Ουίλλιαμ Φώκνερ: Κόκκινα Φύλλα
Ο Ουίλλιαμ Φώκνερ διηγείται μια ιστορία εκφυλισμού στον αμερικανικό Νότο, που μοιάζει με συμπυκνωμένο έπος.
Στο λογοτεχνικό σύμπαν του Ουίλλιαμ Φώκνερ το διήγημά του (σε μέγεθος νουβέλας) «Κόκκινα φύλλα» κατέχει εξέχουσα θέση, είναι ένα έργο-κλειδί. Ολοκληρώθηκε και δημοσιεύτηκε το 1930 για να θεωρηθεί αμέσως αριστούργημα.
Η εκτίμηση αυτή ενισχύθηκε στο πέρασμα του χρόνου: τα «Κόκκινα φύλλα» δεν είναι μόνο ένα επίτευγμα τεχνικής αλλά και κορύφωση μιας συγγραφικής ιδεολογίας. Μοιάζει με συμπυκνωμένο έπος ή σαν ένας θρύλος που έχει επιβιώσει μέσα στους αιώνες. Η ειρωνεία, με την έννοια του αντιφραστικού λόγου (αυτή η ίδια ειρωνεία που τη βρίσκουμε και στην τραγωδία), είναι ο μηχανισμός πίσω από τα «Κόκκινα φύλλα», αυτό που μετατρέπει το απίστευτο σε πιστευτό.
Η δουλοκτησία είναι στο κέντρο του διηγήματος. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητο. Παιδί του αμερικανικού Νότου, ο λευκός Φώκνερ, γεννημένος το 1897 στο Νιου Όλμπανυ της Πολιτείας του Μισισίπι, βιώνει τη δουλοκτησία ως τη βασική κοινωνική, πολιτική, οικονομική και πολιτισμική συνθήκη.
Αλλά στα «Κόκκινα φύλλα» η δουλοκτησία δεν έχει σχέση με τη γνώριμη ιεραρχία βίας και καταπίεσης λευκών/μαύρων. Δουλοκτήτες εδώ είναι οι Ινδιάνοι, οι αυτόχθονες Aμερικανοί, οι native Americans. Οι μαύροι σκλάβοι είναι για τους Ινδιάνους χειρότεροι και από τους λευκούς. «Στον κόσμο ολάκερο δε βρίσκεις άλλο σαν και δαύτους. Τίποτα δε θέλουν, μόνο να μοχθούν». Πιστεύουν ότι το «μαύρο πετσί» τους οφείλεται στη δουλειά. Όπως και το πικρό κρέας τους. Γνωρίζουν τη γεύση του γιατί το έχουν δοκιμάσει. Αυτό είναι βέβαια κάτι σπάνιο. «Από τη στιγμή που οι λευκοί δίνουν άλογα για να τους αγοράσουν, δεν συμφέρει» να τρως τους μαύρους.
Ο λευκός Φώκνερ δείχνει στους όμοιούς του ότι κι αυτοί μπορεί να πέσουν σαν τα «κόκκινα φύλλα» του φθινοπώρου, να εκφυλιστούν και να χαθούν.
Οι Ινδιάνοι του Φώκνερ δεν έχουν καμία σχέση με τον Ινδιάνο της λαϊκής μυθολογίας του Γουέστ. Είναι πλαδαροί, χοντροί, εκφυλισμένοι. Το σπίτι του αρχηγού της φυλής είχε ως πρόσοψη το κατάστρωμα ενός πλοίου. Το είχαν ξηλώσει οι σκλάβοι και το είχαν ρυμουλκήσει διά ξηράς, κυλώντας το πάνω σε κορμούς κυπαρισσιών.
Τα αντικείμενα στο σπίτι ήταν το ίδιο παράξενα, σύμβολα μιας άλλης κουλτούρας, ενός άλλου κόσμου: ένα χρυσαφί κρεβάτι, δύο σκαλιστά κηροπήγια με καθρέφτη που έλεγαν ότι τα άναβε η μαντάμ Ντε Πομπαντούρ για να χτενίζεται, ή ένα ζευγάρι παντόφλες με κόκκινο τακούνι. Ο αρχηγός είχε φέρει τα αντικείμενα αυτά από το Παρίσι, όπου είχε ταξιδέψει με τα χρήματα που κέρδισε πουλώντας σκλάβους σ’ έναν δουλέμπορο από το Μέμφις. Οι Ινδιάνοι δεν ζούσαν σε καταυλισμούς αλλά σε φυτείες. Είχαν φτιάξει κοιτώνες για τους μαύρους όπου τους έβαζαν να ζευγαρώνουν, να αυξάνονται και να μπορούν να τους εμπορεύονται.
Στην ιστορία των «Κόκκινων φύλλων» μάς εισάγουν δύο Ινδιάνοι που ακούν στα ονόματα Τρία Μπάσκετ και Λούι Μπέρυ. Ο αρχηγός της φυλής έχει πεθάνει. Αλλά προκειμένου να γίνει η ταφή, έπρεπε να ακολουθηθούν όλοι οι τύποι και τα έθιμα.
Σύμφωνα με το τελετουργικό, ο αρχηγός έπρεπε να ταφεί μαζί με τον σκύλο του, το άλογό του και τον μαύρο σκλάβο του. Ο σκλάβος όμως το είχε σκάσει. Έτσι η ταφή έμενε μετέωρη, με τεράστιες επιπτώσεις στη ζωή της φυλής. Μόνο μετά την ταφή του πεθαμένου αρχηγού θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί ο διάδοχός του. Ο Μπάσκετ και ο Μπέρυ ψάχνουν στους κοιτώνες να βρουν τον φυγάδα. Και φιλοσοφούν. «Είναι βάρβαροι. Πώς περιμένεις να σεβαστούν τα έθιμα;»
Όταν δημοσιεύτηκαν τα «Κόκκινα φύλλα», οι Ινδιάνοι είχαν εξολοθρευτεί προ πολλού. Αντίθετα, ο δουλοκτητικός Νότος των λευκών, παρόλο που είχε ηττηθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο της δεκαετίας του 1860, εξακολουθούσε να είναι το ίδιο σκληρός, βίαιος, απάνθρωπος και ρατσιστής σε σχέση με τους μαύρους.
Επινοώντας όμως ο Φώκνερ Ινδιάνους που έχουν υιοθετήσει τους τρόπους και τους αξιακούς κώδικες των λευκών, με αποτέλεσμα να εκφυλιστούν και να χαθούν, είναι σαν να λέει στους λευκούς να κοιτάξουν τα είδωλά τους στον ανεστραμμένο καθρέφτη που ο ίδιος δημιουργεί. Ο λευκός Φώκνερ δείχνει στους όμοιούς του ότι κι αυτοί μπορεί να πέσουν σαν τα «κόκκινα φύλλα» του φθινοπώρου, να εκφυλιστούν και να χαθούν.
Υπάρχει και κάτι άλλο σ’ αυτό το υπέροχο διήγημα του Φώκνερ, κάτι που υπερβαίνει την εν στενή εννοία αμερικανική πραγματικότητα. Ο συγγραφέας μεταγράφει εδώ λογοτεχνικά το φαινόμενο που η πολιτισμική ιστορία ονομάζει «acculturation», την αλληλεπίδραση διαφορετικών πολιτισμών και πολιτισμικών οντοτήτων με τις αναπόφευκτες επιρροές, μείξεις και αλλοιώσεις. Κανένα φυλετικό τείχος δεν μπορεί να τις αποτρέψει.
Τα «Κόκκινα φύλλα» τοποθετούνται γεωγραφικά στην επινοημένη από τον Φώκνερ κομητεία Γιοκναπατάουφα, όπου εξελίσσεται το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού έργου του. Στον χάρτη της κομητείας που σχεδίασε ο ίδιος για να περιληφθεί στην πρώτη έκδοση του μυθιστορήματός του «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» το 1936, η περιοχή της δράσης των «Κόκκινων φύλλων» τοποθετείται στην πάνω αριστερή πλευρά του. Οι αναγνώστες μπορούν να μελετήσουν τον χάρτη που δημοσιεύεται στο φωτογραφικό παράρτημα της ελληνικής έκδοσης του διηγήματος.
Το διήγημα μετέφρασε ο Γιάννης Παλαβός, διηγηματογράφος και ο ίδιος, ο οποίος έχει γράψει και το εξαιρετικό επίμετρο. Ο ίδιος λέει ότι δεν είναι επαγγελματίας μεταφραστής, όπως διάβασα σε μια συνέντευξή του. Αλλά παρακολουθώντας το μεταφραστικό έργο του διαπιστώνω ότι υπάρχει ένα πρόγραμμα το οποίο εκτυλίσσεται αργά, αλλά σταθερά.
Στο κέντρο του Αμερικανοί συγγραφείς που δημιουργούν και καλλιεργούν την παράδοση της μικρής φόρμας – οι περισσότεροι από τον Νότο: Φλάνερι Ο’Κόνορ, Τομπάιας Γουλφ, Μπρις Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ. Δίπλα τους ο Ουάλας Στέγκνερ που, μολονότι ανήκει στους συγγραφείς των Δυτικών Πολιτειών, συγγενεύει με τους προηγούμενους μέσα από τον υπαιθρισμό του. Ο Παλαβός νομίζω ότι μεταφράζει με τον ίδιο τρόπο που γράφει τα δικά του διηγήματα. Πιστεύω ότι η μεταφραστική δουλειά του δείχνει τη δική του συγγραφική ιδεολογία.