Ζοάν Σφαρ: Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου
Μεταξύ εξομολόγησης και μυθοπλασίας, το νέο βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Ζοάν Σφαρ αποτελεί μια χαλαρή αλυσίδα επεισοδίων αντλημένων από την παιδική και την ενήλικη ζωή του
Αν χρέωνες στον πατέρα σου το χειρότερο ψέμα που άκουσες ποτέ∙ αν τον καμάρωνες έτσι γενναίο, κούκλο και καρδιοκατακτητή, ψηλά στην κοινωνική κλίμακα, ταγμένο στο καθήκον∙ αν αποζητούσες τους επαίνους του, αλλά ασφυκτιούσες με τον Θεό, τις υποδείξεις, τις αρχές του∙ αν, προς το τέλος, δεν επικοινωνούσατε καλά καλά, τώρα «Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου», πώς να τον πενθήσεις;
«Το παρόν πόνημα», γράφει για το βιβλίο του ο Ζοάν Σφαρ, «αφηγείται τον πιο συνηθισμένο αγώνα που υπάρχει: να επιβιώσεις του γεννήτορός σου και να αντιληφθείς, με φρίκη καμιά φορά, ότι του μοιάζεις»...
Τρυφερό, συγκινητικό, κατά τόπους ξεκαρδιστικό και με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, το «Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου» (μτφρ. Ρ. Γεωργακοπούλου, εκδ. Πόλις) μιλάει ανάλαφρα για ένα στενόχωρο όσο και τετριμμένο θέμα: για την εμπειρία της απώλειας.
Μεταξύ εξομολόγησης και μυθοπλασίας, αποτελεί μια χαλαρή αλυσίδα επεισοδίων αντλημένων από την παιδική και την ενήλικη διαδρομή του Γάλλου συγγραφέα, οι κρίκοι της οποίας ορίζονται χρονικά από τους θανάτους των γονιών του: τον αλλόκοτο –και αποσιωπημένο από τον ίδιο− θάνατο της μητέρας του, όταν ήταν μόλις τριών, και τον αναμενόμενο θάνατο του πατέρα του, όταν ο ίδιος είχε φτάσει τα σαράντα.
«Δεν πρέπει να λέμε εν γνώσει μας ψέματα στα παιδιά μας. Αλλιώς, όλη τους τη ζωή θα λένε κι αυτά ψέματα».
Ομολογημένη φιλοδοξία του Σφαρ ήταν να αφηγηθεί «την παιδική ηλικία ενός ήρωα του Φίλιπ Ροθ που θα είχε μεγαλώσει σαν ήρωας του Ρομάν Γκαρί στον γαλλικό Νότο και του οποίου το όνομα θα ήταν Ζοάν».
Γεγονός είναι πως στο βιβλίο του δεσπόζουν τα ίχνη μιας εβραϊκής κληρονομιάς που έπεσε πάνω του σαν καταπέλτης και πως κυρίαρχο ατού της γραφής του είναι το χιούμορ − ένα χιούμορ αφοπλιστικό μέσα στην ειλικρίνειά του, λυτρωτικό.
Μπορεί το όνομα Ζοάν Σφαρ να μη σημαίνει πολλά στην Ελλάδα, αλλά στη Γαλλία ο πολυσχιδής αυτός καλλιτέχνης είναι ένας μικρός σταρ. Όπως η Μαρζάν Σατραπί και ο Κριστόφ Μπλεν, ανήκει σε μια νέα γενιά σχεδιαστών κόμικς που έφεραν τα πάνω κάτω στην 9η Τέχνη, δίνοντας πιο εφευρετικές, πιο απαιτητικές ιστορίες από εκείνες του Αστερίξ και του Τεν Τεν.
Η γιαγιά του, όπως γράφει, τον ενθάρρυνε, τον είχε για το πιο έξυπνο εγγόνι της: «Θα τα έχεις όλα» τον διαβεβαίωνε. «Εσύ πρέπει να γίνεις βασιλιάς!».
Την ανακάλυψη του σκίτσου, πάντως, τη χρωστάει στον πατέρα του. Ήταν «η μόνη περιοχή της ύπαρξής μου επί της οποίας δεν είχε ποτέ ούτε πείρα ούτε άποψη. Δεν ήταν ποτέ αντίθετος. Το ενθάρρυνε όταν έπρεπε, επειδή έβλεπε ότι με έκανε ευτυχισμένο, αλλά δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό... Οφείλω πολλά στον πατέρα μου, αλλά το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε ήταν ότι δεν ήξερε να σχεδιάζει».
Καρπός του έρωτα ενός ψημένου, αλγερινής καταγωγής δικηγόρου και μιας νεαρής αρτίστα, γεννημένος στη Νίκαια το 1971, απόφοιτος της εκεί Φιλοσοφικής Σχολής και της Καλών Τεχνών του Παρισιού, ο πολυβραβευμένος Σφαρ, για τις δικές του ιστορίες, άλλοτε καταφεύγει στο σχέδιο, δημιουργώντας ανάρπαστες σειρές, όπως ο «Γάτος του Ραβίνου».
Ο γάτος ενός ραβίνου στην Αλγερία των '20s καταπίνει τον οικογενειακό παπαγάλο, αρχίζει να μιλάει με ανθρώπινη λαλιά και αιτείται να ασπαστεί τον ιουδαϊσμό, άλλοτε στην πεζογραφία κι άλλοτε στην τηλεόραση και το σινεμά − δική του ταινία είναι η μυθοπλαστική βιογραφία του Σερζ Γκενσμπούργκ.
Το «Πώς να μιλήσεις για τον πατέρα σου» λειτουργεί για μας και ως carte de visite του, καθώς στις σελίδες του αποτυπώνονται ανάγλυφα η συγκρότηση της προσωπικότητάς του, η πορεία του προς την ενηλικίωση, η αισθηματική του ζωή, οι πολιτικές απόψεις του, οι δάσκαλοί του, οι καλλιτεχνικές του επιρροές.
Υπάρχει εδώ ο λόγος που εκφώνησε στο μπαρμίτσβα του –γραμμένος καθ' ολοκληρίαν από τον πατέρα του βέβαια−, όπως υπάρχουν και οι δικές του θέσεις για το Μεσανατολικό, την τρομοκρατία, την ακροδεξιά. Μιλώντας για τον πατέρα του, ο Σφαρ μιλάει, αναπόφευκτα, και για τον ίδιο. Και το κάνει με μια δόση μελαγχολίας και αυτοσαρκασμού.
Το πένθος, σύμφωνα με την αφήγησή του, τον βρίσκει εύθραυστο: έχει μόλις χωρίσει με την επί τριάντα χρόνια σύντροφό του και αναζητά την ελευθερία, σαν έφηβος, έξω από το κουκούλι της οικογένειας – κάπου στο βάθος υπάρχει και μια «αρραβωνιαστικιά». Βρίσκεται στο Ηράκλειο της τριτοκοσμικής γι' αυτόν Κρήτης, είναι οι πρώτες διακοπές που περνάει μόνος με τα παιδιά του κι ένα σοβαρό πρόβλημα στα μάτια τον έχει αφήσει στο έλεος του τοπικού οφθαλμιάτρου.
«Κακά δάκρυα» είναι η διάγνωση. Μήπως, αναρωτιέται, τιμωρείται επειδή δεν έκλαψε αρκετά στην κηδεία του πατέρα του λίγες εβδομάδες νωρίτερα; Μήπως θα έπρεπε να τον θρηνήσει πιο πολύ; Ο Σφαρ δεν μπορεί να σχεδιάσει τίποτα στις διακοπές του, αλλά μπορεί να θυμηθεί, να αναστοχαστεί.
«Δεν πρέπει να λέμε εν γνώσει μας ψέματα στα παιδιά μας. Αλλιώς, όλη τους τη ζωή θα λένε κι αυτά ψέματα». Πόσο ψεύτης ήταν, άραγε, ο μπαμπάς του; Έλεγε ψέματα όταν είπε πως η μαμά «έφυγε ταξίδι»; Ή μήπως έλεγε ό,τι ακριβώς πίστευε, πως η μαμά δεν πέθανε, πως πήγε στον παράδεισο;
Ο πατέρας Σφαρ ήταν «από την ίδια στόφα που έχουν τα ηρωικά πρόσωπα όπως ο Σολάλ του Αλμπέρ Κοέν». Δικηγόρος που, από πουτάνες και απατεώνες, είχε φτάσει να υπερασπίζεται τράπεζες, είχε φύγει από την Αλγερία το '57, αφού προηγουμένως Γάλλοι ακροδεξιοί του είχαν τσακίσει τη σπονδυλική στήλη και μετά, στη Νίκαια, ήταν από τους πρώτους δικηγόρους που έστειλε στη φυλακή νεοναζί.
«Τι κάνεις όταν είσαι υποχρεωμένος να μεγαλώσεις στη σκιά ενός τόσο επιτυχημένου αρσενικού;». Ο μπαμπάς Σφαρ, στα νιάτα του, έπαιζε πιάνο σε μπουρδέλα αλλά και σε πιο φημισμένα πάλκα και στην ακμή του ήταν νταής, του άρεσε να μη φοβάται κανέναν, να την πέφτει χωρίς έλεος στα δικαστήρια, στο δημοτικό συμβούλιο, στον δρόμο, στο πάρκινγκ, παντού.
«Θέλω να πιστεύω», γράφει ο Σφαρ, «ότι φταίει η χηρεία που ο μπαμπάς μου έχασε όλες τις χαρές της ζωής που μπορούν να σε κάνουν ευτυχισμένο. Στηρίζομαι σ' αυτήν τη διάγνωση: έκλεισε το πιάνο του, όταν πέθανε η μαμά. Και, αντί για μουσική, με δίδαξε θρησκεία, για να απλωθεί πάνω μας η θλίψη. Η παιδική μου ηλικία, παρά την αγάπη και την τόση προσοχή που μου έδινε μια τέτοια πολυπληθής οικογένεια, υπήρξε μια παρατεταμένη περίοδος πένθους».
Εν τω μεταξύ, ο πρεσβύτερος Σφαρ, ως ακαταπόνητος εραστής, άφηνε πίσω του συντρίμμια. Μαγνήτιζε τις γυναίκες, αλλά «το ίδιο λεπτό που συναντούσε ένα θύμα, ήξερε πολύ καλά και με ποιον τρόπο θα το παράταγε». Να 'ναι, άραγε, τυχαίο που ο Ζοάν Σφαρ ακολούθησε επί μακρόν την οδό της μονογαμίας;
«Αντί να περάσω όλη μου τη ζωή προσπαθώντας να αποδείξω ότι ο πατέρας μου είχε άδικο», σκέφτεται τώρα, «θα 'ταν καλύτερο να κρατάω σημειώσεις. Όχι για να απελπιστώ για τον έρωτα ή για την ανθρώπινη φύση αλλά γιατί αυτό θα με βοηθούσε, τελικά, να κατανοήσω κάπως τους νόμους της παγκόσμιας έλξης».
Αν υποκλίνεσαι στον Ροθ και θέλεις να του μοιάσεις, μπορεί ν' απουσιάζει από το βιβλίο σου το σεξ; Δεν μπορεί.