«Ο Πέτρος Ξανθούλης ήταν ένας χαριτωμένος κύριος, ο οποίος μολονότι παντρεμένος με μια νέα, μάλιστα, και εύμορφη γυναικούλα, την Ελπινίκη, εννοούσε σαν τέλειος κόκορας που έλεγε ότι ήτο, να κάμνη συχνά επισκέψεις εις ξένα... κοτέτσια.
Τώρα τελευταία του είχε μπει στο μάτι μια γλυκειά μελαχροινούλα, φιλενάδα της γυναίκας του, η κυρία Μαρίκα Πιττάκου, παντρεμένη και αυτή, της οποίας τον άνδρα δεν χώνευε διόλου, ακριβώς διότι είχε ένα τέτοιο θησαυρό στα χέρια του.
Ο Πέτρος έκανε λυσσώδες κόρτε της κυρίας Μαρίκας κάθε φορά που πήγαινε στο σπίτι του και προ πάντων όταν πήγαινε αυτός στο δικό της χωρίς τη γυναίκα του. Μ' όλη του την επιμονή, όμως, δεν κατόρθωνε τίποτε και ύστερ' από δύο μηνών πολιορκία, ευρίσκεται στο ίδιο σημείον που ήταν και την πρώτη μέρα.
Ο Πέτρος πήγαινε να σκάση από το κακό του. Τέτοιαν αντίσταση δεν την είχε απαντήσει ποτέ του έως τότε και δεν ήξευρε πλέον πώς να φερθή.
Μια μέρα, έξαφνα, στην ομιλία επάνω, ήκουσε την κυρία Μαρίκα να μιλή της Ελπινίκης με θαυμασμό για της «χαρτορίχτρες».
-Δεν ξέρεις, Ελπινίκη μου, της έλεγε, μερικές από αυτές είνε φοβερό πώς τα βρίσκουν όλα! Λες κ' έχουν μαγική δύναμη στα χέρια τους!
Μια αστραπή χαράς εφώτισε τα μάτια του Πέτρου. Είχεν εύρει το αδύνατο σημείον της κυρίας Μαρίκας και ήταν τώρα βέβαιος ότι γρήγορα θα την έκανε δική του.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επήγε σε μια γνωστή του χαρτορίχτρα, την κυρά-Μαρούσω. Της είπε ότι θα την επεσκέπτετο η κυρία Μαρίκα και την παρεκάλεσε να της πη ότι ποτέ της δεν θα ζούσε ευτυχισμένη με τον άντρα της και ότι ένας κύριος που την αγαπούσε, την αγαπούσε με την καρδιά του και μόνο μαζί του θα ζούσε ευτυχισμένη.
Η κυρά-Μαρούσω κατ' αρχάς αντεστάθη. «Α, όλα κι' όλα, τέτοια πράγματα δεν τα κάνω εγώ! Είμαι τίμια γυναίκα». Όταν όμως της προσέφερεν ένα κολλαριστό εκατοστάρικο, η αντίστασις της κυρά-Μαρούσως εκάμφθη και εδέχθη να παίξη το ρόλο που της ανετίθετο.
Την άλλη μέρα, ο Πέτρος Ξανθούλης όταν επήγε σπίτι του, ευρήκε τη γυναίκα του και την κυρία Μαρίκα καθισμένες να τα λένε. Εκάθησε κι' αυτός και με τρόπο πολύ φυσικό έφερε την ομιλία στης χαρτορίχτρες. Είπε έπειτα πως ήκουσε κάτι φίλους του να εκθειάζουν εκείνο ακριβώς το πρωί μια περίφημη χαρτορίχτρα, την κυρά-Μαρούσω, που εκάθητο στην οδόν Μάνης, για την οποίαν διηγούντο περίεργες μυστικές ιδιότητες.
-Μα είνε τόσο θαυματουργή αυτή η γυναίκα;
-Κάτι παραπάνω, όπως λένε!
-Τότε να πάμε το απόγευμα να την συμβουλευθούμε!
Την άλλη μέρα, γεμάτος λαχτάρα, ο Πέτρος Ξανθούλης επήγε στης χαρτορίχτρας.
-Αι κυρά-Μαρούσω, της είπε, ήλθε;
-Ήλθε!
-Λοιπόν;
-Όλα ωραία, προχώρησε με θάρρος κυρ-Πέτρο, γρήγορα το φρούτο θα πέση. Η κυρία έχει αντιληφθή ότι κάποιος τη λαχταράει. Η ίδια μου είπε ότι σιχαίνεται τον άνδρα της και θα ήταν πολύ ευτυχισμένη αν εύρισκε κανένα που να της εταίριαζε!
Ο Πέτρος Ξανθούλης έτριβε τα χέρια του από τώρα. Επί τέλους, επλησίαζε στο σκοπό του!
Την άλλη μέρα η κυρία Μαρίκα ήλθε πάλι επίσκεψη στο σπίτι του.
-Αι, της είπε, επήγατε στη χαρτορίχτρα μου; Πως σας εφάνηκε;
-Φαίνεται πως είνε πρώτης τάξεως!
-Γιατί «φαίνεται»; Δεν επήγατε σεις η ίδια;
-Δεν μου έμεινε δυστυχώς καιρός. Γι' αυτό είπα κι' επήγε... η γυναίκα σας!
Καμιά από τας δυο κυρίας δεν μπόρεσε να εννοήση γιατί εκείνη τη στιγμή του ήλθε του Πέτρου σαν λιποθυμία».
(«Πειρασμός», 1923)
Αν θέλετε να είστε πλήρως ενήμεροι για τα καμώματα των προγόνων μας η Παλιά Αθήνα περιμένει την επίσκεψι σας.
σχόλια