Πατρίσια Χάισμιθ : Η κραυγή της κουκουβάγιας
Η Πατρίσια Χάισμιθ άκουγε την κραυγή της κουκουβάγιας-όπως είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου από εκδόσεις Άγρα- και ονειρευόταν τέλεια εγκλήματα ξέροντας τι είναι αυτό που τα δημιούργησε: η ανθρώπινη φύση.
Κάθε φορά που επιστρέφει κανείς σε βιβλίο της Χάισμιθ νιώθει να επανέρχεται στα περίχωρα του ανθρώπινου σύμπαντος: στο κατώφλι εκείνο όπου το γκρίζο του κόσμου ή το μαύρο της παράνοιας ξεχύνεται σε χιλιάδες χρώματα, γίνεται μια παλέτα όπου καταγράφονται όλες οι αποχρώσεις της σκέψης των ανθρώπων. Από ματάκηδες-όπως ο Ρόμπερτ από την πρόσφατα μεταφρασμένη στα ελληνικά “Κραυγή της Κουκουβάγιας” από τις εκδόσεις Άγρα-έως ψυχρούς δολοφόνους, όπως ο Ρίπλεϊ, δεν υπάρχει κανείς ανθρωπότυπος που να μην έχει γίνει βαθιά αντιληπτός στα βιβλία της Χάισμιθ. Διαβάζοντας τα, ξανά και ξανά, αντιλαμβάνεσαι γιατί για παράδειγμα ένας χαρακτήρας της όπως ο Ρίπλεϊ λατρεύει την εικαστική ακρίβεια του Σεζάν με τον ίδιο τρόπο που ηδονίζεται με την εκτέλεση των τέλειων φόνων: καθώς στέκεσαι στο κατώφλι του εικαστικού σύμπαντος που έχει δημιουργήσει η δαιμόνια συγγραφέας απολαμβάνεις την ικανότητα της να μεταμορφώνει την αρνητική πραγματικότητα της ζωής σε ουσιώδη σκιαγραφία της τέχνης.
Σαν να είχε καταλάβει πως μόνο όποιος έχει δει το λαμπύρισμα που αφήνει μια κηλίδα από το αίμα πάνω στον αμφιβληστροειδή, μπορεί να αντιληφθεί τη διπλή όψη της ζωής και του θανάτου-για την ακρίβεια το ότι η ζωή έχει νόημα όταν αφήνει χώρο στον προάγγελο του θανάτου. Το βλέπεις διαβάζοντας στην αριστουργηματική “Κραυγή της Κουκουβάγιας” το πως η πρωταγωνίστρια της Τζέννυ επιμένει να αποκαλεί τον έρωτα της Ρόμπερτ εκπρόσωπο του θανάτου χωρίς κατ' ανάγκην να τον συνδέει με συγκεκριμένο έγκλημα. Ο θάνατος είναι κάτι πέρα από κατάσταση, είναι ένα χάρισμα που δίνεται με τρόπο ανοίκειο από μια υπέρτατη δύναμη και μπορεί να μετουσιωθεί σε μεταφορική έκφραση με λέξεις που κόβουν σαν μαχαίρι και παρασύρονται από τον παγωμένο αέρα που διαπερνά τις καλοστιλβωμένες φράσεις.
Οι απόλυτοι ήρωες της, όλοι σχεδόν τελειοθήρες, μοιάζουν να διψάνε για όλο και περισσότερη έκφραση, σαν να πασχίζουν από το αχανές ακρωτήριο τους να δουν τα πάντα, τα άκρα του σύμπαντος ή τα όρια της ανθρώπινης δημιουργίας.
Το θέμα είναι πάντοτε, από τη γραφή έως τον φόνο, το ύφος και ο τρόπος-γι αυτό και ελάχιστη σημασία έχει τελικά ποιος είναι ο ένοχος αλλά ποιος προκρίνεται ως τέτοιος. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συγγραφείς αστυνομικών η Χάισμιθ εστίασε στις ψυχολογικές προεκτάσεις ενός εγκλήματος παρά στην ανίχνευση του-στην εκτίμηση των βαθύτατων κινήτρων ή στην παντελή απουσία τους, σε αυτό που κάνει ένα έγκλημα να αποκτά ενδιαφέρον και από αστυνομικό γεγονός να μετατρέπεται σε καλλιτεχνικό έργο. Όχι τυχαία πάντα στα βιβλία της καταγράφεται ένας ποιητής, ένας ζωγράφος ή ένας λογοτέχνης είτε ως αναφορά είτε ως έμπνευση κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη που δεν μένει μόνο στην πλοκή ή τη δράση. Η ίδια επικαλούταν τον Μπλαίηκ ή τον Ντοστογιέφσκι ως κεντρική της επιρροή στον χώρο των αστυνομικών-και όχι τυχαία πάλι ο τελευταίος δήλωνε λάτρης των φτηνών αστυνομικών παρά των εμβληματικών συγγραφέων.
Και από εδώ ξεκινάνε όλα: από τη στιγμή που η Πατρίσια ονειρευόταν λογοτεχνική καριέρα συμπληρώνοντας τα κενά σε ιστορίες κόμικς για να ζήσει και εντρυφούσε από πολύ μικρή ηλικία σε μελέτες για πυρομανείς, κλεπτομανείς και μανιακούς δολοφόνους προσπαθώντας να αποκαλύψει τι καθιστά το έγκλημα τόσο ελκυστικό (όπως τη σειρά Ανθρώπινο μυαλό του Καρλ Μέννιγκερ). Διάβαζε όμως παράλληλα και Πόε, με τον οποίο είχε γεννηθεί την ίδια μέρα για να αντιληφθεί τη μεταμορφωτική διάσταση των πράξεων αλλά και Νίτσε για να καταλάβει γιατί ο άνθρωπος περιορίζεται από την συντριπτική επικράτηση της ενοχής. Ο αμοραλιστής ήρωας της Ρίπλει πίνει το κόκκινο του κρασί στο εξοχικό του σε ένα φανταστικό χωριό κοντά στο Φοντενεμπλό σκεπάζοντας την οδύνη με την ομορφιά: η ομορφιά θα αλλάξει τον κόσμο επέμενε η ίδια η Χάισμιθ ως αμετανόητη λάτρης της Μεσογείου.
Σε κάθε της μυθιστόρημα που διαβάζεται και σαν σκοτεινό ποίημα- έγραφε, άλλωστε, από μικρή ποιήματα-ενυπάρχει η ιστορία ενός σώματος και μιας φανταστικής σκέψης-όχι συνείδησης, λέξη αδιανόητη για τους ποιητές-που αρνείται την ανάλωση του θανάτου για χάρη της ομορφιάς. Οι απόλυτοι ήρωες της, όλοι σχεδόν τελειοθήρες, μοιάζουν να διψάνε για όλο και περισσότερη έκφραση, σαν να πασχίζουν από το αχανές ακρωτήριο τους να δουν τα πάντα, τα άκρα του σύμπαντος ή τα όρια της ανθρώπινης δημιουργίας. Η ίδια ανάγκη εξωθούσε και τον εαυτό της σε διαρκή κίνηση καθώς δεν έμενε ποτέ σε ένα μέρος, αν εξαιρέσεις τα τελευταία της χρόνια στην Ελβετία, παρασυρμένη από την τάση για αναζήτηση. Με τα πρώτα της χρήματα εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη για πάντα αναζητώντας τη θαλπωρή στην φιλότεχνη, λιγότερο συντηρητική Ευρώπη που την καταλάβαινε καλύτερα. Εκεί δεν χρειαζόταν πια να γράφει με ψευδώνυμο μυθιστορήματα για τις ντελικάτες κυρίες της ανώτατης τάξης που ερωτεύονται απλές πωλήτριες ή το αντίθετο, όπως συνέβη με την ίδια όταν εργαζόταν ως πωλήτρια σε μεγάλο κατάστημα (το μυθιστόρημα με τον τίτλο Κάρολ, μετάφραση Θεόδωρος Τσαπακίδης, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015) αλλά για πραγματικά ανάλγητους και ερωτευμένους με την ομορφιά δολοφόνους.
Από τότε που άρχισε να ταξιδεύει σε Παρίσι, Προβηγκία, Σάλτσμπουργκ, Ασκόνα, Μαγιόρκα, Τεργέστη, Φλωρεντία, Ποζιτάνο ήξερε ότι τα πάντα ιχνηλατούνται με βάση το βλέμμα και την ομορφιά. Το βλέπει κανείς και στην “Κραυγή της Κουκουβάγιας”, όπου όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και ο μεταφραστής της Ανδρέας Αποστολίδης “η Χάισμιθ κλείνει το μάτι στον Vladimir Nabokov της αμερικανικής Λολίτας (1955) όχι μόνο παίζοντας με τις αντιστροφές του ρόλου των χαρακτήρων της, αλλά βάζοντας τον ηδονοβλεψία Ρόμπερτ ν'αντιγράφει με καλλιτεχνική ακρίβεια έντομα και πουλιά και να χαρίζει τα σκίτσα του σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει, να γίνει η καλλιτεχνική δημιουργία χαμηλών προδιαγραφών εφαλτήριο για τη συγκρότηση μιας εκτενέστερης και πιο συνεκτικής αφήγησης”.
Και είναι προφανώς έτσι. Η ηδονοβλεπτική απαρχή του μυθιστορήματος, δηλαδή η ανάγκη του πρωταγωνιστή Ρόμπερτ να παρακολουθεί την γειτόνισσα του Τζέννυ, δεν έχει να κάνει με σεξουαλικές τάσεις αλλά με το βλέμμα του καλλιτέχνη νέτα σκέτα. Παρότι το αντικείμενο των ηδονοβλεπτικών του πόθων δείχνει να ανταποκρίνεται με ιδιαίτερη θέρμη στην παράξενη αυτή τάση του γείτονα της και τελικά να τον ερωτεύεται αυτή παρά αυτός, καμία ερωτική πράξη δεν λαμβάνει χώρα μεταξύ τους. “Η Κραυγή της Κουκουβάγιας” είναι τελικά πιο ισχυρή από το ηχηρό κάλεσμα του έρωτα που δεν μπορεί, εν προκειμένω, να έχει καμία θέση στο θεωρητικό και άκρως αποστασιοποιημένο σύμπαν του πρωταγωνιστή Ρόμπερτ. Όλοι ωστόσο φαντάζονται εκείνον ως δράστη, ως εκτελεστή οποιασδήποτε πράξης: ερωτικής με την Τζέννυ, δολοφονικής με τον ανταγωνιστή του Γκρέγκ, εκδικητικής με τη πρώην του σύζυγο. Αρκεί, λοιπόν, μια μικρή διαστροφή, ένα σφάλμα της φύσης για να φορτώσει ολόκληρη η κοινωνία τις δικές της φαντασιώσεις και αδιέξοδα σε όποιον φαντάζει ή είναι διαφορετικός-και εδώ είναι που “Η Κραυγή της κουκουβάγιας” μετατρέπεται από αστυνομικό σε καφκικό κατασκεύασμα. Δεν είσαι εσύ αυτό που θέλουν οι άλλοι, δεν είσαι εσύ ο φονιάς ή ο άγγελος που όλοι θέλουν να γίνεις, μοιάζει να λέει στους αναγνώστες η πάντοτε αποσυνάγωγη Χάισμιθ. Είναι δε τέτοια η ανάγκη της να καταδείξει την απόλυτη μοναξιά του ήρωα της Ρόμπερτ και τη σύγκρουση του με τον κοινωνικό περίγυρο που δεν του χαρίζει ούτε καν την καλοσύνη των ξένων. Η ενσυναίσθηση των απλών ανθρώπων δεν αρκεί για να τον σώσει από την κατακραυγή ή την εσωτερική και εξωτερική ισοπέδωση. Είναι πάντα ανελέητα μόνος, ακόμα και όταν ένας καλοσυνάτος γιατρός του σώζει τη ζωή και σπεύδει να τον βοηθήσει για να βρεθεί, όμως και ο ίδιος στο μάτι του κυκλώνα. Ενδεχομένως η επιβράβευση της καλοσύνης από μια καλότυχη μοίρα να έκανε το βιβλίο της αδιανόητα διδακτικό.
Γι αυτό και ή ίδια επέμενε ότι η ζωή, η πραγματική ζωή που απλώνεται στις χλωμές φλέβες και τα έκθετα στην επιθυμία σώματα, είναι όλη στημένη στο σκοτάδι. Ολάκερη η διαδρομή της σάρκας εκφράζει την ανάγκη μιας εσωτερικής κραυγής, σαν την “κραυγή μιας κουκουβάγιας”, σαν ένα εκκωφαντικό ήχο που ακούγεται μέσα από την άβυσσο, την αδιανόητη χρωμόσφαιρα της οδύνης. Και σε αυτό το βιβλίο της δεν υπάρχει κανένα έλεος αφού η χαρά κλώθεται κάτω από τον πόνο ή τη συμφορά, όπως αποκαλύπτουν και εκείνοι οι συμβολικοί στίχοι από ποίημα του Μπλαίηκ που διαβάζει η πρωταγωνίστρια της Τζέννυ προαναγγέλλοντας κατά κάποιο τρόπο τη δική της μοίρα. Οι στιγμές δε που σχεδιάζει-δεν θα πούμε αν ακριβώς τα καταφέρνει-την αυτοκτονία της είναι τόσο αριστουργηματικά δοσμένες που βάζεις στοίχημα πως δεν μπορεί η Χάισμιθ να μην είχε βιώσει την εσωτερική ανάγκη της αυτοκαταστροφής ώστε να μπορέσει να τη μεταδώσει με τέτοια αγαστή λεπτομέρεια. Και μάλλον έτσι ήταν αφού ήξερε από μικρή τι σημαίνει απόρριψη όταν την αρνήθηκε η ίδια της η μητέρα ή όταν έπρεπε να κρύψει την ακατανίκητη έλξη της για τους έρωτες του ίδιου φύλου.
Η μόνιμη αναμέτρηση με τους καταστροφικούς έρωτες της ή με τον ίδιο της τον εαυτό της χάρισαν την ικανότητα να αντιλαμβάνεται την αυτοαναφορική διάσταση της σχιζοφρένειας-εξ ου και το χαρακτηριστικό folie à deux που χαρακτήριζε τα μυθιστορήματα της. Και αυτή την απεριόριστη ικανότητα της να κοιτάει τον στρεβλό αντικατροπτισμό του ίδιου της/μας του καθρέφτη είναι που έκανε την πρόζα της τόσο αξιοζήλευτη. Ο κόσμος της παραμένει διεστραμμένα όμορφος όπως ακριβώς τα σφάγια στους πίνακες του Μπέικον ή σε ένα διονυσιακό όργιο, όπου αντί να περιγράφονται εικόνες του κρασιού ή της ασέλγειας βλέπει κανείς να δεσπόζουν πανέμορφα, σχεδόν αδιάφορα λόγω της τελειότητας τους, σταφύλια. Πέρα όμως από τη φρεσκάδα τους ξέρεις ότι υπάρχει κάτι άγριο και απερίγραπτο σαν τα απαλά ροδοπέταλα που κρύβουν από κάτω τους αγκάθια. Ίσως γι'αυτό η ίδια να απέφευγε στις σχέσεις της την οικειότητα καθώς ήξερε ότι συνοδεύεται, σχεδόν από πάντα από πόνο προτιμώντας να κουβαλάει μαζί της στα αδιάφορα δείπνα ζωντανά σαλιγκάρια για να δοκιμάζει τα όρια των ανθρώπων ή να ελέγχει τις αντιδράσεις τους. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τις ανωμαλίες, διαστροφές, μαύρες σκέψεις που έχουν στο κεφάλι τους. Οι τρελοί είναι οι μόνοι δραστήριοι άνθρωποι και αυτοί θα έπρεπε να φτιάξουν τον κόσμο». Ίσως τελικά να μην είχε άδικο. Και ίσως χωρίς αγκάθια τα τριαντάφυλλα να μην ήταν ποτέ το ίδιο ωραία.