τη ρομαντική ειρωνεία ταιριάζει όχι μόνο στο έργο του Τένεσι Γουίλιαμς αλλά και στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Καραντζάς, εναρμονίζοντας άψογα τη δραματική με την κωμική διάσταση, έτσι ώστε η μία να εμπεριέχει και να αναδεικνύει την άλλη. Εξαιρετική η ερμηνεία του Χάρη Φραγκούλη ως Τομ, ενώ η Μπέτυ Αρβανίτη ως Αμάντα εξέπεμψε σε υπέροχο γκροτέσκο στυλ όλο τον παραλογισμό της υπερπροστατευτικής μητέρας.
Διαβάστε την κριτική της παράστασης εδώ.
8.
Άνθρωποι και ποντίκια
(2018, Τεχνοχώρος Cartel)
Βασίλης Μπισμπίκης
Ο Βασίλης Μπισμπίκης και οι συνεργάτες του μετέφεραν το κλασικό έργο του Τζον Στάινμπεκ στην Ελλάδα του σήμερα με απροσδόκητη φυσικότητα, πειθώ και πάθος. Μας έδειξαν έναν κόσμο όπου το γέρικο σκυλί πρέπει να εξοντωθεί, η γυναίκα πρέπει να φροντίζει να μην προκαλεί και ο μετανάστης να μένει μουλωχτός στη γωνιά του. Έναν κόσμο ασφυκτικό, γεμάτο απογοήτευση και φόβο, εργασιακή ανασφάλεια, εκρήξεις ρατσισμού και σεξισμού. Μέσα σε αυτό το ακραία νεο-νατουραλιστικό τοπίο –όπου όλα είναι πέρα για πέρα «αληθινά», από το πορτοκάλι που τρώει ο Βασίλης μέχρι τα εργαλεία οξυγονοκόλλησης, το ιδιαίτερο χιούμορ της παράστασης, μοναδικό προϊόν της αυτοσχεδιαστικής διάθεσης των ηθοποιών, έρχεται να προσφέρει κωμική ανακούφιση αλλά και να εμπλουτίσει τον «ελληνικό» χαρακτήρα της διασκευής. Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί του –Δημήτρης Δρόσος, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Θάνος Περιστέρης, Αγγέλα Πατσέλη– όχι μόνο παίζουν πολύ καλά αλλά καταφέρνουν να μετατρέψουν το κείμενο του νομπελίστα συγγραφέα σε μια υπόθεση που μας αφορά συλλογικά, στο σήμερα. Η σκηνή όπου ο Λένος, ο Τούρκος, ο Γέρος και ο Βασίλης –ένας άνθρωπος με νοητική υστέρηση, ένας αλλοδαπός, ένας ανάπηρος κι ένας «κανονικός»– παίζουν δυνατά μουσικές, πίνουν και διασκεδάζουν σε μια καμαρούλα μια σταλιά συνιστά μια γοητευτική αλληγορία για την ανθρώπινη φιλία και ομορφιά που μπορεί να γεννηθεί κάτω από τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες πορευόμαστε.
Διαβάστε την κριτική της παράστασης εδώ.
9.
Καλοκαιρινά μπάνια
(Φεστιβάλ Αθηνών 2019, Πειραιώς 260)
Κώστας Κουτσολέλος - Βάσω Καμαράτου
Ίσως η πιο low budget παραγωγή που περιλαμβάνεται σε αυτήν τη λίστα, τα Καλοκαιρινά Μπάνια, η μεγαλύτερη έκπληξη του περσινού Φεστιβάλ Αθηνών, απέδειξαν ότι το ελάχιστο που χρειάζεται κανείς για να κάνει καλό θέατρο είναι η διάθεση να ρισκάρει και να εκτεθεί – χωρίς αυτολύπηση αλλά και χωρίς κομπασμό, χωρίς πικρία, αλλά με γενναιοδωρία, χιούμορ, διάθεση αυτοσαρκασμού και ειλικρίνεια. Ο Κουτσολέλος και η Καμαράτου μίλησαν για τον εαυτό τους, πράγμα πολύ επικίνδυνο στην τέχνη. Ανέβηκαν στη σκηνή ως δύο ηθοποιοί που ζουν στην Αθήνα του 21ου αιώνα και εξέφρασαν όλη την ανασφάλεια, την αγωνία της απόρριψης, τη λαχτάρα της επιτυχίας, τις παγίδες του ανταγωνισμού, την αέναη αίσθηση μιας μετέωρης επαγγελματικής ζωής, όλα όσα καθιστούν το επάγγελμά τους σκληρό, εθιστικό, τραυματικό, αναπόφευκτο. Κατέθεσαν μια εξομολόγηση ενώπιον κοινού, χωρίς φόβο και πάθος, εμβριθώς δουλεμένη, αν και φαινομενικά φυσική, απροβάριστη και «χύμα». Ταυτόχρονα συνέθεσαν μια ανεπιτήδευτη ελεγεία στην εποχή της χαμένης μας ανεμελιάς και αθωότητας, τότε που το επαγγελματικό άγχος ήταν μια έννοια μακρινή, άγνωστη και αδιάφορη. Μια δουλειά σπάνιας αμεσότητας και συγκίνησης, φτιαγμένη με ψυχικό σθένος και θάρρος.
10.
Ρίττερ, Ντένε, Φος
(2019, Θέατρο Τέχνης)
Μαρία Πρωτόπαππα
Μετά την παράσταση του Περλέγκα, αυτή είναι η δεύτερη φορά που βλέπω τον λόγο του Τόμας Μπέρνχαρντ να σμιλεύεται τόσο συναρπαστικά και να ορμάει κατά πάνω μας τόσο αιφνιδιαστικά. Ο λόγος γίνεται δράση: αυτό είναι το μεγάλο κατόρθωμα της σκηνοθεσίας στη φετινή παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Η σκηνοθέτις Μαρία Πρωτόπαππα πήρε ένα παραληρηματικό κείμενο –όπου τρία αδέλφια αφήνουν τις σκέψεις τους να ξεχυθούν με πάθος και μένος– και του προσέδωσε σχήμα συναρπαστικό, με κορυφώσεις, απότομες εναλλαγές και παύσεις. Τρεις άνθρωποι μιλάνε σε ένα δωμάτιο – κι όμως, τι καταιγίδα! Νιώθουμε διαρκώς αιφνιδιασμένοι, ποτέ δεν ξέρουμε τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή. Θα αναποδογυρίσει το τραπέζι; Θα έρθουν καταπάνω μας τα κράπφεν; Θα σπάσει ο Φος στο ξύλο τις αδελφές του; Πέρα από την υπερβολή, η εμπειρία του θεατή δεν απέχει πολύ από την παρακολούθηση ενός θρίλερ. Και να το καταφέρει κανείς αυτό με ένα τόσο ποιητικό, αντισυμβατικό και δύσβατο κείμενο συνιστά ακόμα μεγαλύτερο επίτευγμα. Οι εξαιρετικές ερμηνείες της Στεφανίας Γουλιώτη, της Λουκίας Μιχαλοπούλου και του Αργύρη Ξάφη καθιστούν το σύνολο ακαταμάχητο.
Διαβάστε την κριτική της παράστασης εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO