Τζωρτζ Στάινερ: H ιδέα της Ευρώπης
Ένα από τα τελευταία κείμενα που δημοσίευσε πριν από τον θάνατο του ο Τζορτζ Στάινερ κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα με τον τίτλο «Η Ιδέα της Ευρώπης». Σε αυτό ο κορυφαίος στοχαστής αναρωτιέται αν είναι ακόμα ζωντανό το όραμα της Ευρώπης και σε τι ακριβώς συνίστανται οι βασικές του αρχές.
«Η ΕΥΡΩΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΟΠΟΣ όπου ο κήπος του Γκαίτε σχεδόν συνορεύει με το Μπούχενβαλντ: όπου το σπίτι του Κορνέιγ βρίσκεται δίπλα στη πλατεία που η Ζαν Ντ’ Αρκ γνώρισε το αποτρόπαιο τέλος της» γράφει ο Τζορτζ Στάινερ με τη σοφία του ανθρώπου που είχε προ πολλού εντρυφήσει στις πιο μύχιες όψεις του ευρωπαϊκού πνεύματος, μιλώντας για τις απόλυτα αντιφατικές όψεις του. Η παιδεία και ο ανθρωπισμός διαμορφώθηκαν στο κέντρο του ευρωπαϊκού πνεύματος ακριβώς για να γνωρίσουν την πλήρη κατακρήμνιση και πάλι στο εσωτερικό του, ύστερα από το Ολοκαύτωμα αλλά και σήμερα, εξαιτίας της ισοπέδωσης που επιφέρει ο άκρατος ωφελιμισμός.
Τις μεγάλες αντιφάσεις του ευρωπαϊκού πνεύματος, που δόξασε την παιδεία και την ποίηση, για να τις ακυρώσει με τον πιο βάρβαρο τρόπο, εξετάζει ο Τζορτζ Στάινερ στη δέκατη διάλεξη Nexus του ομώνυμου περιοδικού και ινστιτούτου που είχε δώσει το 2004 στο Άμστερνταμ και μόλις κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Δώμα με τίτλο «Η Ιδέα της Ευρώπης», σε άρτια μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή, θέτοντας παράλληλα το καίριο ερώτημα σε τι ακριβώς συνίσταται και κατά πόσο υπάρχει ακόμα η ιδέα της Ευρώπης.
Το να είσαι ζωντανός δεν είναι μονοδιάστατο αλλά «σημαίνει να βλέπεις το φως του ήλιου και να σε βλέπει κι αυτό». Και αυτοί που μιλούν στοχαστικά για τον θάνατο, ακόμα και της ίδιας της Ευρώπης, όπως ο Στάινερ, είναι αυτοί τελικά που βλέπουν πιο έντονα και πιο δυνατά το φως, το οποίο ευτυχώς δεν έχει πάψει να αχνοφέγγει στο βάθος της σκέψης μας.
«Η ευρωπαϊκή ιστορία είναι γεμάτη μακρές πορείες. Οι στρατιώτες του Αλέξανδρου έκαναν πορεία ‒με άλλα λόγια περπάτησαν‒ από την Ελλάδα μέχρι τα σύνορα της Ινδίας και τη λιβυκή έρημο. Η “Ανάβασις” του Ξενοφώντα παραμένει κλασικό έργο της απελπισίας, της εξάντλησης και της αντοχής του πεζικάριου σε μια καταναγκαστική πορεία προς την επιβίωση», αναφέρει ο Στάινερ στην αρχή κιόλας της διάλεξής του, για να τονίσει όχι μόνο την περιπετειώδη και μακρά διάσταση του ταξιδιού του ευρωπαϊκού πνεύματος αλλά κυρίως για να θέσει τις αρχές της ταυτότητάς του, η οποία είναι ταυτόχρονα αρχαιοελληνική και ιουδαιοχριστιανική.
Όσο για την πορεία της διαμόρφωσης και της αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού πνεύματος, αυτή δεν ενέχει μόνο τον χαρακτήρα μιας διαρκούς περιπλάνησης αλλά και την απολυτότητα και τον παραλογισμό ενός αληθινού πάθους που συνοψίζει την ολότητα του ίδιου του βίου. Πρόκειται για το πάθος της διαρκούς αναζήτησης που δεν εγκαταλείπει τον στοχαστή ποτέ.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Στάινερ, όπως αντίστοιχα και ο Χέρμαν Μπροχ, ένας λογοτέχνης που είδε σε βάθος τις αρχές και τη μακρά πορεία της ευρωπαϊκής κυριαρχίας και την αντίστοιχα συντριπτική της πτώση, ήταν ένας μελετητής που ως γνήσιος ρομαντικός δεν έπαψε να αναζητά το απόλυτο, επιμένοντας πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα πρέπει να αναπληρώσει ταυτόχρονα όλες τις αρχές του στην ολότητά τους, αν θέλει ακόμα να ελπίζει. Η αντίστοιχα απόλυτη άρνηση που εξέφραζε το «υπάρχει αφθονία ελπίδας, αλλά όχι για εμάς» του αγαπημένου του Φραντς Κάφκα, όπως και κορυφαίων άλλων λογοτεχνών, απασχολούσε τον Τζορτζ Στάινερ μέχρι τέλος.
Αλλά, πάλι, δεν ήταν ο Φλομπέρ εκείνος που έκανε την κεντρική του ηρωίδα, τη μαντάμ Μποβαρί, να καταρρεύσει όταν συνειδητοποίησε την απουσία κάθε αξίας, και τελικά να αυτοκτονήσει όταν βίωσε το κενό που υπήρχε στην άδεια από νόημα πορεία της ζωής της;
Το ότι η απελπισία, όπως και η μοναξιά, είναι καίριο χαρακτηριστικό των σκεπτόμενων ανθρώπων είναι κάτι που τονίζει ο Στάινερ επανειλημμένα σε μνημειώδη δοκίμιά του, όπως τα «Αρχεία της Εδέμ» (από τα «Αξόδευτα Πάθη», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Νεφέλη), αν και το ότι όλοι οι σπουδαίοι στοχαστές αποσύρονταν στη μοναξιά τους (ο Μοντένι στον πύργο του, ο Κίργκεγκορ στο δωμάτιό του, ο Νίτσε στις περιπλανήσεις του) δεν σημαίνει ότι δεν είχαν ανάγκη την κοινωνική βάση ενός κοινού οράματος για να διαπρέψουν.
Αυτό είναι εν τέλει για τον Στάινερ συνώνυμο με την κοινή μοίρα που συναντά κανείς στις αρχές του αρχαιοελληνικού και εβραϊκού πνεύματος, γι’ αυτό και οι θαμώνες της αρχαίας αγοράς τελικά μετεξελίχθηκαν στους θαμώνες των σύγχρονων καφενείων. Η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι το απόγειο της σύγχρονης διυποκειμενικότητας, της αλήθειας της πόλης, μια θέση την οποία κάλλιστα θα ασπαζόταν ένας άλλος καίριος μελετητής του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος και λάτρης των καφενείων, ο Κλαούντιο Μάγκρις.
Είναι, μάλιστα, ο τελευταίος που θα συμφωνούσε, επίσης, με τον Στάινερ στο ότι είναι δύσκολο να ξανασκεφτεί κανείς το ευρωπαϊκό πνεύμα μετά το Ολοκαύτωμα, κάτι που επεσήμαναν με καίριο τρόπο τόσο οι εκπρόσωποι της Σχολή της Φρανκφούρτης όσο και ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν. Πολύ εύστοχα ο Στάινερ υπενθυμίζει ότι, μη μπορώντας να αντέξει το βάρος αυτού του ερωτήματος, ο Τσέλαν προβαίνει τελικά στο απονενοημένο διάβημα, επιλέγοντας ωστόσο ένα συγκεκριμένο σημείο του Σηκουάνα, που δοξάστηκε στη σπουδαία μπαλάντα του Απολινέρ, για να αυτοκτονήσει, ξέροντας ότι το τελετουργικό είναι η απόλυτα δοξαστική πράξη που δίνει νόημα ακόμα και στον ίδιο τον θάνατο.
Είναι αυτή η μεταφορική δύναμη εν τέλει που απαντά στο καίριο ερώτημα το οποίο θέτει εκ νέου ο Στάινερ στη διάλεξή του για την Ευρώπη, λίγα χρόνια πριν από τον δικό του θάνατο: «Ποιο είναι το νόημα; Τι να προσθέσει οποιοσδήποτε από εμάς στα μεγαλεία του ευρωπαϊκού παρελθόντος;”».
Επομένως, στο ερώτημα κατά πόσο επήλθε το τέλος του ευρωπαϊκού πνεύματος ο Στάινερ απαντά όχι ανατρέχοντας σε ιστορικά δεδομένα, αφού αυτά είναι περασμένα και νεκρά, αλλά θέτοντας εκ νέου τα αξιώματα που έχει αναδείξει η ίδια η Ευρώπη και οφείλει να οριοθετήσει ξανά στο σωστό τους εύρος: ορίζοντας το καφενείο σε ανθρώπινη κλίμακα, αναδεικνύοντας τις πόλεις ως σημεία αναφοράς κάθε περιπλανώμενου που αναζητά το παρελθόν και την παράδοσή τους, δίνοντας όνομα σε κτίρια και πλατείες, εξελίσσοντας την αρχαιοελληνική και ιουδαιοχριστιανική παράδοση και σκέψη και, τέλος, εκφράζοντας την αγωνία για την κοινή της μοίρα, έστω και ως αναπόφευκτο τέλος που ο Χέγκελ διέγνωσε ως δειλινό που έριχνε τη σκιά του στην ιδέα και στην ουσία της Ευρώπης ακόμα και τις ώρες του μεσημεριού.
Όλα αυτά συνιστούν το μυστικό που μοιραζόμαστε όλοι από κοινού, ένα θεμελιώδες αξιακό πλαίσιο αναφοράς που έχει ως κεντρικό περιεχόμενο την κοινή παιδεία και όχι τη στείρα απόκτηση γνώσεων. Η κοινή παιδεία ως κατάκτηση δεν εκλαμβάνεται από τον Στάινερ με την έννοια ενός εκπαιδευτικού μοντέλου στο οποίο καλούμαστε να προστρέξουμε όλοι αλλά ως μια μορφή ιερής μανίας, πέρα από κάθε σκοπό και χρησιμοθηρία, σαν αυτή την πλατωνική μανία που καταλαμβάνει τον ακάματο κυνηγό της γνώσης που ήταν και ο ίδιος.
Επομένως, στο ερώτημα του πώς επαναδιαπραγματευόμαστε την ουσία και το όραμα της Ευρώπης λίγο πριν από το σκότος μιας αυτοκτονικής απανθρωποποίησης η απάντηση είναι ορίζοντας ξανά τις κεντρικές της αξίες και να ξαναβλέποντας την αλήθεια της αρχαιοελληνικής της θεωρίας, δηλαδή τη μη χρησιμοθηρική της σκέψη υπό το φως άπειρων δυνατοτήτων. Αρκεί να δούμε την «ελληνική αντίληψη ως σύνολο και ιδιαίτερα αυτήν τη σοφόκλεια αντίληψη –τον μεγάλο μονόλογο προς τον ήλιο στον “Αίαντα”– που συνδέει στενά το φως με τη ζωή», έγραφε ο Στάινερ χαρακτηριστικά στις «Αντιγόνες» (μτφρ. Πάρις Μπουρλάκις, Καλέντης), για να αντιληφθούμε πως η γνώση δεν είναι κάτι πέρα από τη ζωή αλλά ταυτίζεται μαζί της.
Το να είσαι ζωντανός δεν είναι μονοδιάστατο αλλά «σημαίνει να βλέπεις το φως του ήλιου και να σε βλέπει κι αυτό». Και αυτοί που μιλούν στοχαστικά για τον θάνατο, ακόμα και της ίδιας της Ευρώπης, όπως ο Στάινερ, είναι αυτοί τελικά που βλέπουν πιο έντονα και πιο δυνατά το φως, το οποίο ευτυχώς δεν έχει πάψει να αχνοφέγγει στο βάθος της σκέψης μας.