Βιρτζίνια Γουλφ: Μια συζήτηση περί τέχνης – Λεξιτεχνία

Δυο σπάνια δοκίμια της Βιρτζίνια Γουλφ για τη λογοτεχνία και την τέχνη σε μια ενιαία έκδοση με τον τίτλο «Μια συζήτηση περί τέχνης και Λεξιτεχνία», που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Περισπωμένη, μας δίνουν την αφορμή να θυμηθούμε τον πάντοτε μοντέρνο και καίριο λόγο της.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ,27.4.2022

Η ασυμβίβαστη κριτικός Βιρτζίνια Γουλφ

 

ΚΑΘΕ ΜΙΚΡΟ ΕΝΤΟΜΟ, κάθε πινελιά που μπορεί να περνάει απαρατήρητη από το γυμνό μάτι, κάθε νεύμα και οπτική χωρούν στο εκφραστικό σύμπαν της Βιρτζίνια Γουλφ που στόχο έχει να ξαναζωντανέψει την πρωταρχική εμπειρία της βιωματικής έκφρασης και να τη μεταφέρει αυτούσια στο χαρτί.

 

Σε μια εποχή που οι πρωτοκλασάτοι εκπρόσωποι της Νέας Κριτικής εξαντλούνταν στη σχολαστική, φορμαλιστική ανάλυση του κειμένου, η Γουλφ επέμενε στην αναγκαιότητα της άμεσης απόδοσης του βιώματος μέσω της γλώσσας και της μεταφοράς.

 

Υποστηρίζοντας ότι ο μυθιστοριογράφος πρέπει να στρώνει, όσο πιο απαλά και προσεκτικά μπορεί, «το μετάξι των ψυχών», απελευθερώνοντας το κείμενο από τα βάρη των γεγονότων και τις ανούσιες περιγραφές του ιστορικού χρόνου, κατά κύριο λόγο αναζητούσε αυτό που ξεφεύγει από την εύλογη εξήγηση και είναι καταχωνιασμένο στη γοητευτικά σκοτεινή περιοχή μεταξύ ασυνειδήτου και πραγματικότητας.

 

Κάπου εκεί, σε αυτό το ενδιάμεσο σημείο, εντόπισε τη δυνατότητα που έχει ο λογοτέχνης να περιηγηθεί σε αυτό που δεν λέγεται ή σε αυτό που είναι έτοιμο να ειπωθεί, να αφουγκραστεί ακόμα και την ανάσα που ακούγεται στα μεσοδιαστήματα των λέξεων με έναν τρόπο που δεν μπορεί να το κάνει ο απλός αφηγητής ιστοριών.

 

Διέθετε και η ίδια στον ύψιστο βαθμό την ικανότητα να εξυφαίνει με ευαισθησία και ποιητική δεινότητα τα κείμενά της – είτε επρόκειτο για μυθιστορήματα είτε για δοκίμια είτε για λογοτεχνικές κριτικές. Έχεις την αίσθηση ότι αρκεί ένας μικρός ψίθυρος για να ταράξει την παρτιτούρα των κειμένων της, μια λάθος εκφραστική μετατόπιση για να χαλάσει αυτό το υφάδι τής τόσο εύθραυστα ισορροπημένης έκφρασης.

 

Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν, προφανώς, να ειπωθούν καλύτερα από την απαράμιλλη αυτή κυνηγό της πιο ευαίσθητης έκφρασης του κρυμμένου νοήματος, τη συγγραφέα που ήξερε ότι η παράδοση πρέπει να αντιστοιχεί με τρόπο ιδανικό στην καινοτομία, ποτέ η μια σε βάρος της άλλης.

 

Σε αυτά ακριβώς τα όρια του λόγου επικεντρώνεται θεωρητικά, καθώς αναρωτιέται πως ο/η συγγραφέας μπορεί να υπερβεί τους τομείς της παραστατικής έκφρασης θεσπίζοντας ένα νέο υβρίδιο, όπως το αποκαλεί.

 

Ταυτόχρονα, καθώς ξετυλίγει αυτές τις σκέψεις, η Γουλφ ουσιαστικά μας ανοίγει το προσωπικό της εργαστήρι, αποκαλύπτοντάς μας τον τρόπο που εκείνη εννοεί τη λογοτεχνία.

 

Γι’ αυτό και τα δοκιμιακά της κείμενα είναι ο καλύτερος τρόπος για να δούμε τον δικό της συγγραφικό μηχανισμό, την κοσμοθεωρία της για τη λογοτεχνία και τις λέξεις, για την αλληλεπίδραση τέχνης και ζωής. Δυο κείμενα που δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο τι πρεσβεύει για τη λογοτεχνία, για τις άπειρες δυνατότητες των λέξεων αλλά και για την εξάρτησή τους από ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό περιβάλλον, για τη βαθιά της πίστη στις άπειρες δυνατότητες της ποιητικής μεταφοράς, αλλά και τις πεποιθήσεις της για το αλυσιτελές των κριτικών οι οποίοι εξαντλούνταν από τότε στη φορμαλιστική σχολαστικότητα είναι το Μια συζήτηση περί τέχνης και η Λεξιτεχνία, τα οποία επιλέγει ο Μανώλης Βάρσος για τις εκδόσεις Περισπωμένη, προσφέροντας μια άκρως επιμελημένη έκδοση με εισαγωγή, μετάφραση, χρονολόγιο αλλά και ιδιαίτερα κατατοπιστικές σημειώσεις που ουσιαστικά συνιστούν ένα υπερκείμενο στα κείμενα της Γουλφ.

 

Εν προκειμένω, η Βιρτζίνια Γουλφ φαίνεται να καταλαμβάνει τη θέση που της αξίζει ως αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις κυρίαρχες μόδες και τάσεις κριτικός αλλά και ως μια συγγραφέας του ακραίου και άμεσου βιώματος.

 

Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο κείμενο, το Μια συζήτηση περί τέχνης, ξεκινάει με αφορμή μια φανταστική συζήτηση μεταξύ γνωστών κατά τη διάρκεια ενός δείπνου, από τους οποίους η Βιρτζίνια Γουλφ δείχνει να παίρνει σαφείς αποστάσεις, ξεδιπλώνοντας όλο τον ποιητικό οίστρο αλλά και το ειρωνικό της φλέγμα με πρόθεση να καταδείξει τι είναι αυτό που αποκαλύπτει το έργο τέχνης από μόνο του, πέρα από τις στενές προθέσεις του καλλιτέχνη ή του συγγραφέα.

 

Η αφορμή του κειμένου είναι η αναδρομική έκθεση του μετα-ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Ουόλτερ Σίκερτ, ιδιαίτερα δημοφιλούς την εποχή εκείνη, που έλαβε χώρα στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 1934. Δίνοντας την αίσθηση ότι αναφέρεται στους πίνακες, ουσιαστικά μιλάει για τις άπειρες δυνατότητες των λέξεων, οι οποίες μετατρέπουν τον μυθιστοριογράφο ταυτόχρονα σε μουσικό, σε ζωγράφο, σε κολορίστα, εν τέλει σε έναν άνθρωπο με τεράστια γκάμα εκφραστικών μέσων.

 

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει, για μια ακόμα φορά, τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, κλασικό σημείο αναφοράς στα περισσότερα κείμενά της, ο οποίος μπορεί στο πολυδιάστατο σύμπαν του να ενσωματώνει τις όποιες λεκτικές αντιθέσεις μιλώντας, φερειπείν, ταυτόχρονα για «άλικες σταλαγματιές» αλλά και για «στενάχωρη καρδιά», συνενώνοντας δυο αντίθετες νότες για να δώσει «έναν ήχο δραστηριοποιώντας τα μάτια του νου και του σώματος».

 

Για τη φανταστική αδελφή του Σαίξπηρ έκανε άλλωστε λόγο η Γουλφ στο περίφημο Ένα δικό της δωμάτιο, γνωρίζοντας πως μια τόσο περίτεχνη μεταφορική έκφραση μπορεί και ξεπερνά τα όρια των φύλων, αφού η καρδιά του ποιητή έχει μια έξαψη που δεν χωράει στα στεγανά όρια άνδρα - γυναίκας, αλλά ούτε και σε αυτά του μουσικού και του ζωγράφου.

 

Αντίστοιχα, ο Κητς μπορεί να λειτουργήσει, στα μάτια της, ως Βενετσιάνος ζωγράφος, βουτώντας την πένα του σε σκέτο κόκκινο και μπλε, ξεπερνώντας ακόμα και τον Τέννυσον. Εξού και η ίδια υποστηρίζει ότι οι καλοί κριτικοί μιλούν για τη λογοτεχνία έχοντας τη μουσική ή τη ζωγραφική στο μυαλό τους και όχι «τον εκφυλισμένο και προκατειλημμένο τρόπο που η κριτική χειρίζεται το αντικείμενό της».

 

Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν, προφανώς, να ειπωθούν καλύτερα από την απαράμιλλη αυτή κυνηγό της πιο ευαίσθητης έκφρασης του κρυμμένου νοήματος, τη συγγραφέα που ήξερε ότι η παράδοση πρέπει να αντιστοιχεί με τρόπο ιδανικό στην καινοτομία, ποτέ η μια σε βάρος της άλλης.

 

Υποστηρίζοντας μάλιστα χαρακτηριστικά, όπως έκανε αντίστοιχα ο δικός μας Γιώργος Σεφέρης, ότι ο λέξεις «έχουν περιπλανηθεί, αιώνες τώρα, σε ανθρώπινα χείλη, σε σπίτια, σε δρόμους, σε χωράφια», ξέρει πως μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες είναι να τις γράψει κανείς «σήμερα που είναι τόσο φορτωμένες νοήματα, μνήμες, που έχουν συνάψει τόσους και τόσο διάσημους γάμους», αναρωτώμενη πώς μπορεί ακριβώς να τοποθετήσει, όπως και οι ομότεχνοί της, «παλιές λέξεις στη σειρά ώστε να επιβιώσουν, ώστε να δημιουργήσουν ομορφιά, ώστε να πουν την αλήθεια. Αυτό είναι το ζήτημα».

 

Φυσικά αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει αν πίστευε ότι οι λέξεις εξαντλούνται σε ένα φαινομενικό νόημα, αφού «είναι το πιο αδάμαστο, το πιο ελεύθερο, το πιο ανεύθυνο, το πιο ανεπίδεκτο μαθήσεως πράγμα στον κόσμο». Και αυτό γιατί, όπως κατ’ επανάληψη έλεγε, «δεν ζουν στα λεξικά, ζουν στο μυαλό», κατοικούν ανάμεσά μας και επιθυμούν την αγάπη αλλά και επιβάλλουν να τις βουτήξουμε στις πιο αδιανόητες εμπειρίες για να τους δώσουμε ζωή. Και αυτό είναι που έκανε τη Βιρτζίνια Γουλφ μια από τις πιο ελεύθερες και ανυπότακτες συγγραφείς στην ιστορία, έτοιμη να αφήσει τις λέξεις να περιπλανηθούν όπως αυτές ήθελαν, ελεύθερα και αυτόνομα.

 

Είναι ο ίδιος λόγος που κάνει τα κείμενά της αυτά να διαβάζονται σαν να γράφτηκαν τώρα, όχι φτιαγμένα για να υπηρετήσουν ένα συγκεκριμένο περιβάλλον αλλά για να δώσουν νόημα στις δικές μας στιγμές, μεταφερμένα στο σήμερα, εξηγώντας τα σημεία των δικών μας καιρών μακριά από τους φορμαλιστές της λογοτεχνικής κριτικής και του βίου.

 

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

 

 

Η ασυμβίβαστη κριτικός Βιρτζίνια Γουλφ

Η ασυμβίβαστη κριτικός Βιρτζίνια Γουλφ

Εκδόσεις: Περισπωμένη
Μετάφραση: Μανώλης Βάρσος
Σελίδες: 120
Τιμή: 14,50
 
 
 
 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τίνα Μανδηλαρά

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αισθητική (Essex) και στην Πολιτική Θεωρία (LSE). Μετάφρασε βιβλία αγαπημένων της συγγραφέων (όπως Ντελέζ και Χόμπσμπαουμ) και από το 2000 έχει την ευτυχία να δημοσιογραφεί σε περιοδικά κι εφημερίδες.